theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2016

ΣΤΑ ΑΛΛΟΤΙΝΑ ΜΑΘΗΤΙΚΑ ΜΑΣ ΧΡΟΝΙΑ (Β)

    Εμείς τότε, στα αλλοτινά χρόνια ντε που αναπολούμε πολλάκις και μας πιάνει μια τρυφερότητα και συγκίνηση, στο Δημοτικό, είμαστε πολλά μαθητούδια, κοντά στα 80 και  είχαμε δυο  δασκάλους. Όπως καταλαβαίνετε οι μικρές τάξεις Α΄, Β΄, και Γ΄ σε μια αίθουσα και οι μεγάλες σε άλλη. Με τα μικράκια ήταν η Βαγγελιώ Τζαμαλούκα, καλή της ώρα,  η μάνα του αγαπητού Γιάννη Ρηγόπουλου, του φαρμακοποιού στη Ζαχάρω και με τους μεγάλους ο   αείμνηστος Θανάσης Αρβανίτης, πατέρας της Χρύσας  που είναι ψυχίατρος στα κεντρικά της ΔΕΗ στην Αθήνα. Βεβαίως ήσαν δάσκαλοι παλιάς κοπής αλλά πάνω από όλα όμως ήταν συνεπέστατοι στο να μας μάθουν γράμματα, παρά που τώρα φαντάζουν με απαρχαιωμένες αντιλήψεις. Τι απαρχαιωμένες; 
 Το Σχολείο υπό ανέγερση με δάσκαλο τον Θαν. Αρβανίτη

     Η Ζαχάρω είναι περί τα 10 χιλιόμετρα πιο πέρα αλλά τότε δεν υπήρχε συγκοινωνία. Το πρωινό τραίνο περνούσε πάνω που άρχιζε να χαράζει, κοντά στις  πέντε και από λεωφορείο και ιχ μη γίνεται κουβέντα. Την επόμενη δεκαετία που αποτελείωσαν τον εθνικό δρόμο συνδέθηκε το χωριό  με τη Ζαχάρω και την Κυπαρισσία αλλά τα δρομολόγια σπάνια και ακανόνιστα. Για αυτό το λόγο λοιπόν ο δάσκαλος και η δασκάλα έμεναν στο χωριό με ότι αυτό πάει να πει για μας τα παιδιά. Βέβαια όλη μέρα στις ρούγες και στις αλάνες του χωριού παίζαμε "πατό", "κρυφτο" και αβέρτα μπάλα, αλλά με την τρεμούλα μη μας δει ο δάσκαλος γιατί και οι δύο εξέπεμπαν αυστηρότητα και φόβο. Η κύρια μέθοδος εκμάθησης και αγωγής τότε ήταν το ξύλο. Τα πόδια και τα χέρια, των ανέμελων και αδιάβαστων  γέμιζαν "ρουλιές" από τη βέργα του δάσκαλου που κάθε μέρα πάνω στο λιτό τραπέζι έπαιρνε στα μάτια μας και στις ψυχές μας τις πιο αλλόκοτες μορφές.
   Το μέσο επίπεδο των μαθητών ήταν πολύ κάτω από τη βάση. Πράγμα φυσιολογικό, αν αναλογισθούμε ότι από τη λήξη του εμφυλίου είχε περάσει μόνο μια δεκαετία. Ο κόσμος προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές του και έψαχνε από δω και από εκεί να εξασφαλίσει τον επιούσιο και όλα τα πράγματα ήσαν υπό ..... ανέγερση και κατασκευή με πρώτο το εθνικό φρόνιμα Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, τι όρεξη για γράμματα να έχουν τα παιδιά και πώς να αντεπεξέλθουν οι δάσκαλοι στο βαρύ και δύσκολο λειτούργημα της εκπαίδευσης; Το ένα πρόβλημα πάνω στ’ άλλο. Μέσα διδασκαλίας ανύπαρκτα. Βοήθεια και συγκατάθεση γονέων και κοινωνίας μηδενική. Μια αίθουσα για όλες τις τάξεις, ένας μαυροπίνακας, κιμωλίες, ένα απλό τραπεζάκι, θρανία και οι απαραίτητες βέργες. Οι μαθητές πολλοί, γύρω στους 55- 65, τρεις - τρεις στα θρανία και κάθε σειρά δυο τάξεις. Μια κρύα αίθουσα, αφιλόξενη και αποκαρδιωτική. Ευτυχώς που τα θρανία ήσαν γερά, ξύλινα έπιπλα.
  Ατέλειωτες ιστορίες υπάρχουν στη μνήμη όλων από εκείνα τα μαθητικά χρόνια. Τι να πρωτογράψουμε και ποιους ήρωες και αντιήρωες να πρωτομνημονεύσουμε; Τον Καραφώτη, το ντερβίση, που δεν μπορούσε να γράψει με το δεξί, γιατί ήταν αριστερόχειρας και τον Αρβανίτη που του έριχνε ξύλο όπου προλάβαινε; Τον Νιόνιο, τον Γκέκο, τον μετέπειτα Μπρέσνιεφ, που από τότε ήταν ίσιο και αγνό άτομο; Τότε, λοιπόν ο Νιόνιος αν και είχε νικήσει τον μπούρμπουλα σε όλες τις αλάνες του χωριού και είχε πάρει ένα εικοσάρι, εντούτοις έλεγε συνέχεια τα ευζωνάκια “εζωνάκια” και δώστου ο δάσκαλος με τη λούρα στα αφράτα του ποδάρια! Το Μάρκο , το Μαρινάκη (1), το Λα, που έχωσε τη ρέγκα μέσα στο σώβρακο, για να μην τη βρει ο δάσκαλος που έψαχνε μανιωδώς γιατί βρωμούσε όλη η τάξη; Γλίτωσε από τη λύσσα του δάσκαλου, όχι όμως κι από το εξηγημένο ντεχνέκι της Παγώνας που βρήκε τη ξεχασμένη ρέγκα το μεσημέρι. Το Γιώργο το Σερίφη, που τράβηξε το νεροπίστολο και έριξε μια ριπή στα οπίσθια της κυρίας γιατί φανταζόταν τον εαυτόν του εκπρόσωπο του νόμου στο Φαρ Ουέστ, από τα πολλά τέτοια περιοδικά που διάβαζε; Αναφέρομαι στο Γιώργο Βλάμη που τώρα κατοικοεδρεύει και προοδεύει στη Σπάρτη στα μονοπάτια της μουσικής.


Με τον Μάρκο
(1)  Για το Μαρκούλη, τον αγαπητό εξάδελφο, αξίζει να αναφέρουμε το εξής περιστατικό, που μου το υπενθύμισε τώρα τελευταία ο Θεόδωρος Βλάμης, ο καλός συμμαθητής Ρίκος:
.Η κυρά Βαγγελιώ, λοιπόν, μπαίνει στη μοναδική αίθουσα που είχαμε τότε στο σχολείο, φορτσάτη και χαμογελαστή. Είχε πάει προς νερού της βλέπετε και επέστρεφε ανακουφισμένη. Μέσα στη φούρια της όμως, η πλισέ φούστα της είχε πιαστεί πίσω στο λάστιχο του εσώρουχου ….κι έτσι τα τορνευτά, άσπρα της οπίσθια λαμπύριζαν στα γουρλωμένα μάτια των μαθητών. Αγόρια και κορίτσια δεν ξέραμε τι να κάνουμε μια και το κυρίαρχο ήταν ο φόβος και η τρομάρα. Τότε η βέργα ήταν το κύριο μέσον αγωγής και διαπαιδαγώγησης στο σχολείο. Σιγή, παγωμάρα αλλά και κρυφοχαχανητά. Ξαφνικά ακούγεται η άγαρμπη, χοντρή φωνή του Μάρκου:“Κυρία-Κυρία φαίνεται ο κώλος σου...” Ποιος είδε την κυρία και δεν φοβήθηκε. Άναψε, κοκκίνισε…γούρλωσε τα μάτια της… σηκώνει το Μαρκούλη στον πίνακα και… τον έκανε μαύρο και ασήκωτο στο ξύλο.
Δεν πειράζει ρε Μαρκαντάν. Ξυλαράκι ήταν και πέρασε. Μαθημένα τα βουνά από τα χιόνια!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου