theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2015

εγκώμιον μπαρμπα-Χρηστίδη

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΚΩΣΤΑΣ ΠΕΡΔΙΚΗΣ


      Έφαγα όλο το νεκροταφείο να ψάχνω για  τον τάφο σου.
Μετά από πολλά τον βρήκα, πνιγμένο στα ξερόχορτα, σε πλήρη εγκατάλειψη.
Μόλις που φαινόταν ο σταυρός με τα μισοσβησμένα ονόματα.
Στον ίδιο τάφο, εσύ μαζί με τις τρεις αδελφές σου.
Χωρίς καντήλι, χωρίς λιβάνι.
Α ρε μπαρμπα-Χρηστίδη, να σε θυμάται τώρα κανείς;
Οι δικοί σου, αλλά και οι γνωστοί σου σχεδόν όλοι έχουν πεθάνει.
Κάποια ανιψιά, που είχες, ζει κι αυτή μακριά …
Οι νεότεροι, που τότε σε γνώριζαν, σήμερα, άλλα θα ‘χουν στο μυαλό τους.
Εμείς όμως σε θυμόμαστε και δεν πρόκειται, όσο υπάρχουμε, να σε ξεχάσουμε.
Σου χρωστάμε, άλλωστε, τόσα πολλά οι τρεις μας, εγώ, η αδελφή μου  κι ο Γιάννης ο φίλος μας.
      Από κάποια αρρώστια, μας έλεγες, έχασες το φως σου όταν ήσουνα πολύ μικρός. 
Μέχρι που "έφυγες", στα βαθιά γεράματα, όταν ερχόμουνα για διακοπές, Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρια, περνούσα πάντα από το φτωχικό σου για να σε δω.
Μ’ έψαχνες με τα χέρια σου, με ψηλάφιζες να δεις αν άλλαξα, αν μεγάλωσα όπως έλεγες και δεν σε καταδεχόμουνα πια.
Σου ορκιζόμουνα τότε πως σ’ αγαπάω όσο σ’ αγάπαγα παλιά, μπορεί και περισσότερο.
Δεν πρέπει να έχεις παράπονο.
      Όλη σου τη ζωή την πέρασες στο Πλατανούλι μαζί με τις αδελφές σου, στην ταπεινή χαμοκέλα, με την ξεραμένη γλίνα για πάτωμα.
Πολύ μεγάλη φτώχεια.
Ανύμφευτος έμεινες εσύ και ανύπαντρες εκείνες.
Η μεγαλύτερη, η θεια Βασίλω, λέγανε, δεν είχε και πολύ μυαλό…
Από όλους σας μόνο η μικρότερη, η Θοδώρα είχε μάθει λίγα κολλυβογράμματα και  μπορούσε κουτσά-στραβά να διαβάζει.
Αγόραζε ανελλιπώς κάθε βδομάδα το "Ρομάντσο" και σας το διάβαζε τα βράδια.
Ήταν η μοναδική σας πολυτέλεια.
Μάθαινες όλο το περιοδικό απ’ έξω, από την αρχή μέχρι το τέλος και μετά έφτιαχνες δικές σου ιστορίες και παραμύθια.
Είχατε πάντοτε και δυο, τρεις γίδες, που εσύ τις βόσκαγες και έτσι  βολευόσαστε με το γάλα, το τυρί και τα κατσίκια τους.
      Εκείνα τα χρόνια, στα μικράτα μας, εσύ μας συμπλήρωνες την καθημερινή μας διασκέδαση και τη χαρά μας.
Καλή η μπάλα, το κυνηγητό και οι κούνιες.
Η δική σου όμως συντροφιά για μας είχε άλλη γλύκα, ήταν  πολύτιμη.
Τύφλα να ‘χουν οι σημερινές τηλεοράσεις και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια.
Το μόνο που διαθέταμε, τότε, ήταν ένα ράδιο, κι αυτό με το ζόρι,  που έπιανε δεν έπιανε δυο τρεις σταθμούς.
Νωρίς, κάθε απόγευμα έφερνες τις γίδες σου για να βοσκήσουν στα γύρω χωράφια.
Για την ακρίβεια οι γίδες σε έφερναν, γιατί εσύ ήσουνα στα μαύρα σκοτάδια, ενώ αυτές ήξεραν τον δρόμο.
Έδενες τα ζωντανά σου από μια ελιά και ερχόσουνα ύστερα, ψαχτά με τη μαγκούρα σου, για να μας κάνεις την καθιερωμένη επίσκεψη.
"Ω ρε Κωσταντή φώναζες, που είσαι;"
Αμολιόμουνα με λαχτάρα τότε να σε προϋπαντήσω και να σε φέρω, πάνω στη βεράντα, να κάτσεις.
Αρχίζαμε αμέσως τα παρακάλια για να μας πεις τα παραμύθια και τα τραγούδια που ήξερες, αδιαφορώντας αν τα είχαμε ακούσει, τα ίδια και τα ίδια, δεκάδες φορές.
Ήταν σαν να τα ακούγαμε για πρώτη φορά.
Εσύ, άλλο που δεν ήθελες.
"Μες στο τσαντίρι μου
βρέχει, όλο βρέχει
και η άδεια τσέπη μου
φράγκο δεν έχει
τσάντι, τσαντιρά, τσάντιράκι μου
τσάντι, τσαντιρά, τσάντιράκι μου…"
Μας κάθιζες στα γόνατά σου και μας χόρευες.
Σου παίρναμε τη μαγκούρα και την κάναμε παιχνίδι μας.
Μας άφηνες να σου ανάβουμε με το τσακουμάκι τα τσιγάρα σου, τα άφιλτρα, που τότε τ’ αγόραζες δέκα-δέκα, χύμα.
      Με τον πατέρα μου ήσαστε μακρινά ξαδέλφια και καθώς εκείνος ήταν πιο μεγάλος στα χρόνια και πιο αδύναμος από σένα, σε είχε πάντοτε το δεξί του χέρι στις βαριές δουλειές.
Φόρτωνες τα βαριά σακιά με τις ελιές ή το αραποσίτι στο γαϊδούρι του, πάταγες με τις ώρες τα σταφύλια στον λινό, όταν τρυγάγαμε το αμπέλι και μετά γύριζες τη βαριά τσιπουριά.
Ξεφύλλιζες τα καλαμπόκια, από τα φλίτσια , έξυνες τις κούκλες με την ξύστρα για να βγει ο καρπός από τα λουμπούσκια και ύστερα, αργά το απόγευμα, όταν έπιανε το αεράκι τον λίχναγες.
Έκανες τις δουλειές, τέλεια, σαν να μην σου έλειπε το φως.
      Τον Αύγουστο, η παρέα μας μεγάλωνε, γιατί ερχότανε για διακοπές, ο Κώστας ο ξάδελφός μας.
Μαζί με μας είχες χαρά κι εσύ, σαν επίτιμο μέλος της συντροφιάς μας.
Εκείνος, πάλι, μας θάμπωνε και μας εντυπωσίαζε κάθε καλοκαίρι, όλο και με κάποιο καινούργιο παιχνίδι.
Έστηνε αληθινές παραστάσεις Καραγκιόζη, κρεμώντας για μπερτέ ένα παλιό σεντόνι της μητέρας μας, ανάμεσα στις δυο κολώνες, στον χώρο κάτω από τη βεραντούλα μας.
Ζωγράφιζε τις φιγούρες, τις κόλλαγε στα χαρτόνια και μετά τις έκοβε με μαεστρία ώστε να είναι έτοιμες για το βράδυ.
Όσο μπορούσα τον βοηθούσα κι εγώ.
Με το που σκοτείνιαζε άρχιζε το πανηγύρι.
Θεατές ήμαστε εμείς τα παιδιά, οι γονείς μας και φυσικά εσύ, που δεν μπορούσες να λείπεις.
Μόνο που εσύ τα λόγια μόνο άκουγες, ενώ τα υπόλοιπα τα φανταζόσουνα.
Με τον ίδιο τρόπο ζούσες και τις ταινίες, που εμείς βλέπαμε στον θερινό σινεμά και που την άλλη μέρα μας έβαζες να στις διηγούμαστε με το νι και με το σίγμα.
      Τις Κυριακές και τις γιορτές, πιασμένος από τον ώμο του πατέρα μου, πήγαινες μαζί του στην εκκλησία.
Φόραγες την καλή σου μπόλκα και το άσπρο πουκάμισο, κουμπωμένο μέχρι πάνω, όλα καθαρά και μισοφορεμένα πρώτα από τον μεγάλο σου αδελφό, τον λάλα σου όπως συνήθιζες να τον λες, που ζούσε σε άλλη πόλη.
Ήξερες τα περισσότερα τροπάρια και τα σιγοψιθύριζες όμορφα.
      Ήσουν τόσο καλός ρε μπαρμπα-Χρηστίδη…
Αν υπάρχει Παράδεισος, σίγουρα εκεί μέσα θα κατοικοεδρεύεις τώρα.
Ο καλός Θεούλης, που πάντα τον πίστευες βαθιά, θα σου έχει ξαναδώσει το φως σου.
Θα μας βλέπεις εδώ κάτω και θα χαμογελάς ευχαριστημένος, που με τόση αγάπη συνεχίζουμε να σε θυμόμαστε.
Θα έχεις και κει φτιάξει την παρέα σου και θα τους λες τις ιστορίες και τα τραγούδια σου.
Σε φαντάζομαι ακόμη, να βόσκεις τις γίδες σου, τις αγαπημένες, με τις ώρες, εν τόπω χλοερώ του Παραδείσου…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου