theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2018

ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΜΕ ΤΙΣ ΤΡΕΙΣ ΚΑΜΑΡΕΣ [Ismail kadare]

Μας ήρθε από τον φίλο μας τον Σωτήρης ΣωτηρόπουλοςΈνα καταπληκτικό ανάγνωσμα που μας προσφέρει ο φίλος Ηπειρώτης Σπύρος Μαντάς που μαζί με τον δικό μας Θοδωρή Χαμακο, είναι οι εραστές των πέτρινων γεφυριών που μας παρουσιάζουν..... Τους ευχαριστούμε θερμά και ευχόμαστε ΚΑΛΉ ΔΥΝΑΜΗ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥΣ....ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ (του διασημου παγκοσμιως Αλβανου συγγραφεα Ισμαηλ Κανταρε) είναι ξεχωριστό. Εάν δεν το διαβάσετε θα χάσετε πολλά. ....
Ismail Kadare

URA ME TRI HARQE   -   ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΜΕ ΤΙΣ ΤΡΕΙΣ ΚΑΜΑΡΕΣ



(απόσπασμα)

Έ
να πρωινό, στα μέσα Οκτωβρίου, το γεφύρι ξημερώθηκε τελειωμένο εντελώς. Ξέραμε βέβαια ότι οι εργασίες βρίσκονταν στην τελική τους φάση, αλλά η θέα του γεφυριού εκείνο το πρωί ήταν κάτι το απίστευτο, κάτι σαν θαύμα. Κι αυτό γιατί ως την παραμονή ένα μεγάλο μέρος του έργου ήταν κρυμμένο πίσω από τις σκαλωσιές. Αργά το απόγευμα άρχισαν να βγάζουν τα καλούπια, όπως ξεφλουδίζεις το στάχυ από το καλαμπόκι κι η δουλειά αυτή συνεχίστηκε όλη τη νύχτα. Στο κατσούφικο φως της μέρας, ανάμεσα στα ταραγμένα νερά και τον συννεφιασμένο ουρανό, πρόβαλε ξαφνικά άσπρο, γυμνό. Υψωνόταν με αποκοτιά πάνω από την άβυσσο, τεντωνόταν, έμοιαζε να παίρνει φόρα, αλλά μόλις δρασκέλιζε τη μισή κοίτη, αφηνόταν να ξαναπέσει όπως σ’ ένα φτερούγισμα ονείρου, λύγιζε απαλά τη ράχη του και τραβούσε απέναντι για ν’ αγγίξει την άλλη όχθη. Ήταν ωραίο σαν οπτασία ονείρου. Οι πόροι στις πέτρες του έμοιαζαν να ρουφούν και να εκπνέουν φως, όπως οι πόροι ενός ζωντανού σώματος. Ριγμένο έτσι στη μέση της έχθρας στεριάς και του νερού, έμοιαζε από τώρα κιόλας να προσπαθεί να συμφιλιώσει τα στοιχεία της φύσης που ήταν γύρω του. Οι αφρισμένες κορυφές των κυμάτων έδειχναν κιόλας φιλικότερη διάθεση απέναντί του, όπως κι οι αγριοροδιές στον αντικρινό λόφο και δυο συννεφάκια στον ορίζοντα. Όλα προσπαθούσαν να εναρμονιστούν μαζί του.
Οι άνθρωποι, θαμπωμένοι, στέκονταν στις δυο όχθες και το θαύμαζαν με το στόμα ανοιχτό, σαν μια αμαρτωλή ομορφιά. Όλοι ήταν μαγεμένοι και κανένας δεν γύριζε το βλέμμα του στο μπουλούκι των μαστόρων, που ετοιμάζονταν να φύγουν. Κανένας δεν μπορούσε να πιστέψει πως αυτός ο σωρός από ανθρώπους και ετερόκλητα αντικείμενα, αυτός ο όχλος των νομάδων, αυτή η λέρα, αυτός ο συρφετός από τραυλούς, κατεργαρέους, μεθύστακες, καμπούρηδες, κασιδιάρηδες και δολοφόνους, είχαν συλλάβει αυτό το πέτρινο θαύμα.
Παράμερα, σαν να ’χαν αιστανθεί ότι ξαφνικά του είχαν γίνει ξένοι, μάζευαν τα μπογαλάκια τους, εργαλεία, κουβάδες, καροτσάκια, σφυριά και μαχαίρια του εγκλήματος. Τα φόρτωναν πάνω σε κάρα ή σε μουλάρια και καθώς τους έβλεπα να γυροφέρνουν για τελευταία φορά, ένιωθα μια ζωηρή ανυπομονησία να τους δω να ξεκουμπίζονται το γρηγορότερο, να εγκαταλείπουν το γεφύρι και έλπιζα πως δεν θα ξανακούγαμε να μιλούν γι’ αυτούς ποτέ πια.



Τ
ο τελευταίο μπουλούκι των μαστόρων έφυγε μια βδομάδα αργότερα. Στοίβαξαν πάνω σ’ αμάξια τα βαριά εργαλεία, μεγάλα σιδερένια κοντάρια, ένα σωρό από σιδερικά, αλυσίδες, ρόδες που τρίζανε σαν μια πελώρια τροκάνα. Σ’ ένα κλειστό κάρο έβαλαν τον άρρωστο αρχιτεχνίτη, που τον έκρυβαν από τον κόσμο, γιατί λέγανε πως την όψη του δεν μπορούσαν ν’ αντικρύσουν ανθρώπου μάτια.
Η εγκαταλειμμένη ακτή έμοιαζε με σωρό από συντρίμμια. Οι παράγκες μισοχαλασμένες, απογυμνωμένες από καθετί χρήσιμο που είχαν μέσα, τα σανίδια και τα καταστραμμένα εργαλεία, σκορπισμένα σ’ όλες τις μεριές, τα υπολείμματα της ξεραμένης λάσπης, οι σωροί από σπασμένες πέτρες, οι ασβεστόλακκοι, μισογεμάτοι νερό, όλα αυτά ενοχλούσαν τα μάτια. Είχες την εντύπωση πως η δεξιά όχθη του καταραμένου Ουγιάν είχε παραμορφωθεί για πάντα.
Ο πρωτομάστορας, φαίνεται, πρόσεξε πως τους παρακολουθούσα με τα μάτια και πριν ν’ ανέβει στο κάρο του, ξέκοψε από τους συντρόφους του και ήρθε κοντά μου. δεν μου είπε τίποτα. Περιορίστηκε να βγάλει από την τσέπη του ένα κομμάτι χαρτόνι και σκαλίζοντας κάτι αριθμούς μ’ ένα μολύβι βάλθηκε να μου εξηγεί, δεν ξέρω γιατί, την ισορροπία των δυνάμεων που επέτρεπε στο γεφύρι να στέκεται όρθιο. Γούρλωσα τα μάτια, γιατί δεν είχα ιδέα από αυτά, ενώ εκείνος πίστευε ότι μου εξηγούσε σε μια γλώσσα ασυνάρτητη τι ήταν γεφύρι και τι αντηρίδες.
Αργά το απόγευμα ξεκίνησε και το τελευταίο κάρο και τότε στα μέρη αυτά απλώθηκε μια τρομακτική σιωπή. Είχα ακόμη στα χέρια το χαρτόνι του πρωτομάστορα, γεμάτο από γραμμές και αριθμούς που ίσως έδειχναν πραγματικά ποιες ήταν οι δυνάμεις που κρατούσαν όρθιο το γεφύρι και ποιες ήταν αυτές που είχαν την τάση να το ρίξουν. Ο ήλιος που έγερνε έκανε να σπινθηροβολούν πάνω στις καμάρες οι τελευταίες του αχτίδες και το γεφύρι έφερνε στο νου ένα ασύλληπτο όνειρο που το μοιράζονταν οι δύο όχθες. Κατάλευκο, παραδομένο στο χρόνο έδινε την εντύπωση μιας απέραντης μοναξιάς, σφίγγοντας μέσα στα πέτρινα μέλη του τη μοναδική του λεία, το Μουρράς Ζενεμπίσι, τον άνθρωπο που είχε πεθάνει για να κατασιγάσει τη διαμάχη της στεριάς και του νερού.
(μετάφραση: Μαρίχεν Τσαλίκη)

1 σχόλιο:

  1. Αυτά τα λογοτεχνήματα είναι που έχουμε σήμερα ανάγκη.
    Εξυμνούν τά έργα , τον Πολιτισμό !!
    Όχι στη Μιζέρια
    Δ.Θ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή