theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2018

ΤΑΔΕ ΕΦΗ ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ*


Πιστέυω ότι το βιβλίο η "ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ " του 
Μάρκου Βαμβακάρη με επιμέλεια της Αγγελικής 
Βέλλου-Κάϊλ.Εκδόσεις Παπαζήση αποτελεί ένα 
από τα διαμάντια της Ελληνικής πεζογραφίας. 
Σας παρουσιάζω ένα απόσπασμα που 
συμπεριέλαβα στο βιβλίο μου "Αναλόγιο
 Ενθυμημάτων για Ανθρώπους και Ζώα" 
πριν είκοσι χρόνια.

....Όμως εδούλεψα για χρόνια σ΄ αυτή τη δουλειά, εκδορεύς. Από το είκοσι τρία ως το είκοσι εννιά με τριάντα στα σφαγεία Πειραιώς, κι από το τριάντα ως το τριάντα πέντε στα σφαγεία Αθηνών.

Στο μαγαζί του αφεντικού μου του Κονδύλη, καθημερινώς εσφάζαμε περί τα τριάντα γιδοπρόβατα, τέσσερα-πέντε γελάδια, δεκαπέντε-είκοσι γουρούνια. Και εγώ ήμουν υποχρεωμένος, εγώ ο ανειδίκευτος, να φεύγω μια-δύο η ώρα μεσάνυχτα, να πηγαίνω από πάνω απ΄ τον Άγιο Διονύση, στου Παρασκευά Κονδύλη, και να βάζω μπροστά με τον Αριστείδη το μάστορα, τα γελάδια και τα γουρούνια και να τα πηγαίνουμε στα σφαγεία κοντά στα Λιπάσματα. Ν΄ ανάβουμε φωτιά για να τα ζεματίσουμε, πρώτα τα γουρούνια και μετά τα γελάδια, διότι στις οχτώ-εννιά η ώρα θα ερχόταν ο γιατρός για επιθεώρηση. Μετά το γιατρό άρχιζε το μακελειό των γιδοπροβάτων. Στις δύο έπρεπε να τα ‘χουμε καθαρίσει και να πάρουμε την καινούργια παραγγελία για τη νύχτα, τι θα σφάξουμε.
Γρήγορα έγινα μάστορας στο γδάρσιμο. Κοίταζα να μάθω τη δουλειά κι έγινα μάστορας, άσσος. Δηλαδή ως μάστορας, έπρεπε για κάθε πράμα να το σφάξεις και να ξέρεις να το συγυρίσεις, να το κάνεις τέσσερα κομμάτια, να το σχίσεις με τη μαχαίρα, να το στείλεις κάτω έτοιμο προς κόψιμο λιανικώς, εκεί στο μαγαζί.
Τ΄ αρνιά δεν τα ‘σφαζα εγώ όταν έγινα μάστορας. Τα ‘σφαζε ένας άλλος πιτσιρίκος που εφούσκωνε. Εγώ ήπρεπε να πιάσω να τ΄ ανοίξω και να τα κρεμάσω απάνω, να τα γδάρω, να βγάλω το τομάρι τους. Η και να τα συγυρίσω πάλι, δηλαδή να βγάλω τα εντόσθιά τους, τα βρώμικα κει από μέσα, να τα πετάξω και να το ‘τοιμάσω, να τα βάλω στο πέσι, στα σίδερα απάνω, να στραγγίσει κανά δυο-τρεις ώρες, να ‘ρθει ο γιατρός να τα κοιτάξει.
Πώς σφάζεται το κάθε πράμα. Το αρνί το πιάνει, το ρίχνει κάτω, το πατάει και το σφάζει. Του κόβει το λαιμό μ΄ ένα μαχαίρι. Σπαρταράει κάπου περίπου δέκα λεπτά. Μόλις του κόβει το λαιμό το κρατάει με το πόδι δυο-τρία λεπτά για να ξεθυμάνει και μετά σπαρταρούσε στη γης μοναχό του. Μετά το φουσκώνει για να το γδάρει. Αυτό γίνεται από το φουσκωτή, ο οποίος του ανοίγει τα όπισθεν για να το πάρω εγώ, να είναι ανοιχτό να το γροθιάσω. Με το χέρι γροθιά έτσι, το γροθιάζω, και του βγάζω το τομάρι όλο. Και εδώ στο στήθος ρίχνουμε πέντε, έξι, οχτώ μαχαιριές γιατί δεν βγαίνει αλλιώς. Βγαίνει το τομάρι του ακέραιο, το βάζαμε στο τσιγγέλι, έμενε έτσι, μετά το βάζαμε πάρα κάτω να το πάρει ο άλλος μάστορας, αν υπήρχε, να το ξεκοιλιάσει. Να του βγάλει τις βρώμες, τα άντερα, τη χολή, τα κάτουρα από τη φούσκα και τελείωσε. Τα κατσίκια, τα ίδια κι απαράλλαχτα.
Τα βόδια τα παίρναμε απ΄ τη μάντρα και τα πηγαίναμε στο σφαγείο, τα δέναμε σ΄ έναν χαλκά εκεί, μέχρι να ‘ρθει η ώρα να τα σφάξουμε.
Μόλις έρθει η ώρα, το ‘παιρνα το βόδι, το ΄δενα εκεί στο χαλκά
που είναι για το σφαγείο να το σφάξουμε. Το χτύπαγα από πάνω απ΄ τα κέρατα με το μαχαίρι, έπεφτε κάτω. Στο σβέρκο. Το δίνουν μια μαχαιριά κάτω απ΄ το κεφάλι, εκεί που η σπονδυλική στήλη συνδέεται με το μυαλό. Πέφτει το πράμα κάτω σκοτωμένο. Μερικά σπαρταράνε.
Ύστερα το γυρίζεις ανάσκελα και του κόβεις το λαιμό. Και αφού το λοιπόν ξεκόψεις, έχεις μακαράδες, σκοινιά, που χτυπάνε τα ποδάρια του τα πισινά και περνάνε μια τσιγγέλα μεγάλη και το κρεμάνε απάνω ψηλά να το ανοίξουνε την κοιλιά, να βγάλουνε τον πατσά και τις βρώμες. Και το καθαρίζουμε. Μετά το βγάζουνε το τομάρι. Αυτό θέλει γδάρσιμο με το μαχαίρι, όχι φούσκωμα, και μετά το σχίζουμε με την τσατίρα εις τέσσερα – δύο μπούτια, δύο πλάτες – κι είναι έτοιμο για το χασάπικο, να το κόψει ο τεζακιάρης στο τεζάκι, να το πουλήσει λιανικώς. Τεζάκι είναι το μέρος που κρεμάνε τις φέτες επάνω στα τσιγγέλια και έχει και το κούτσουρο.
Τα στραγγίσματα πέφτανε στο πάτωμα που είχε μια τρύπα και από κει φεύγανε τα αίματα στη θάλασσα. Εγώ τότες κυνήγαγα τα παντελόνια τα ναυτικά που ήταν καμωμένα από κάτι σα μουσαμάς, έτσι σκληρά. Και μια μπλούζα πάλι τα ίδια. Και το ‘βαζα και δεν επέφτανε τα αίματα στα ρούχα μου. Βέβαια ελερωνόντουσαν από μέσα αλλά όχι πολύ. Μετά τα ‘βγαζα τα ρούχα πάλι και τα κρέμαγα εκεί στον καναρά. Καναράς ελέγονταν το μέρος που είχαμε και κρύβαμε τα εργαλεία, τα τσιγγέλια, τα τέτοια. Κάθε μαγαζί είχε τον καναρά του και τα κλείναμε μέσα.
Τώρα τα χοιρινά. Τα παίρναμε απ΄ τις μάντρες κατά τις δύο-τρεις η ώρα τη νύχτα και τα πηγαίναμε σιγά-σιγά που ήταν ησυχία απ΄ τον κόσμο και τα βάζαμε μέσα στο σφαγείο. Άλλα εβάζαμε σε μία μάντρα κι άλλα εβάζαμε μες στον καναρά. Μες στον καναρά όμως είχαμε μέσα το καζάνι που άναβε για να τα μαδήσουμε. Μόλις εγίνονταν το νερό το λοιπόν, τσακώναμε ένα-ένα γουρούνι και το σφάζαμε. Το πιάναμε απ΄ τα πισινά ποδάρια. Του δίναμε μια κι έπεφτε χάμω. Και το καβαλάγαμε εκεί στο λαιμό, το πατάγαμε, και το ‘βρισκε το μαχαίρι από το λαιμό στην καρδιά. Ήτανε ένα μεγάλο μαχαίρι. Και ετελείωνε. Όταν ετελείωνε, το επιάναμε το λοιπόν ένα-ένα. Εσφάζαμε πέντε-δέκα. Τ΄ αφήναμε κει πέρα να ψοφάνε, εκπνέοντας.
Μέσα σ΄ αυτό το νταραβέρι, όταν φέρνανε γουρούνια κι ήταν από κοπάδια από βουνά, καμιά φορά πήγαινε και κανένα αγριογούρουνο μαζί τους μέσα.
Έχει λάχει να ΄χω σφάξει γουρούνι δηλαδή και να ΄ναι έγκυος και να θέλει δύο μέρες για να γεννήσει. Και να πιάσω να βγάλω τα γουρουνάκια από σφαγμένο γουρούνι ζωντανά, και να περπατάνε χάμω. Άλλα δε ζούσανε πολύ, δε ζούσανε γιατί τα ‘βγαζα εγώ που έσχιζα την κοιλιά της μάνας τους να πούμε. Την έσχιζα και ήτανε ζωντανό. Μποράει να ζήσει αγέννητο; Δεν το ΄χε γεννήσει η μάνα του παρά ανοίξαμε την κοιλιά εμείς και βγήκανε. Μποράγανε να ζούνε πάνω από πέντε-δέκα λεπτά, μισή ώρα το πολύ; Πώς τα λυπόμουνα.
Λοιπόν τα βάζαμε τα σφαγμένα μέσα σε ζεματιστό νερό κι όταν εθέλαμε για να τα βγάλουμε επιάναμε π.χ. τις αμασχάλες του γουρουνιού και βγαίνανε αυτά.  Ήταν έτοιμο να μαδηθεί το δέρμα. Έβγαινε τούφες τούφες. Το μόνο δέρμα που χρειαζόταν ακέραιο ήταν από καπριά, εννοώ τα σερνικά τα γουρούνια. Αυτό το γδέρναμε με το μαχαίρι.
Στην Αθήνα το σωματείο ήτανε καλύτερο. Και το σωματείο είχε κανονίσει ότι αυτά τα πράματα που έπρεπε να σφαγούνε δεν έπρεπε να τρέχουμε μες στις μάντρες να πάμε να τα πάρουμε. Ήτανε κάτι άλλοι τσομπάνηδες οι οποίοι τα φέρνανε στα σφαγεία εκεί μέσα. Και τα κλείνανε στον καναρά κι ήτανε έτοιμα να πάει ο εκδορεύς ή ο χασάπης να τα σφάξει. Κι απέναντι ασφαλώς από τα σφαγεία ήτανε μάντρες, τις οποίες, άμα δεν εχωράγανε όλα τα πράματα μέσα στον καναρά, τα βάζανε μέσα στις μάντρες και πηγαίνανε πότε τα παίρνανε οι τσομπάνηδες, πότε οι χασάπηδες.
Στην Αθήνα εδούλευα στο μαγαζί του Καρκανιά μέσα στην αγορά των Αθηνών. Εκεινού τα πράματα εσφάζαμε εμείς. Εγώ είχα έναν συνάδελφο, Πιλάφα Παναγιώτη τον λέγανε, ο αρχηγός της κομπανίας, ο κουμανταδόρος. Ο οποίος, εδούλεψα μ΄ αυτόνε, κι από κείνονε να πούμε σηκώθηκα κι έφυγα και πήγα στα γραμμόφωνα.
Μερικές φορές άμαν ήτανε λίγα τα πράματα δεν εγδυνόμουνα καθόλου, δεν έγδερνα, δεν έβαζα χέρι, παρά είχα ένα μπουζούκι εκεί πέρα το ‘κρυβα εκεί πέρα. Διότι το σωματείο τα είχε όλα εντάξει. Είχανε ένα οίκημα το οποίο εβάζαμε μέσα όλα τα ρούχα, τα πανιά, τα μαχαίρια, και εκεί είχε ένα μέρος και εβάζαμε να πούμε το μπουζούκι το δικό μου.
Και καθόμουνα κι έπαιζα μπουζούκι εγώ και γδέρναν οι άλλοι, κι ότι έπαιρνε η παρέα – συνήθιζαν να είναι τρεις μεγάλοι κι ένας μικρός – το κάναμε τέσσερα μερτικά. Ο μικρός δεν έπαιρνε το ίσιο με τους μεγάλους. Αυτός έπαιρνε τα φουσκωτικά, δηλαδή αυτός έπαιρνε δυο δεκάρες, τρεις δεκάρες το φούσκωμα. Κι έτσι εγώ καθόμουν εκεί πέρα. Ήταν κι αυτοί χασικλήδες, να μιλάμε κανονικά, κάναμε και κανέναν αργιλέ εκεί και φουμέρναμε και μπουζούκι και γδάρσιμο, πενήντα εκατό πράματα. Μου ‘λεγε ο κουμανταδόρος Μάρκο κάτσε
κει, θα τα βγάλουμε μεις. Και γω τους έπαιζα.....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου