H τέχνη δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια διαδικασία που οδηγεί το σκεπτόμενο άτομο στο να γνωρίσει τον εσωτερικό του κόσμο, αφενός, και το εξωτερικό του περιβάλλον, αφετέρου, για να μπορέσει τελικά έτσι να ισορροπήσει μεταξύ αυτών των δύο.
Η ποίηση, ειδικότερα, είναι κάτι το ευρύ. Γενικά, είναι η αιτία για να περάσει το ο,τιδήποτε από την κατάσταση του μη όντος στην κατάσταση του όντος. Έτσι, οι εργασίες που βρίσκονται υπό την εποπτεία όλων γενικά των τεχνών είναι ποιήσεις και οι εργαζόμενοι σε αυτές είναι ποιητές.
Πλάτωνας – Συμπόσιο.
Η ποίηση είναι η αιμάσσουσα κραυγή των ερώτων μας. Το «αιμάσσουσα» περιέχει την οδύνη και την αγωνία. Το «ερώτων μας» περιέχει τη χαρά και το άπλωμα της ζωής.
Τάσος Γεμενής – Στα κάτεργα της έκφρασης
Ας μη λησμονούμε, όμως, ότι το ποίημα, δηλαδή το έργο της τέχνης του λόγου (αλλά κατ΄ επέκταση και κάθε άλλο έργο τέχνης), ορίζεται και ως ο λόγος, η τελειότητα του οποίου έγκειται στο κάλλος, στην αισθητική μορφή και όχι πάντα στην φιλαλήθεια, στο νοητικό του περιεχόμενο.
Αλεξάντερ Μπαουμγκάρτεν.
Είναι μεγάλο ανθρώπινο λάθος, ιδιαίτερα γι΄ αυτούς που παίρνουν κάθε είδους απόφαση, «η παραμορφωτική αρθρίτιδα που έχει δημιουργηθεί (στο περιβάλλον) εξ αιτίας μιας μακράς και συνεχούς τακτικής, να εκλαμβάνεται σαν η μόνη φυσιολογική διέξοδος»
Ελύτης – Τα δημόσια και τα ιδιωτικά.
Ηεπιστήμη πρέπει να καθησυχάζει, η τέχνη να ενοχλεί.
Ζορζ Μπρακ
Η ποίηση, ειδικότερα, είναι κάτι το ευρύ. Γενικά, είναι η αιτία για να περάσει το ο,τιδήποτε από την κατάσταση του μη όντος στην κατάσταση του όντος. Έτσι, οι εργασίες που βρίσκονται υπό την εποπτεία όλων γενικά των τεχνών είναι ποιήσεις και οι εργαζόμενοι σε αυτές είναι ποιητές.
Πλάτωνας – Συμπόσιο.
Η ποίηση είναι η αιμάσσουσα κραυγή των ερώτων μας. Το «αιμάσσουσα» περιέχει την οδύνη και την αγωνία. Το «ερώτων μας» περιέχει τη χαρά και το άπλωμα της ζωής.
Τάσος Γεμενής – Στα κάτεργα της έκφρασης
Ας μη λησμονούμε, όμως, ότι το ποίημα, δηλαδή το έργο της τέχνης του λόγου (αλλά κατ΄ επέκταση και κάθε άλλο έργο τέχνης), ορίζεται και ως ο λόγος, η τελειότητα του οποίου έγκειται στο κάλλος, στην αισθητική μορφή και όχι πάντα στην φιλαλήθεια, στο νοητικό του περιεχόμενο.
Αλεξάντερ Μπαουμγκάρτεν.
Είναι μεγάλο ανθρώπινο λάθος, ιδιαίτερα γι΄ αυτούς που παίρνουν κάθε είδους απόφαση, «η παραμορφωτική αρθρίτιδα που έχει δημιουργηθεί (στο περιβάλλον) εξ αιτίας μιας μακράς και συνεχούς τακτικής, να εκλαμβάνεται σαν η μόνη φυσιολογική διέξοδος»
Ελύτης – Τα δημόσια και τα ιδιωτικά.
Ηεπιστήμη πρέπει να καθησυχάζει, η τέχνη να ενοχλεί.
Ζορζ Μπρακ
ΟΙ ΛΑΣΙΘΙΩΤΙΚΕΣ ΠΑΤΑΤΕΣ
ΚΑΙ Η…ΚΕΡΑ ΕΥΤΕΡΠΗ
Για την Κρήτη και το Λασίθι, τι να πω και τι να τραγουδήσω!!! Σε τούτες εδώ τις στήλες του προηγούμενου τεύχους με τη «Λασιθιώτικη Κουρά» η μικρή αφεντιά μου πρόσθεσε ένα τόσο δα πετραδάκι στο τεράστιο μεγαλείο τους!
Με το τωρινό μου γραφτό θα αναφερθώ σε μια άλλη σελίδα από ένα άλλο κομμάτι της λεβεντογέννας Κρήτης. Και τούτο είναι ηρωικό και αδούλωτο. Τις προάλλες τραγούδησα τους βοσκούς και τους τσοπαναραίους, τα στοιχειά του βουνού, τώρα πρωταγωνιστές θα είναι οι γεωργοί του οροπεδίου, του Λασιθιού και η Κερά. Για την Κερά Ευτέρπη είμαι σίγουρος ότι θα εγκρίνετε και ως προς τους γεωργούς μια και θα πιαστώ με την καλλιέργεια της πατάτας,[1] ίσως σε πολλούς το θέμα να φαντάζει ταπεινό. Όμως λαθεύουν για δύο λόγους:
· Πρώτον οι πατάτες εδώ και 180 χρόνια είναι η κύρια καλλιέργεια σε όλο το Λασίθι και μαζί με τις πατάτες του Νευροκοπίου[2] αποτελούν τις τοπ πατάτες στη χώρα.
· Δεύτερον οι πατάτες από την εποχή των Ίνκας και Αzτέκων είναι ένα από τα βασικότερα τρόφιμα του ανθρώπου.
Κι ας αρχίσω, γιατί το τέλος με την αρχή και το πάνω με το κάτω μπλέκονται στα πράμματα της Κρήτης. Από τους κοχλιούς μέχρι το οφτό κατσίκι, τον πολιτισμό μέχρι την ιστορία της έως τα βάθη των αιώνων και από τον πεντοζάλη και τη λύρα μέχρι το Βενιζέλο και τον Καζαντζάκη.
Νάμαι λοιπόν στις 12 το μεσημέρι στο σταθμό του ΚΤΕΛ στο Ηράκλειο, φορτωμένος με όλα τα σχετικά και αναγκαία. Προορισμός το οροπέδιο του Λασιθίου. Tο Λασίθι με τις δεκαοχτώ χάντρες του, σαν κομπολόι. Τα δεκαοχτώ χωριά[3] του περιμετρικά γύρω-γύρω, στη μέση ο κάμπος και γύρω τα βουνά της Δίκτης. Ήξερα από την Αθήνα ότι για το Λασίθι από το Ηράκλειο υπήρχαν εβδομαδιαίως έξι δρομολόγια. Τρία να πας, και τρία να επιστρέψεις Δευτέρα, Παρασκευή και Κυριακή. Το πρακτορείο ένα παλιό κτίριο, κοντά στη θάλασσα, στο βόρειο μέρος της πόλης. Κι αυτό ακολουθεί την αντίστοιχη μοίρα των απανταχού πρακτορείων στη χώρα. Χώροι μικροί για τις ανάγκες της πόλης του πενήντα. Από δω για Ρέθυμνο, από εκεί για Τυμπάκι, για Άγιο Νικόλα και τα άλλα μέρη. Γέροντες, νέοι, ντόπιοι, τουρίστες κι ό,τι καρυδιάς καρύδι θες. Ανακατεμένος ο ερχόμενος. Το Λεωφορείο θα έφευγε σε δυο ώρες. Τι να έκανα κι εγώ, πάω και κάθομαι σε ένα τραπεζάκι που καθόταν ένας μαυροφορεμένος. Γέρος, νιός δύσκολο να το ξεχωρίσεις αν δε πήγαινες κοντά. Όμως τι γέρος ή νιός; Με το που έκατσα παραδίπλα συνειδητοποίησα ότι ήταν μια γυναίκα με κοντά μαυρόασπρα μαλλιά και παντελόνι. Η Κερά Ευτέρπη! Με είχε ξεγελάσει η πίπα με το τσιγάρο που δεν έβγαζε ούτε λεπτό από το στόμα και το μπουκάλι τη μπύρα που είχε μπροστά της.
Μην πολυλογώ, πιάσαμε ψιλοκουβεντούλα έτσι για να περάσει η ώρα. Το τι μεσολάβησε και τι περίπου ειπώθηκε διαβάστε το στις διπλανές στήλες, έτσι για να μη σμίγω παρδαλά θέματα μεταξύ τους και πηδάω από το ένα στο άλλο, πράγμα που πολλοί φίλοι αγαπητοί μου προσάπτουν ως μια μορφή αναρχίας στο γράψιμο.
Ας είναι…μια και ξεκινήσαμε. Τι να πω για το λεωφορείο; Όλοι καταλαβαίνετε τι μοντέλο ήταν. Όλα τα παμπάλαια, τα σαράβαλα και γενικώς τα άχρηστα
Η ΚΕΡΑ ΕΥΤΕΡΠΗ
Και τι σύμπτωση; Ήταν Λασιθιώτισα και περίμενε το ίδιο λεωφορείο. Με τα πολλά και διάφορα της λέω:
- Μα καλά, συνέχεια καπνίζεις; Δεν σε πειράζει;
-Τι να κάνω; Να ΄ξερες τη με δέρνει, αλλά και πώς να περάσει η ώρα; Να μετράω τα λεφτά που δεν έχω;
- Ε τότε θα κεράσω εγώ.
- Εσύ να κερνάς στην πατρίδα σου, γιατί εντωμεταξύ είχαμε ανταλλάξει το προοίμιο της γνωριμίας.
- Έχεις έρθει στην Αθήνα, της λέγω γιατί μού έκανε εντύπωση που δε μίλαγε καθόλου κρητικά. - Άκου να δεις, μού ανοίγεις παλιές πληγές. Αλλά αφού με κουρντάς θα στα πω έτσι σαν εξομολόγηση, να ελαφρώσω μετά από τόσα χρόνια μια και φοράς μαύρα πάνω κάτω. Άκου λοιπόν: Μέχρι τα σαράντα μου με τον άντρα μου ζούσαμε στην Αθήνα. Είχαμε ένα μικρό καφενεδάκι στην Αθηνάς και τα κουτσοβολεύαμε. Να όμως που μας έτρωγε το σαράκι. Τα χρόνια περνούσαν σαν το νερό στο ποτάμι, τόσα χρόνια παντρεμένοι αλλά τζάμπα «μας είχαν καταταραστεί όλοι οι θεοί και οι διαβόλοι» όπως μου έλεγε ο μακαρίτης ο άντρας μου. Ένας όμως μαμογιατρός κοντά στο Λυκαβητό με τα σούρτα φέρτα και αφού μας έφαγε πολλά φράγκα, μας λέει ότι «φταίει ο μολυσμένος αέρας, να πάτε στο βουνό κι όλα θα γίνουν μια χαρά» Έτσι μας έλεγε έτσι σου λέω. Αλλά εγώ πού να το πιστέψω. Είχα τις αμφιβολίες μου. Ο άνδρας μου, όμως, με έφαγε με τις μπούρδες του γιατρού. Κάθε ώρα μέρα νύχτα, να φύγουμε από την παλιαθήνα και να πάμε στο χωριό του, όπου έχει καθαρό αέρα. Μάλιστα κάποια μακρινή ξαδέλφη τού είχε πιπιλίσει το μυαλό για ένα βότανο που φυτρώνει πάνω δω στη Δίκτη. Έλεγε ότι ήταν σερνικοβότανο για όλες τις στέρφες, όχι μόνο
και τα επικίνδυνα από τον καλό κόσμο, τρομάρα μας, τα εξάγουμε στο φτωχό κόσμο. Το πώς όμως μας πήγαινε και αναλόγως με τον στενό και ανηφορικό δρόμο, όλο στροφές και παγίδες, τόσο γρήγορα, φουσέκι, ήταν ένα μεγάλο ερωτηματικό. Ο κυρ-Γιάννης χρόνια στο τιμόνι και στο κουρμπέτι. Επίσης είναι περιττό να αναφερθώ στους επιβάτες και στην ηλικία τους. Όλοι και όλες απόμαχοι της ζωής, γερόντια κουρασμένα μεν αλλά ζωντανά και περήφανα. Βλέπετε οι άλλοι, ντόπιοι και ξενομερίτες έχουν ΙΧ και πηγαινοέρχονται Λασίθι-Ηράκλειο σε μιάμιση ώρα όταν το λεωφορείο κάνει δυόμιση και βάλε. Άλλη περίπτωση και τούτη η ανάπτυξη με τα αυτοκίνητα να έχουν τον πρώτο λόγο παντού. Έτσι που λέτε, καθώς περάσαμε από μπόλικες στροφές σαν σίγμα τελικό και δίπλα από χαράδρες και ρεματιές, αφήνοντας πίσω τα ωραία χωριά με το όνομα και τη χάρη: Μοχός, Κράσι, Κερά, στο έμπα του οροπεδίου, συναντάμε 26 παλιούς πέτρινους ανεμόμυλους. Εδώ, ΄΄στον αυχένα τση Αμπέλου΄΄, όπως το λένε, παλιά άλεθαν το σιτάρι και το κριθάρι οι κάτοικοι του οροπεδίου και της γύρω περιοχής. Και νάμαστε ψηλά στο Λασίθι, το οροπέδιο μπροστά μας, επιβλητικά ωραίο και περήφανο. Ιδού τα στοιχεία της ταυτότητάς του:
§ Το σύνολο του κάμπου στο οροπέδιο είναι 30.000 στερέματα, περίπου. Από αυτά αρδευόμενα είναι 15.000 στρέμματα.
§ Τα 5.000 καλλιεργούνται διάφορα κηπευτικά. Ντομάτες, φασολάκια, κολοκύθια, μελιτζάνες, πιπεριές, σέλινο, μαρούλια, παντζάρια αλλά και κουνουπίδι, μπρόκολο, λάχανο που αντέχουν όλο το χειμώνα.
§ Τα υπόλοιπα 10.000 καλλιεργούνται πατάτες
§ Τα χωράφια τετραγωνισμένα, το πολύ μέχρι 4-5 στρέμματα το καθένα.
§ Σε κάθε χωράφι υπάρχει ένας ανεμόμυλος που αντλούσε νερό από το πηγάδι. Υπάρχουν 3000 περίπου τέτοιοι ανεμόμυλοι. Παλαιότερα υπήρχαν τριπλάσιοι. Όλοι είναι ίδιοι και έχουν το αυτό ύψος, περίπου 5 με 6 μέτρα . Κι αυτό διότι έχουν κατασκευασθεί από ντόπιους μαστόρους. Πρωτοεμφανίστηκαν το 1890, αλλά τώρα πλέον δεν χρησιμοποιούνται. Τη θέση τους έχουν πάρει οι μαλκότσι πετρελαιομηχανές και τώρα τελευταία τα μοτέρ με ηλεκτρικό ρεύμα, αλλά το νερό στα πηγάδια έχει τραβηχτεί και είναι πολύ λίγο. Απλά τώρα οι ανεμόμυλοι στέκουν όρθιοι με
γυναίκες αλλά και γίδες.
(Δική μου παρένθεση: είχε μπερδέψει τις ιδιότητες του θρυλικού Δίκταμου. Το Δίκταμο
ή Έρωντας ή Στοματόχορτο είναι ενδημικό φυτό, πολυτιμότατο από την αρχαία εποχή με πολλές ιδιότητες μεταξύ των οποίων αντισηπτικές και ανθελμινθικές. Ήταν αφιερωμένο στη θεά Άρτεμη, επειδή βοηθούσε στους τοκετούς και γι αυτό ένα άγαλμα της θεάς είναι στεφανωμένο με Δίκταμο. Ο Ιπποκράτης γράφει: «Αι εν Κρήτη Αίγες όταν τοξευθώσι, ζητούσιν ως έοικεν, τον δίκταμον τον εκεί φυόμενον όταν γαρ φάγωσιν, ευθύς εκβάλουσι τα τοξεύματα »
- Με τα πολλά, του λέω «πήγαινε εσύ πρώτα και μετά έρχομαι κι εγώ» Αλλά πού να με αφήσει; Ούτε ώρα. Μαζί στο καφενείο νύχτα- μέρα. Και μπιρ-μπιρ συνέχεια ώσπου μονολογούσε μοναχός και στο ξύπνιο του και στον ύπνο του. Έδωσε, πήρε, δύο, τρία χρόνια το ίδιο βιολί - βιολάκι μέχρι που λέω άει σειχτίρ εγώ τα είδα τα καζάντια μου. Έτσι μια ωραία μέρα, που να μην έσωνε, μαζεύουμε τα μπογαλάκια μας και γίναμε καπνός από την Αθήνα.
- Και μετά τι κάνατε, τη ρωτάω με αγωνία γιατί την έβλεπα που κάθε τόσο αναστέναζε λέγοντας: «αχ ρε άγγελέ μου – αχ ρε Απολλόδωρε» - Είπαμε θα στα πω γιατί μου φαίνεσαι καλός άνθρωπος. Επί έξι μήνες λοιπόν συνέχεια ο άντρας μου γυρνούσε στα γύρω βουνά και μάζευε κείνο το βότανο κι εγώ να το πίνω συνέχεια, δέκα ποτήρια την ημέρα μέχρι που μύριζα ολόκληρη σαν τα σκολιάμπρια, τα ξέρεις; Αλλά που. Τίποτα! Τότε είναι που φούντωσαν οι αμφιβολίες μου. Εγώ ,άνθρωπέ μου στο ποτήρι που πίνω ήμουνα κατσαρόλα που
κοχλάζει. Το καταλάβαινα. Με ένα τσακ άναβα, το βλεπα ότι κάτι άλλο φταίει. Στα σαράντα και βάλε το έπιασα το πράγμα. Τα σπόρια του αντρός μου ήσαν κούφια. Αλλά και τι να κάνω; Θα με σκότωνε ο κρητίκαρος. Άκου
τον σιδερένιο σκελετό τους και την μεγάλη φτερωτή χωρίς πανιά. Φαντάζουν σαν μεγάλα σκιάχτρα που τα τοποθετούν οι αγρότες στα αμπέλια και στα μποστάνια για να προγκάνε τα πουλιά. Είναι σαν ένα στόμα εντελώς ξεδοντιασμένο. Ενώ τότε παλιά, ντυμένοι με άσπρα πανιά φάνταζαν σαν ένα απέραντο σμήνος λευκές πεταλούδες.
§ Στις άκρες των αγροτικών δρόμων φυτρώνουν χιλιάδες κλώνοι Μάραθου. Το ίδιο περίπου και στα χωριά. Ενώ σίρριζα στους τοίχους των σπιτιών στα χωριά, όλων των δρόμων εκφύονται χρωματιστά ΄σκυλάκια΄ παρόλη την ξηρασία.
(Στο τέλος αυτού του μικρού πονήματος ως αφιέρωμα στις ωραίες εποχές των ανεμόμυλων είναι γραμμένο ένα μικρό ανέκδοτο.)
Κατά την ενετοκρατία και μετά το Λασίθι ήταν ο κύριος σιτοβολώνας του νησιού.
Οι πατάτες που σε όλα τα νεώτερα χρόνια είναι η κύρια καλλιέργεια τη φυτεύουν τον Μάιο με Απρίλιο και τη μαζεύουν κυρίως τον Αύγουστο, που εδώ πρέπει να καλείται Πατάτας. Έχουν τρείς ποικιλίες: Σπούντα, Κένεμπεκ και τώρα τελευταία Φάπουλα. Η πρώτη είναι κιτρινόσαρκη και η δεύτερη λευκόσαρκη. Η Φάπουλα υπερτερεί των άλλων στο ότι δεν την προσβάλει ο Νηματώδης[4] ή Χρυσονηματώδης. Είναι φυτό που χρειάζεται αρκετό νερό, οπότε την ποτίζουν δύο φορές την εβδομάδα. Εδώ το πότισμα γίνεται με τεχνητή βροχή. Υπόψη στην Κύπρο αυτός ο τρόπος θεωρείται πλέον παραδοσιακός και χρησιμοποιείται το μοντέρνο σύστημα με τους εκτοξευτήρες χαμηλής πίεσης.
Παλιότερα όλα τα μέλη της οικογένειας, από όλη την Κρήτη ακόμη και την άλλη Ελλάδα επιστρατεύονταν την ημέρα της συγκομιδής. Σωστό πανηγύρι. Για το μάζεμα σε όλα τα χωριά μαζεύονται εργάτες από όλη την ανατολική Κρήτη κι από όλες τις φυλές των Βαλκανίων, Αλβανοί, Βούλγαροι, Ρουμάνοι[5]. Από ένα στρέμμα θα πάρουν κοντά στους
όμως τι μπήκε στο μυαλό μου. Να με κόψει μαύρη χολέρα, αν λέω το παραμικρό ψέμα. Βέβαια δεν του είπα ποτέ τίποτες, τον είχα πάντα εικόνισμα, όχι μόνο όσο ζούσε αλλά και μετά το φευγιό του. «Μανώλη» του λέω ένα βράδυ που γύρισε ψόφιος από το βουνό, «δεν πάει άλλο, δε κάνουμε τίποτα, το μόνο που μας μένει είναι να πάμε στο μοναστήρι να ξομολογηθούμε και να μας αγιάσει ο ηγούμενος. Δε βλέπω άλλη λύση. Αν δεν θέλει ο θεός, βασανιζόμαστε τζάμπα» Πες-πες τελικά τον έπεισα και ένα απογευματάκι παρουσιαστήκαμε στο μοναστήρι και να μην στα πολυλογώ, πιάνουμε τον καλόγηρο και του λέμε τον καημό μας. «Πάτερ μου άλλη ελπίδα δεν μας έμεινε, μόνο ο Θεός» Και μας λέει΄«Τέκνα μου, εγώ να σας ξομολογήσω κι ο Θεός θα δώσει τη χάρη του» Πρώτα πήγε ο άντρας μου και μετά εγώ. Έπεσα στα πόδια και του λέω: «άγιε μου ηγούμενε, αυτό κι αυτό συμβαίνει» Του τα είπα όλα με το νι και με το σίγμα, τούπα για το βότανο και στο τέλος για τα κούφια σπόρια. «Άκου μου» λέει ο άγιος άνθρωπος, «κάθε βράδυ να πέφτετε στα γόνατα και να παρακαλάτε το Θεό κι αυτός θα σας λυπηθεί γιατί είναι φιλεύσπλαχνος» «Να με συμπαθάς» του λέω «αυτά και πολλά άλλα τα κάνουμε επί δέκα χρόνια. Εξήντα εκκλησίες και εξωκλήσια έχω ζώσει η κακομοίρα με κερένια κλωστή αλλά τζίφος» Εκείνη τη στιγμή κι ενώ τρανταζόμουν βγάζω κι ακουμπώ στο χέρι του ένα χρυσό σταυρό και ένα ρολόι και του λέω ανάμεσα στα αναφιλητά μου, «Πάτερ δεν έχω τίποτα άλλο, βάλτα στην εικόνα της Παναγιά για να με συγχωρέσει ο Θεός. Πώς να στο πω; Εγώ ξέρω πια είναι η γιατρειά μια κι έξω, και στο άψε- σβήσε, αλλά φοβάμαι την αμαρτία. Όμως εάν εσύ μου δώσεις άφεση ο Θεός θα κάνει στραβά μάτια. Για μια φορά το ζητάω πάτερ μου η κακομοίρα» Και δώστου που λες λυγμούς και παρακάλια μέχρι που μου λέει ο άγιος άνθρωπος: «Τέκνο μου
τρις με τρεισήμισι τόνους πατάτες. Κι αν το χωράφι είναι παρθένο μπορεί και τέσσερις. Πρωί-πρωί μπαίνει το τρακτέρ όπου με ένα ειδικό απλό μηχάνημα που σέρνει ξεμπροστιάζει τις πατάτες. Τις βγάζει στην επιφάνια κι αρχίζουν οι άνθρωποι να τις μαζεύουν. Κάθε κτηματίας, παραγωγός έχει καμιά εικοσαριά λαστιχένια κοφίνια, που μέσα έβαζαν τις πατάτες. Είναι σαν τα ζεμπίλια που χρησιμοποιούσαν στην οικοδομή. Όταν αυτά γέμιζαν, ένας τα άδειαζε στα πλαστικά σακιά, που τα είχαν όρθια στη διπλανή αυλακιά. Η εικόνα με τα σακιά ήταν πολύ συμβολική. Το ένα παραδίπλα στο άλλο έμοιαζαν σαν τα αγάλματα των ηρώων του Εικοσιένα που έχουν στήσει στο Πεδίον του Άρεος.[6] Ο μπάρμπα Μήτσος, που έτυχα στον αγρό του την ημέρα της συγκομιδής είχε στη δούλεψη του πέντε εργάτες. Δυο Ρουμάνους, δυο Βούλγαρους και έναν Αλβανό, τον Πέτρο ή Πετράν όπως τον καλούσαν. Ο μπάρμπα Μήτσος είχε έρθει σε νταραβέρι με τον Πετράν κι αυτός είχε κανονίσει με τους υπόλοιπους. Καθένας θα έβαζε με το μυαλό του ότι ο Πετράν θα έπαιρνε και σχετική μίζα. Δικαιολογημένα λοιπόν ρώτησα το βράδυ με τρόπο βεβαίως έναν άλλο Ρουμάνο, που τα ψιλοπίναμε. «Αποκλείεται, μου είπε, εδώ δε μένει τίποτα κρυφό. Θα του κόβαμε το κόλο με τούτο » κουνώντας πέρα δώθε ένα κρητικό μαχαίρι[7]. Το μεροκάματο ήταν 40 ευρώ, χωρίς γι αυτό να είμαι σίγουρος, καθότι όποιον ρώτησα, Έλληνα ή αλλοδαπό μου απαντούσε με άλλα λόγια να αγαπιόμαστε. Εκείνη την ημέρα στον αγρό είμαστε κι άλλοι πέντε νοματαίοι, συγγενείς άλλοι κοντινοί κι άλλοι παραέξω, που μαζεύαμε πατάτες με τη ρέγουλα. Κάθε τόσο πιάναμε τον ίσκιο, αν και εκείνη η ημέρα ήταν ότι έπρεπε, δροσερή με λίγα σύννεφα. Στις δέκα πήραμε το κολατσιό. Ψωμί, τυρί, ντομάτες και κρασί και στις μία περίπου, το μεσημέρι, η Μαριώ, η κόρη του Μπάρμπα Μήτσου, έφερε το φαγητό. Ψητό κοτόπουλο στο φούρνο με πατάτες. Εν τω μεταξύ είχε έρθει κι ο Αδάμης με το μικρό φορτηγό που θα μετάφερε τα σακιά στην αποθήκη. Κάτω από τη μουριά και δίπλα στον ανεμόμυλο στρώσαμε τραπέζι. Το κρασί έδινε και έπαιρνε και από κοντά νάσου και το κέφι. Τα μάτια κοκκίνισαν και τα πνεύματα ανακατεύτηκαν. Σε λίγο όλοι μερακλώσαμε. Γεια σου ρε Μπάρμπα Μήτσο με τις πατάκες σου, άντε πες καμιά μαντινάδα.
αμαρτία ξομολογούμενη ούκ έστιν αμαρτία, τι να κάνουμε όλα σε τούτη εδώ την πλάση είναι του θεού και τα καλά και τα στραβά, να ξέρεις ότι όλα τα ανήθικα και τα βλαβερά είναι ωραία και απολαυστικά. Προχώρα κυρά μου
κι ο Θεός ξέρει και παραξέρει».
- Αχ άγιε πατέρα, ο άνδρας μου θα με σκοτώσει, άσε που εδώ στα χωριά δε γίνεται γιατί θα μαθευτεί αμέσως. Τι να κάνω η καημένη; Δεν με αφήνει να πάω πουθενά»
- Εμ τότε ο Θεός δεν εγκρίνει, γι αυτό κάτσε στα αυγά σου.
Εγώ εκεί…. Είχα μάθει ότι το μοναστήρι είχε τέσσερις γερόντους και έναν νέο δεκαοχτάρη, δόκιμο που έκανε και τις έξω δουλειές. Οπότε είχα τα σχέδια μου.
(Αυτή τη στιγμή ακολούθησε βαθειά σιωπή και περισυλλογή που τελεύτησε με ένα ποτήρι μπύρα μονορούφι).
- Αχ άνθρωπέ μου, την κόλαση την ήξερα από τα παιδικά μου χρόνια στο ορφανοτροφείο αλλά τον παράδεισο μια και μοναδική φορά τον είδα. Χιλιάδες Χερουβίμ και Σεραφείμ παιάνιζαν και τραγουδούσαν.. Αχ ρε Απολλόδωρε να είσαι καλά εκεί που είσαι.
(Απολλόδωρος ήταν ο 18αρης …ο αρχιχερουβίμ που διακόνησε την κυρά στα ύψιστα εγκόσμια σε μια υπερκόσμια ανάταση).
Και έτσι για να τελειώνουμε, αναφέρω την κατάληξη αυτής της ιστορίας, όπως μου ειπώθηκε από την πρωταγωνίστρια, την Κερά κι αρχόντισσα.
Αμέσως μετά το συμβάν που έλαβε χώρα ιεροκρυφίως σε ένα μικρό και ανήλιαγο κελί, ο μοιχός Απολλόδωρος έφυγε άρον–άρον, κάπου στο Άγιο Όρος, λένε. Και η μοιχαλίδα …ούτε γάτα ούτε ζημιά. Σε εννιά μήνες γέννησε ένα αγοράκι μέσα σε χαρές και πανηγύρια του …..μπαμπά κερατά. Δυστυχώς η μοίρα άλλα έγραφε. Σε δυο χρόνια πέθανε το παιδί κι αμέσως σε έξι μήνες πάει και ο μπαμπάς. Κι έτσι που λέτε η κακορίζικη Κερά Ευτέρπη, έρμη και μοναχή, σαν καλαμιά στο οροπέδιο, έγινε καντηλανάφτησα στο μοναστήρι.
Αλί και τρισαλί!!!
Κι αρχίζει ο γερο Κρητίκαρος, ο λύκος [8]:
Μα ρέσουνε τα μάτια σου/αν είναι και κλαμένα
και η καρδιά σου να πονεί/μα να πονεί για μένα.
Τα μάτια σου είναι δικαστές
προέδροι τα μαλλιά σου
που με καταδικάσανε
νάμαι στην αγκαλιά σου.
Όλα καλά και ωραία, αλλά τα σακιά έπρεπε να μεταφερθούν. Κι αυτό ήταν παιχνιδάκι για τους γεροδεμένους άνδρες. Στο τάκα-τάκα ο γερο Αδάμης με το αμάξι και τα τέσσερα παλικάρια, σε μια ώρα όλα ήταν στην εντέλεια. Κοντά στις 3μ.μ οι πατάτες είχαν μεταφερθεί στην αποθήκη και όλοι εμείς σιγά-σιγά παίρναμε το δρόμο για το χωριό.
Οι πατάτες μένουν στην αποθήκη 3 με 4 μήνες[9] για να πιάσουν τιμή, καθότι η τιμή το καλοκαίρι είναι πολύ χαμηλή, κοντά στα 30 λεπτά. Εδώ στο Λασίθι έχει τέτοιο κλίμα και τέτοιες χαμηλές θερμοκρασίες που οι πατάτες δυνατό να μείνουν στην αποθήκη και μέχρι πέρα το Μάρτη. Μεγάλος εχθρός της πατάτας στην αποθήκη είναι η Φθοριμαία. Ένα σκουλίκι που μπαίνει μέσα στην πατάτα, αναπτύσσεται ο κύκλος και τελικά η πατάτα χαλάει και βρωμά πολύ έντονα. Μέχρι πρότινος χρησιμοποιούσαν Μαλαθείο σε σκόνη, τώρα λένε πως έχει αποσυρθεί(;) Επίσης αρκετοί παραγωγοί για να εμποδίσουν να βγάλουν φύτρες χρησιμοποιούν αποφυτρωτικό.[10]
Και έτσι με τα πολλά, άλλα τερπνά και άλλα ωφέλιμα(;) οι πατάτες φθάνουν στην κατανάλωση…
Το ανέκδοτο: Η λειτουργία των ανεμόμυλων απαιτούσε αρκετούς κόπους μαζί με τη σχετική επιδεξιότητα. Για κάθε χρήση, προκειμένου να γεμίσει η τσιμεντένια στέρνα με αρδευόμενο νερό, έπρεπε να απλώσουν τα πανιά δένοντάς τα στα φτερά της φτερωτής και μετά να τα μαζέψουν. Έπρεπε να αναρριχηθούν στο σιδερένιο σκελετό και να φθάσουν τη φτερωτή εκεί ψηλά στα 4-5 μέτρα . Όποιος ήταν νέος τα κατάφερνε μια χαρά , οι γέροντες όμως;
Μια φορά λοιπόν ένας ηλικιωμένος παπάς του Οροπεδίου, συνετός και σώφρων με μια εύθυμη και εύστοχη, χωρατατζίδικη διάθεση του χαρακτήρα ήθελε να δέσει τα πανιά, αλλά του ήταν πολύ δύσκολο. Καλεί λοιπόν τη 17χρονη Μαριώ που πότιζε στο διπλανό χωράφι. Λέγοντας:
- Ε. βρε Μαριώ δεν έρχεσαι να ανέβεις και στο δικό μου ανεμόμυλο, να δέσεις τα πανιά;
- Τι λες παπά; Είσαι πολύ πονηρούλης. Για να δεις τη βράκα μου;
- Ε….τότενε βγάλτη.
( Να το ακούσετε να το λέει ο φίλος και συνάδελφος Ζαχάρης Σωμαράς από το Μέσα Λασιθάκι που λέγαμε και δεν θα σας μείνει άντερο!!! Κρητίκαρος με όλα του.)
Θεόδωρος Κόλλιας
[1] Η πατάτα, ο στρύχνος ο κονδυλόρριζος, γνωστή και ως "γεώμηλο", είναι φυτό με την επιστημονική ονομασία Solanum tuberosum που ανήκει στην οικογένεια Σολανίδες (Solanaceae). Περιέχει άμυλο, είναι πλούσια σε υδατάνθρακες και είναι μεγάλης θρεπτικής αξίας. Είναι φυτό ιθαγενές των υψιπέδων του Mεξικού, του Περού, της Xιλής και της Kολομβίας, περιοχές όπου ζούσαν Iνδιάνοι, Ίνκας, Aζτέκοι. Είναι ευρύτατα διαδεδομένη στην Ελλάδα και τρώγεται ως βασικό τρόφιμο. Στη χώρα μας εισήχθη επί Ιωάννη Καποδίστρια. Στην αρχή καλλιεργήθηκε σε περιορισμένη κλίμακα, πειραματικά, στην περιοχή της Tίρυνθας. Λέγεται μάλιστα ότι ο Ιωάννης Καποδίστριας λόγω της επιφυλακτικότητας των Ελλήνων προς το νέο τρόφιμο τις κλείδωνε σε αποθήκες τις οποίες εσκεμμένα άφηνε αφύλακτες την νύχτα, ώστε να μπορεί ο λαός να τις κλέψει νομίζοντάς ότι είναι πολύτιμες. Η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που εισήγαγε την πατάτα από την Ν. Αμερική ήταν η Ισπανία το 1565 και σταδιακά ακολούθησαν και άλλες χώρες της Ευρώπης.
Στον ελλαδικό χώρο η πατάτα ήταν γνωστή στις Ιόνιες νήσους πριν από την επανάσταση του ’21. Στο νέο ελληνικό κράτος η πατάτα εισήχθη ως καλλιέργεια και τροφή λόγω του τεράστιου ενδιαφέροντος του κυβερνήτη Καποδίστρια για τον εκσυγχρονισμό της γεωργίας. Η καλλιέργεια ξεκίνησε στην περιοχή της Αίγινας με πατάτες από την Κέρκυρα και τη Σύρο μεταξύ 23 και 29 Ιανουαρίου 1828.Το 1829 ο Καποδίστριας ιδρύει στην Τίρυνθα το «Γεωργικό Σχολείο» με πρώτο διευθυντή το γεωπόνο Γρηγόριο Παλαιολόγο, ο οποίος είχε σπουδάσει σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και έτσι συνεχίσθηκε πιο συστηματικά η διάδοση της καλλιέργειας της πατάτας. Από τα ανωτέρω φαίνεται καθαρά ότι είναι μύθος το κλείδωμα των πατατών σε αποθήκες με το οποίο υποτίθεται ότι ο Καποδίστριας «έπεισε» τους Έλληνες να δοκιμάσουν την πατάτα. Τα ιστορικά στοιχεία δείχνουν τη μεγάλη ευκολία με την οποία εισήχθη η καλλιέργεια της πατάτας σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, παρά τις αρχικές δυσκολίες λόγω έλλειψης τεχνικών γνώσεων και δυνατοτήτων ή ακαταλληλότητας των εδαφών. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή μεγάλο μέρος του πληθυσμού κυριολεκτικά λιμοκτονούσε και γι' αυτό δεν μπορεί να είχε αντίρρηση σε αυτή τη νέα εύγευστη και θρεπτική τροφή.
Στον ελλαδικό χώρο η πατάτα ήταν γνωστή στις Ιόνιες νήσους πριν από την επανάσταση του ’21. Στο νέο ελληνικό κράτος η πατάτα εισήχθη ως καλλιέργεια και τροφή λόγω του τεράστιου ενδιαφέροντος του κυβερνήτη Καποδίστρια για τον εκσυγχρονισμό της γεωργίας. Η καλλιέργεια ξεκίνησε στην περιοχή της Αίγινας με πατάτες από την Κέρκυρα και τη Σύρο μεταξύ 23 και 29 Ιανουαρίου 1828.Το 1829 ο Καποδίστριας ιδρύει στην Τίρυνθα το «Γεωργικό Σχολείο» με πρώτο διευθυντή το γεωπόνο Γρηγόριο Παλαιολόγο, ο οποίος είχε σπουδάσει σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και έτσι συνεχίσθηκε πιο συστηματικά η διάδοση της καλλιέργειας της πατάτας. Από τα ανωτέρω φαίνεται καθαρά ότι είναι μύθος το κλείδωμα των πατατών σε αποθήκες με το οποίο υποτίθεται ότι ο Καποδίστριας «έπεισε» τους Έλληνες να δοκιμάσουν την πατάτα. Τα ιστορικά στοιχεία δείχνουν τη μεγάλη ευκολία με την οποία εισήχθη η καλλιέργεια της πατάτας σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, παρά τις αρχικές δυσκολίες λόγω έλλειψης τεχνικών γνώσεων και δυνατοτήτων ή ακαταλληλότητας των εδαφών. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή μεγάλο μέρος του πληθυσμού κυριολεκτικά λιμοκτονούσε και γι' αυτό δεν μπορεί να είχε αντίρρηση σε αυτή τη νέα εύγευστη και θρεπτική τροφή.
[2] Στο Νευροκόπι είναι ανένδοτοι. Οι δικές τους είναι πρώτες και πάνω από όλες. Ασυζητητί!!! Γιατί λένε η χαμηλή θερμοκρασία, κάτω από το μηδέν δημιουργεί ζάχαρα. Έτσι δεν είναι κ. Νίκο Ιώβη της πάλαι πότε Π.Π.Σ.Π. ή της Α.Α.Σ.Π.Ε και τώρα ηρωικό Πασόκο; Τουλάχιστον όχι όπως ο Τατούλης και αρκετοί άλλοι!
[3] Για το Λασίθι και τα χωριά του υπάρχει εκτενέστατη περιγραφή στα Ενθέματα της …..
[4] Είναι ένας Έλμινθας (μικρότατο σκουλήκι) που προσβάλει τη ρίζα του φυτού που αδυνατεί να βγάλει τους κονδύλους (πατάτες). Γι αυτό πολλοί παραγωγοί κάνουν απολύμανση του χώματος, αμειψισπορά με νηματοκτόνα φάρμακα. Επίσης σοβαρή αρρώστια είναι οι Μυκητιάσεις: Περονόσπορος και Αλτενάρια που ευνοούνται στην υψηλή θερμοκρασία και υγρασία. Ψεκασμούς αντιμυκητιακούς κάνουν περίπου κάθε 20 μέρες αλλά όταν οι καιρικές συνθήκες ευνοούν τους μύκητες τότε ψεκάζουν κάθε 5 μέρες
[5] Όπως που είπαν, στον Άγιο Γεώργιο μένουν μονίμως 4 οικογένειες Αλβανοί και το καλοκαίρι έρχονται για τις δουλειές από άλλα μέρη κοντά 60 Ρουμάνοι και καμιά ογδονταριά Βούλγαροι.
[6] Η φίλη μου η Λίτσα το αποκαλεί καλύτερα Αιδοίον του Πάρεος. Πράγματι τέτοιο είναι!!!
[7] Το μαχαίρι στη λάμα έγραφε: Τη Κρήτη εγώ την αγαπώ περισσότερο από σένα.
[8] Ο Μπάρμπα Μήτσος αντιπροσωπεύει ότι πιο ατόφιο και ζωντανό έχει βγάλει το οροπέδιο, το Λασίθι. Το φαντάζεστε; Στα 86 του και βάλε, όχι μόνο διαφεντεύει τους αγρούς του αλλά παντού πρώτος. Πρώτος στη δουλειά, πρώτος και στη παρέα. Στο ποτήρι; Πάνω από όλους! Κράσο, μπυράκια (όπως τα λένε) αλλά και …ευγενή ποτά: Ουίσκι, βότκα κτ.λ. Τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια στο χωριό ήταν πρόεδρος και πρώτος κομματάρχης. Ο τοίχος στο σπίτι του είναι γεμάτος με φωτογραφίες με τους τότε βουλευτάδες. Όλοι τους επιζητούσαν την συμπαράστασή του και … τα κουκιά του.
[9] Στην Κύπρο, όλα πάνε πολύ πιο μπροστά από μας. Πλέον τις πατάτες τις αποθηκεύουν σε ψυκτικούς θαλάμους. Τα σοβαρότερα πλεονεκτήματα αυτής της μεθόδου είναι η μη χρήση εντομοκτόνων και ο μεγάλος χρόνος διατήρησης, περίπου στους 7 μήνες.
[10] Τα περισσότερα στοιχεία γύρω από την καλλιέργεια της πατάτας μου τα έδωσε ο Νίκος ο Φάρσαρης, σύντεκνος στο Αγροτικό Κτηνιατρείο του Τζερμιάδου που το διαφεντεύει ο Απολλόδωρος. (Αυτός δεν έχει καμία σχέση με τον…μοιχό, απλώς έχει το ίδιο όνομα. Βεβαίως είναι παράξενο πώς ένας κληρικός δεν έχει όνομα χριστιανικό αλλά …εθνικότατο, ειδωλολατρικό. Αλλά στη Κρήτη τίποτα δεν είναι παράξενο, άλλο αν είναι κουζουλό..)