theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ: …απρόβλεπτα και μοιραία!

               Ο Δημήτρης Κουκουλάς γεννήθηκε το 1947 
στο Πυργάκι Τριφυλίας.  Σπούδασε οικονομικά 
στο Πανεπιστήμιο Πειραιά (πρώην Ανωτάτη Βιομηχανική) 
και εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα ως λογιστής. 
Από τις εκδόσεις ΑΠΟΠΕΙΡΑ  κυκλοφορεί σε β΄έκδοση 
το βιβλίο του "Τα Φορτηγά και Άλλες Ιστορίες". 
Με το ψευδώνυμο navarino-s διατηρεί 
ιστοσελίδα στο διαδίκτυο.
 (απόσπασμα από τη νουβέλα ΜΙΚΡΕΣ ΑΓΓΕΛΙΕΣ)
Δημοσιεύθηκε στο ¨ΟΡΟΠΕΔΙΟ" (13ο τεύχος)

           Στην επόμενη αγγελία φρόντισα να αποφύγω τις αινιγματικές διατυπώσεις. Απλά πράγματα: «Ζητείται βοηθός σερβιτόρου».
        
  Έλα όμως που η ζωή δεν θέλει ποτέ να γίνει απλή! Και δικαιολογημένα θα αναρωτηθείτε για τον υπαινιγμό που μόλις άφησα: Μα τι μπορεί να κρύβεται πίσω από αυτή τη θέση εργασίας; Εδώ, θα μου πείτε, και η ιδιότητα του σερβιτόρου από μόνη της έχει έντονα τα στοιχεία ρουτίνας. Πόσο μάλλον αυτή του βοηθού του. Και όμως.
          Το εστιατόριο, η ταβέρνα μάλλον για να ακριβολογώ, ήτανε μια χαμοκέλα στην οδό Αχαρνών. Έφτιαχνε πεντέξι φαγητά μαγειρευτά δύο του φούρνου και κάποια της ώρας. Έτρωγαν φοιτητές υπάλληλοι και οικοδόμοι. Είχε βιτρίνα με εκείνες τις χαμηλές κατσαρόλες και εκεί πήγαινε πρώτα ο πελάτης και διάλεγε το μενού του. Μετά καθότανε στο τραπέζι.
          Μάγειρας και σερβιτόρος μου περιέγραψαν τα καθήκοντα μου. Ήμουν τελικά βοηθός και των δυο. Το πρωί στην κουζίνα βοηθητικές δουλειές. Το μεσημέρι και το βράδυ σερβίρισμα. Τέσσερις με έξι κλειστά. Ημερομίσθιο 30 δραχμές όχι ΙΚΑ συν τυχερά. Το βασικό ήτανε τότε στις 50 δραχμές. Ο μάγειρας ήτανε και ο εργοδότης.
          Η κουζίνα έκρυβε ένα βάσανο. Τρίτη και Πέμπτη που είχαμε στιφάδο  έπρεπε να καθαρίσω μισό τσουβάλι κρεμμύδια. Το κλάμα πήγαινε σύννεφο. Έχω μεγάλη ευαισθησία στο θέμα, παρ’ ότι  μου αρέσουν πολύ τα κρεμμύδια. Ακόμη και ένα που κόβω για τη σαλάτα κάνει τα μάτια μου να τρέχουν. Οι ημέρες του στιφάδου ήταν για μένα ημέρες δακρύων.
          Τα καθήκοντα μου στο σέρβις εκτός από τα τυπικά –στρώσιμο τραπεζιών μάζεμα πιάτων σερβίτσια- περιελάμβαναν και μια σπάνια για το είδος υπηρεσία. Έπρεπε να πηγαίνω φαγητό στα δυο γειτονικά μπορντέλα. Γύρω στη μία η ώρα έκανα δυο δρομολόγια, ένα για την  «Καίτη» που είχε τον οίκο της στο διπλανό στενό και ένα για τη «Ρούλα» που ήταν επί της Αλκιβιάδου.
          Κρατώντας έναν τεράστιο ξύλινο δίσκο με τα σερβίτσια και το ζεστό φαγητό –τον έπιανα από τις λαβές που είχε στις άκρες- πέρναγα τη μισάνοιχτη πόρτα και από τη μια στιγμή στην άλλη βρισκόμουν από το άπλετο φως μεσ’ στο απόλυτο σκότος. Από τη φασαρία του δρόμου στη μυσταγωγία του ερωτικού πάθους. Ανακατεύοντας τις ευωδιές των εδεσμάτων με τη βαριά οσμή της σόμπας πετρελαίου. Περίμενα λίγο να συνηθίσουν τα μάτια μου στον αμυδρό φωτισμό και κατευθυνόμουνα στην κουζίνα. Στις καρέκλες του χωλ καθόντουσαν σιωπηλοί οι πελάτες. Κάτι αντρικές φιγούρες που όλο έσκυβαν και έπιαναν το κούτελο τους, σαν τον σκεπτόμενο άντρα του Ροντέν, σε μια  προσπάθεια να καλυφθούν, από το βλέμμα του εισερχομένου. Στης Ρούλας συνήθως αυτό, που ήτανε νέα και είχε διαρκώς πελατεία. Γι’ αυτό και συντηρούσε  τσατσά. Μια ξερακιανή λεσβία με βαριά φωνή και τσιγαρόβηχα που δεν μπόρεσα να μάθω το όνομα της γιατί  μιλούσε διαρκώς στο τηλέφωνο. Και διαρκώς εκστόμιζε  εκφράσεις αγοραίες. Κυριαρχούσαν οι σεξιστικές απειλές με  χρήση  του κρίσιμου ρήματος σε πρώτο πρόσωπο και στην ενεργητική φωνή που εμένα με έκαναν να τρομάζω: «..πέσ’ του άμα τον δω θα τον γαμήσω», «θα σε γαμήσω μωρή από μπροστά και από πίσω που θα μου πεις εμένα..». Κάτι φοβερό και πρωτάκουστο για εκείνα τα χρόνια. Ιδίως για ένα παιδί της επαρχίας Την ίδια τη  Ρούλα σπανίως την έβλεπα. Πνιγμένη στη δουλειά έτρεχε από δωμάτιο σε δωμάτιο. Μια φευγαλέα σκιά με ένα αραχνοΰφαντο κοντό νυχτικό,  σουτιέν και  κιλότα.  Ήταν λεπτή  με μακριά πόδια και μαύρη αλογοουρά.  «Πενήντα δραχμές με περιποίηση» -πάντα η βίζιτα ακολουθούσε την τιμή του βασικού ημερομισθίου- ανακοίνωνε στους καθήμενους και όρμαγε στην επόμενη πόρτα. Πολλές φορές που «δούλευε» στο διπλανό από την κουζίνα δωμάτιο, άκουγα και τους θορύβους την ώρα που άφηνα τα φαγητά ή έπαιρνα μετά από μια ώρα τα πιάτα. Μια σφραγισμένη πόρτα χώριζε τους δυο χώρους. Και δεν ήτανε δύσκολο, παρ’ όλες τις φωνασκίες της τσατσάς στο τηλέφωνο, να πιάνει το αφτί μου  βογκητά  και ρυθμικά τριξίματα. Από φαΐ ό,τι που τσίμπαγε η γυναίκα. Άθικτα μοιάζανε τα πιάτα. Μόνο η λεσβία είχε φάει το δικό της. Και αυτή όχι τελείως. Την έτρωγε, βλέπεις, το κάπνισμα και η φλυαρία.
          Αντίθετα, η «Καίτη»  έτρωγε όλο το φαΐ της. Γι΄ αυτό και τόσο τροφαντή! Την ίδια ένδυση είχε και αυτή. Μόνο που είχε ελεύθερα τα βυζιά της. Τα οποία όλως παραδόξως δεν ακολουθούσαν τον υπόλοιπο σωματότυπο της. Ήταν πολύ μικρά εν σχέσει με τα μπούτια της και τα οπίσθια της. Ήταν κοντή. Ηλικιακά πρέπει να βρισκόταν στις παρυφές των σαράντα. Καστανόχρωμη,  μαλλιά μέχρι τους ώμους και καλοχτενισμένα. Σπάνια έβλεπα σε αυτήν πελάτη. Αλλά τα φαινόμενα απατούν καμιά φορά,  άμα δεν ξέρεις. «Η Ρούλα έτσι χάνεται. Της τα παίρνει ο αγαπητικός με το μουστάκι. Η Καίτη είναι καλύτερα. Λίγη δουλειά αλλά όλα δικά της. Πήρε καινούργια Λάντσια στο χρώμα της φωτιάς και πάει τις Κυριακές τη βόλτα της», σχολίαζε μια μέρα στην ταβέρνα ο ταξιτζής, ο κυρ Αντρέας.
          Λίγη δουλειά, γι΄αυτό και ανταλλάσσαμε κάποιες κουβέντες. Συχνά με ρώταγε αν είχε η Ρούλα κόσμο. Στην αρχή που της απάντησα «πάρα πολύ» είδα ότι πικράθηκε. Μετά της έλεγα «έτσι κι’ έτσι». Με ρώταγε και για τις σπουδές μου. Με συμβούλευε να διαβάζω. Μου μιλούσε για το αδερφάκι της που είχε στο χωριό και είχε πολλά χρόνια να τον δει. Έλεγε μάλιστα, από όσο τον θυμόταν, πως του έμοιαζα λιγάκι. Μου άφηνε γενναίο πουρμπουάρ. Πολλές φορές και τάλιρο. Η λεσβία με έβγαζε με ένα πανηνταράκι. Από κρέατα παράγγελνε μόνο φρικασέ και φούρνου. Απέφευγε τα κοκκινιστά και τα στιφάδα. «Μ’ αρέσουνε πολύ» μου έλεγε «μα δεν το επιτρέπει η δουλειά. Είναι απρέπεια να έχεις πάνω σου πελάτη και να ρεύεσαι».
          Μια φορά που είχε πιεί και ένα καρτούτσο, μου είπε πως άμα πάω σαν πελάτης –«όχι την ώρα της δουλειάς σου» μου τόνισε «και σε απολύσουν»- θα μου ‘κανε φοιτητική τιμή στη βίζιτα. Σκεφτόμουνα να πάω, αν και ένιωθα μια συστολή λόγω της γνωριμίας, μα μεσολάβησαν ραγδαία γεγονότα.
          Ήταν μια μέρα στιφάδου, θυμάμαι, και τα κρεμμύδια καυτερά πολύ. Δεν βρήκε βατικιώτικα μου είπε το αφεντικό και είχε πάρει Θήβας. Τα μάτια κατακόκκινα μέχρι το μεσημέρι. Όταν πήγα στην Καίτη να πάρω τα πιάτα, καθόταν στην κουζίνα και κάπνιζε. «Σε πρόσεξα και πριν» μου είπε «γιατί είσαι σήμερα κλαμένος;». Και εγώ έτσι για να αστειευτώ απάντησα, αλλά με σοβαρότητα: «Σκέφτομαι τη μανούλα μου που είναι στο χωριό!». Τι ήθελα και το ‘λεγα!  Ένας βαθύς λυγμός τράνταξε το κορμί της. Άφησε το τσιγάρο στο τασάκι. Ακούμπησε τους αγκώνες στο τραπέζι, έπιασε το κεφάλι της και άρχισαν να τρέχουνε τα δάκρυα της πάνω στη χρωματιστή φορμάικα. Διακεκομμένες από το κλάμα προτάσεις με μια χροιά παράπονου και θρήνου μαζί, αναπηδούσαν από το στόμα της: «Ε…σύ …τη μάνα σου…θα…την δεις…το κα…λοκαίρι…ε…γω… έχω να τη δω είκοσι χρόνια…και…ούτε… θα την…ξαναδώ…με…έ…χουν αποπαι…δήσει!». Ένιωθα αμηχανία και δεν ήταν τόσο από τα λεγόμενα της. Έβλεπα το σχεδόν γυμνό κορμί της να τραντάζεται. Τα στήθια της που πάλλονταν με τα αναφιλητά και δεν ήξερα τι να κάνω. Η εικόνα της γυμνής και ποθητής γυναίκας που κλαίει, με αποδιοργανώνει. «Είμαι αρραβωνιασμένη!» μου είπε κλαίγοντας στο κρεβάτι, μια κοπέλα κάποτε και «κόπηκα». Ούτε την ξαναείδα. Ακόμη και στο σινεμά δεν το αντέχω αυτό το θέαμα. Κοιτάζω κάτω στα αντίστοιχα πλάνα.
          Η Καίτη όμως συνέχιζε στο ίδιο τέμπο. Μιλούσε και έκλαιγε. Έλεγε διάφορα. Για τη μεγάλη μοναξιά που νιώθει. Τόσα κορμιά βογκούν και σπαρταράνε πάνω μου, μου τόνισε και εγώ δεν έχω κάπου να ακουμπήσω. Να πω δυο λόγια. Το όνομα μου. Τι πέρασα στα τρυφερά μου χρόνια. Να έρθουν δυο μάτια να με κοιτάξουνε στα μάτια. Μόνο τα μπούτια μου κοιτάνε όλοι και τις ρώγες μου. Να έρθει ένα χέρι να μου χαϊδέψει το μάγουλο! Είπε πολλά δεν τα θυμάμαι τώρα. Μόνο κάποιες κινήσεις μου θυμάμαι. Ότι  κάποια στιγμή εκάθησα στη διπλανή καρέκλα. Και όπως την έβλεπα από το πλάι, μου τράβηξε την προσοχή το μπράτσο της με τη βαθιά ουλή απ’ τη βατσίνα. Σήκωσα το χέρι μου δειλά-δειλά και άρχισα να της χαϊδεύω το σημάδι. Πολύ απαλά και με τις άκρες των δαχτύλων. Εκείνη χωρίς να σταματήσει έφερε το δεξί της και πίεσε το δικό μου πάνω στο μπράτσο της. Και τότε αντιστραφήκανε οι ρόλοι.
          Έβαλα εγώ τα κλάματα, χωρίς όμως να μιλάω. Μιλούσε πάλι η Καίτη. Και με παρηγόραγε μην κλαις αγόρι μου και τέτοια, δεν ήθελα να σε στενοχωρήσω. Και όλο με χάιδευε στα μαλλιά και όλο με χάιδευε στο μάγουλο. (Η σκηνή αυτή σε μυθιστόρημα έχει πολύ ψωμί, μπορεί από μόνη της να θρέψει αμέτρητες σελίδες. Για ολόκληρα κεφάλαια μιλάμε. Είναι κλασσική βλέπετε στο είδος της και επικίνδυνα αναφλέξιμη: άγουρος νέος κλαίει μπροστά σε ώριμη γυναίκα! Ξερόκλαδα και πευκοβελόνες έχουν πάρει φωτιά κατακαλόκαιρο σε έρημο δάσος. Πόσοι συμβολισμοί και προεκτάσεις.  Πόσες λεκτικές καταδύσεις μεσ’ στα εσώψυχα. Ιδίως της γυναίκας που μόλις εξέφρασε τη μοναξιά της. Τη μεγάλη ανάγκη της για λίγη τρυφερότητα. Και τι δεν θα είχανε να μας διηγηθούν οι δεξιοτέχνες της μυθοπλασίας. Οι ανατόμοι της ψυχής και των συναισθημάτων. Πάθη επί παθών και περιπεπλεγμένα μάλιστα. Αν βάλουμε δε το επιπρόσθετο στοιχείο εδώ, με το επάγγελμα και την ημίγυμνη εικόνα, τότε είναι που απογειώνεται η ιστορία. Ανοίγονται καινούργιες λεωφόροι. Μπαίνει στη μέση το «φλας μπακ». Επαρχία του ’40. «Κάτω απ’ τα’ αυλάκι»  είχε πει πως είναι. Πόλεμοι κατοχή εμφύλιοι και βιαιοπραγίες. Ένα κορίτσι τρυφερό μέσα στην αγριότητα. Οι βιασμοί ήτανε ο κανόνας. Και όπως και τώρα και όπως και πάντα και όπως παντού: ένοχος ήτανε το θύμα! Ντροπή και απ’ τους δικούς της. Φευγιό για την Αθήνα. Την ανωνυμία της μεγαλούπολης. Το στόμα των λεόντων. Υπηρέτρια. Καπάτσοι αγαπητικοί. Έρωτες και λουλούδια. Χρειάζονται λεφτά. Καν’ το για μένανε. Άλλες σελίδες επί σελίδων εδώ. Μπουνιές στο πρόσωπο και βουλωμένα μάτια. Κλάματα όρκοι παρακάλια. Πλατεία Βάθη. Πεζοδρόμιο. Φωτάκι στην Ακομινάτου. Σύλληψη του τύπου με χασίς. Στενή, παλιοί λογαριασμοί. Φαλτσέτα και καθάρισμα. Η Καίτη μόνη. Καινούργιος υποψήφιος. Ενοχλήσεις. Αλλαγή διεύθυνσης. Τόσα και τόσα, ολόκληρη οδύσσεια. Σαν τίτλοι κεφαλαίων μπορούν να μπουν τα προαναφερθέντα. Μόνο που δεν μπορώ εγώ  να τα αναπτύξω. Άσε που εδώ βιαζόμαστε. Οι άλλοι πίσω  αδημονούν. «Που χάθηκε το μαλακισμένο;»). Κάποια στιγμή γύρισε και τράβηξε πάνω της το κεφάλι μου. Ακούμπησα το πρόσωπο μου στα στήθια της. Μέσα από το αραχνοΰφαντο νυχτικό της, ένιωθα  στα μάγουλα  τις ρώγες της. Μύριζα τη μυρωδιά του ιδρώτα της και της βαριάς κολόνιας, ανακατεμένα. Με τράβηξε σε ένα δωμάτιο. Είναι πολύς ο καιρός και δεν θυμάμαι λεπτομέρειες. Ούτε και θέλω να επινοήσω τώρα τέτοιες. Δυο  πράγματα μόνο μου έχουνε μείνει ανεξίτηλα: Η σαν βελούδο επιδερμίδα της  -τη συνδύασα μέσα μου με το φρούτο που της πήγαινα κάθε μέρα- και η πέραν από την επαγγελματική τής βαζελίνης, υγρασία του κόλπου της. Θυμάμαι και την παρατήρηση της όταν έφευγα: «πρώτη και τελευταία φορά το τσάμπα, την άλλη τιμολόγιο και η έκπτωση που σου είπα».
          Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με την  υποδοχή στην ταβέρνα. Φυσικά και μου έχει μείνει αξέχαστη. Οι χριστοπαναγίες και οι βρισιές που μ’ έλουζαν αντηχούν ακόμη μεσ’ στο μυαλό μου. «Εμείς πνιγόμαστε και συ γαμούσες ρε κωλόπαιδο!». Ό,τι που ψέλλισα μια δικαιολογία: «αργούσε ένας πελάτης και περίμενα» μα δεν ακούστηκε καθόλου. Σαν να ψιθύριζα δίπλα σε καταρράκτη!  Στο σκόλασμα πήρα και την απόλυση.
          Δεν πήγα αμέσως για το «φοιτητικό» της Καίτης.  Περίμενα κάποιες ημέρες. Να καταλαγιάσει η οργή του ταβερνιάρη που ακόμα τον φοβόμουνα. Έτρεμα με την ιδέα να κάνει έτσι από το τζάμι και να με δει απέξω. Ήταν ικανός να βγει με καμιά κουτάλα και να με κυνηγάει.
          Ήτανε  μέρα με ψιλοβροχο, τότε που πήγα. Αυτό που πιάνει από το πρωί και σταματάει λίγο πριν νυχτώσει. Κάτι που διευκόλυνε τις κινήσεις μου από μεριά ταβερνιάρη. Ήταν κατά τις 12, θυμάμαι. Μα όταν έφτασα με ορμή στην πόρτα της Καίτης τη βρήκα κλειδαμπαρωμένη. Έλειπε και τ’ αμάξι. Σκέφτηκα μήπως ήτανε ημέρα της περιόδου της, πράγμα που σήμαινε πως δεν θα ερχότανε καθόλου. Σκέφτηκα όμως μήπως ήτανε κι η ημέρα που πέρναγε απ’ το γιατρό κάτι που σήμαινε πως θα ερχότανε σε λίγο, γι’ αυτό και κάθισα στο καφενείο της γωνίας. Είχα ορατότητα από εκεί. Πήρα έναν καφεδάκι και περίμενα. Δυο ταβλαδόροι δίπλα παίζανε στοίχημα και είχανε από πάνω τους πεντέξι θεατές. Μια άλλη παρέα φωνασκούσε για ποδόσφαιρο. Και κάποιοι πίσω μου μιλούσαν χαμηλόφωνα. Γι’ αυτό και χαμηλόφωνα άκουσα τη λέξη «Λάντσια». Τη λέξη που αυτόματα με κέντρισε και τη συνδύασα με την Καίτη. Τέντωσα τα αφτιά μου πιο πολύ και πάλευα να βγάλω νόημα απ΄ τα κομμάτια των προτάσεων που έφταναν στην ακοή μου: «…η κόκκινη ρε που βλέπαμε…» «…προς Χαλκίδα…» «…πάνω από 100 χιλιόμετρα…» «…στηθαίο από τσιμέντο…» «…όχι δεν ήτανε» «…και εγώ για μόνη της…» «…πίτα σου λεει….τι να γνωρίσεις» «…ναι από τον αριθμό» «…τους ειδοποίησαν…»  «…όχι κανένας τους» «…νεκροτομείο» «…πέντε μέρες στα αζήτητα» «…το φιλόπτωχο τελικά…» «…ναι η κυρία Κική…» «…του αγίου Παντελεήμονα» «…όχι στο τρίτο ρε, στο δεύτερο…» «…σε κάποια άκρη προς το Γαλάτσι».
          Όταν έφυγα το ψιλόβροχο είχε δυναμώσει, είχε βαρύνει ο ουρανός πολύ. Μεσημέρι και έμοιαζε με σούρουπο. Είναι πολλά τα χρόνια που περάσανε, πάρα πολλά, γι’ αυτό και απορώ με κάτι πράγματα: Νιώθω ακόμη μια αποστροφή γι’ αυτή τη μάρκα αυτοκινήτου. Και παρ’ όλο που κυκλοφορούν νέα μοντέλα, τελείως διαφορετικά από εκείνο το παρκαρισμένο έξω από της Καίτης, μόλις θα δω στο δρόμο κάποιο, ιδίως κόκκινο στο χρώμα της φωτιάς, κάτι από μέσα μου με γρατζουνάει.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου