theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Παρασκευή 10 Μαρτίου 2017

Η Στρατούλα και το μωρέλι της ο Στέφανος (2 από 2)

  .....Είχαν και κάτι επισκέψεις οι άνθρωποι και όλοι μαζί χασκογελούσαν με τα …ωραία της Στρατούλας: 
«Δεν έχει τίποτα το μωρέλι μου, κάτι έχει στο αίμα μού λένε οι γιατροί, θα δούμε...» (2) 
   Το άκρον άωτον ήταν  που έκανε ή ίδια διάγνωση για το μωρέλι της. Μεγάλη αντίφαση μια και όλοι πλέον ξέραμε  τα καζάντια του Στέφανου, αλλά το έλεγε με ένα τέτοιο τρόπο πιστευτό λες και το διαβεβαίωνε ο μεγάλος γιατρός, ο Καθηγητής. Να, μια μέρα που περιεργαζόμουν την καρτέλα του κρεβατιού τους μου λέει: 
   «Θοδωράκο το μωρέλι μου δεν είναι γαϊδουρόπουλο (3) αλλά εσύ καταλαβαίνεις περισσότερα, για πες μου γράφει τίποτα για τον προστάτη;» 
    «‘Πώς και έτσι ξαφνικά σούρθε με τον προστάτη;» 
   «Να κάθε βράδυ τον πασπατεύω, αλλά τίποτα, δεν του κάνει κούκου, τον έχει χάσει, γιατί να ξέρεις όταν μεγαλώνει ο προστάτης μικραίνει το πουλί!» 
  «Τι λες κυρά Στρατούλα, αυτά τα δύο δεν έχουν καμία σχέση..» 
 «άκου εσύ μπορεί να πήγες στο πανεπιστήμιο αλλά εγώ έχω πάρει μεταπτυχιακό στην ίδια τη ζωή..» (4)
     Ο κυρ Στέφανος ήταν λιγομίλητος άνθρωπος, χαμηλών τόνων, λεβεντάνθρωπος με κάτασπρα μαλλιά και ένα πρόσωπο ρυτιδιασμένο μεν αλλά φεγγάρι. Στο μπόι ούτε κοντός ούτε ψηλός, στο μέτριο. Και ήταν πολύ μετρημένος άνθρωπος. Κάθε του λέξη πρώτα τη ζύγιζε και μετά την ξεστόμιζε. Δεν ξέρω πώς και γιατί αλλά μια μέρα τον έπιασε μια πολυλογία και άρχισε να περιγράφει τα περασμένα:
  «Έμεινα ορφανός από μικρός και με περιμάζεψε ένας μακρινός θείος μυλωνάς. Στο μύλο με είχε παραγιό για όλες τις δουλειές, εκτός από τις μυλόπετρες που άλεθαν το στάρι.  Εγώ να κανονίζω το νερό, εγώ να πηγαίνω για το φαγητό και να δένω τα ζωντανά που έφερναν το σιτάρι. Ο κύρης μου είχε και λιοτρίβι και τα περισσότερα που θυμάμαι από εκείνη την περίοδο με τις λαδομηχανές όπου στη γαβάτα που ήμουν έκανα δυο δουλειές, από τη μια έβαζα το χαμούρι μέσα στους ντορβάδες και από την άλλη τους έφτιαχνα φακέλους, έναν πάνω στον άλλο.  Εκεί θα έμεινα μέχρι τα δεκαέξι και μετά πήγα σε στάβλο με 30 αγελάδες, όπου με ένα άλλο παλικάρι βγάζαμε τα ζώα στη βοσκή και το βραδάκι τα βάζαμε στο στάβλο. Αρμέγαμε και προσέχαμε να βυζάξουν τα μικρά. Ήταν δύσκολη δουλειά γιατί δεν είχαμε ωράριο ούτε γιορτές και Κυριακές και λίγα μας έδινε και όλο λόγια ήταν: θα και θα..Έμεινα όμως από ανάγκη κοντά στα έξι χρόνια ώσπου ξαναγύρισα στο χωριό, την Πέτρα και έμεινα στο σπίτι της Στρατούλας. Μετά από κανά χρόνο ξαναγυρίσαμε στη Μυτιλήνη και εγώ πήγα κάτω στο σφαγείο στου «Καναρά» δίπλα στη θάλασσα. Στην αρχή με είχαν για να πετώ τις πατσές και τα έντερα  στη γράνα με ένα καρότσι και` από κει έπεφταν στο γιαλό αλλά σε λίγο έγινα κανονικός σφάχτης γιατί έπιαναν τα χέρια μου. 

Αποτέλεσμα εικόνας για σφαγεία γουρουνιώνΤα γουρούνια εγώ τα βαρούσα με το σφυρί στο σταυρό στο κούτελο και όπως ξεραίνονταν, τα σφάζαμε. Στον Καναρά έκατσα τρία – τέσσερα  ολόκληρα χρόνια και έφυγα γιατί δεν μας έδινε καμία αύξηση και πήγα σε ένα μικρό εργοστάσιο που φτιάχναμε τσιμεντόλιθους και κεραμίδια. Εδώ έκατσα λίγο, κάπου ένα χρόνο, γιατί ήταν πολύ σκληρή δουλειά και πήγα σε ένα άλλο εργοστάσιο με αλεύρια, τούτο ήταν μεγάλο, δουλεύαμε πάνω από διακόσια άτομα, έφερναν τα βαπόρια στάρι και εμείς κάναμε εξαγωγή αλεύρια. Είχε πολύ δουλειά  αφού κάναμε και υπερωρίες, δυο-τρεις μέρες συνέχεια.  Εδώ έκατσα πολλά χρόνια και σιγά-σιγά πήρα σύνταξη από το ΙΚΑ, γιατί είχα πολλά ένσημα.»
Ακούτε τώρα και τη Στρατούλα να περιγράφει τα δικά της σακιά της ζωής.      
    "Να σου πω...τη φτώχεια και τη μιζέρια την έχω φάει με το κουτάλι από μικρή παιδούλα. Ήμουνα δέκα χρονών, μυξιάρικο και φύλαγα ένα μωρό, τώρα είναι στην Aμερική, αλλά τότε εγώ το τάιζα και το πρόσεχα από το πρωί μέχρι το απόγιομα που έρχονταν οι γονείς του από τη δουλειά. Μια μέρα το γάλα που έμεινε από το μωρό  μέσα σε ένα ντενεκάκι  το έβαλαν στο φανάρι για το βράδυ, αλλά εγώ από την μεγάλη πείνα, που γουργούλιζαν τα άντερά μου το ήπια και το απόγιομα που ήρθαν με όρκισαν με μια εικόνα της Παναγιάς. "Ακούμπα πάνω το χέρι σου κι αν λες ψέματα θα κολλήσει" μου είπαν, "εγώ δεν το μαρτύρησα αλλά ούτε το χέρι μου κόλλησε. Ξέρεις γιατί δεν κόλλησε; Γιατί ήμουν νηστικούλα και η αμαρτία ήταν μικρή, ενώ μια γειτονοπούλα δεν μπόρεσε να αντέξει και το μαρτύρησε γιατί αυτό που είχε κάνει ήταν μεγάλη αμαρτία, τη φίλησε ο Φώτης του μπακάλη. Γράμματα ντιπ για ντιπ δουλειά και πάλι δουλειά, στα περισσότερα σπίτια του χωριού είχα δουλέψει, πότε καθάριζα πότε έπλενα, αλλά και στα χωράφια πήγαινα γιατί είχα μεγάλη ανάγκη. Με τον Στέφανο παντρευτήκαμε νωρίς, εγώ είχα πιάσει τα είκοσι ένα και το μωρέλι μου τα είκοσι και δούλευε στους μύλους. Αλλά μετά από ένα χρόνο χωρίσαμε για εφτά μήνες και αιτία ήταν η πεθερά μου που του έβαζε λόγια και όχι μόνο αλλά τον έστειλε από την Πέτρα στη Μυτιλήνη για να μη  βλεπόμαστε. Τότε το μωρέλι δούλευε στα βόδια και τα αφεντικά του έμεναν στην Αγιάσο και δεν τους είχε πει ότι ήταν παντρεμένος και όταν πήγα να αγαπηθούμε (να τα ξαναφτιάξουμε), με είδαν τα αφεντικά του και του είπαν καλά τέτοια γυναίκα έχεις και την έχεις αμολαρμένη στο τσαχήρι; Αφού φιλιώσαμε γυρίσαμε πάλι στη Πέτρα όπου εγώ είχα σπίτι και μερικά χωραφάκια μέχρι που τα πουλήσαμε όλα και πήγαμε στην πόλη. Βάλαμε και χρέος και αγοράσαμε καινούργιο σπίτι, που το πληρώναμε με το μισθό του Στέφανου και τη βγάζαμε από τη δική μου ξενοδουλειά στα σπίτια. Έτσι ζούσαμε και κάναμε και τρεις κόρες, όπου τη μια τη χάσαμε στα  είκοσι-τέσσερα, τι να κάνουμε καλά περάσαμε».    
     Δε νομίζω ότι πρέπει να προσθέσω τίποτα άλλο. Απλώς να κάνω μια υπόκλιση στο μεγαλείο των δύο αυτών ανθρώπων και να τονίσω ότι η μνημοσύνη είναι η ίδια η ζωή και η λήθη ο θάνατος.
    Καλή μου Στρατούλα να είσαι καλά όπου κι αν βρίσκεσαι με το μωρέλι σου. 
    Θα σας θυμάμαι σε όλη μου τη ζωή!!!    

(      (1)   Ένα απόγευμα από  τα επείγοντα με ένα φορητό κρεβάτι, έφεραν ένα γέρο  σε οικτρή κατάσταση, όπως φαινόταν γιατί ήταν  με βαρύ  εγκεφαλικό. Μαζί του συνοδός ήταν  μια ψηλή κυρία, η κόρη του. Από όλο της το παρουσιαστικό και την συμπεριφορά φαινόταν ότι ήταν των γραμμάτων, όπως έλεγε η μακαρίτισσα, η μάνα μου. Την άλλη μέρα που ήρθε ο επιμελητής ή κυρία τον παρακάλεσε να αφήσουν τον υπέργηρο πατέρα της να φύγει ήσυχα και να μην τον κρατήσουν στη ζωή  μηχανικά με ενδοσωληνώσεις  στο στόμα και στη μύτη, γιατί αυτό ήταν και η θέληση του ίδιου. Και πράγματι το δεύτερο βράδυ ο ενενηντάχρονος γέρος έσβησε και η ψυχή του πέταξε σαν πουλί. Καλλίτερα έτσι παρά να υποφέρει ο πατέρας έλεγε και ξανάλεγε η κυρία, αφού δεν πάει άλλο.Μετά μάλιστα μάθαμε ότι ο γέρος ήταν γιατρός και η κόρη δικηγόρος. Τούτη η αναφορά  έγινε για να θίξω ένα τεράστιο θέμα, πέρα για πέρα ανθρωπιστικό, την ευθανασία. Πρέπει να τονισθεί ότι οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, στο θάλαμο ήσαν κατά αυτού του μέτρου και υποστήριζαν ότι η ζωή είναι αγαθό του Θεού και θέλημά του ο θάνατος. Όμως η Στρατούλα και ο Στέφανος επικρότησαν και με το παραπάνω την ευθανασία και  μάλιστα αντέτειναν ότι στα έσχατα στάδια που φτάνει ο άνθρωπος που πλέον δεν υπάρχει ουδεμία ελπίδα σωτηρίας η επιμονή με μηχανικά μέσα είναι μεγάλη αμαρτία, διότι εμποδίζεται η θέληση του Θεού.  
(2)  Σε αυτή την κλινική τότε επιμελητής ήταν ο συμμαθητής μου στο γυμνάσιο ο Δημητράκης Μίντζας. Πρώτος γιατρός, τώρα είναι δ/ντής αλλά πάνω από όλα άνθρωπος, οπότε ήξερα ότι ο Στέφανος είχε την επάρατο.
      (3)  Έμπλεξε τα ζώα γιατί ήξερε ότι ήμουν κτηνίατρος.
    (4) Ιδού το μεγαλείο αυτής της γυναίκας, καλλίτερα της Κυρίας και Αρχόντισσας που μια μέρα μου έδειξε το μεταπτυχιακό της. " Άκου παιδάκι μου, όλα τα ξέρω για το Στεφανάκο μου, αλλά τι να κάνω, του δίνω κουράγιο". Και πρώτη, μοναδική φορά είδα δυο δάκρυα στα μάτια της. Δεν πρόλαβαν να κυλήσουν στο μάγουλό της γιατί τα σφούγγισε στα γρήγορα κι αυτό ήταν. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου