Παρατείνεται η απεργία στο μετρό της Αθήνας, επιβαρύνοντας την κοινωνική ζωή και τις οικονομικές δραστηριότητες στην πόλη. Μέσα από μιαν αντιπαράθεση που μοιάζει αδιέξοδη αναδεικνύεται και πάλι το αρχικό ερώτημα που τέθηκε πριν από τρία χρόνια, όταν η Ελλάδα βρέθηκε μπροστά στη χρεοκοπία: πώς κατανέμεται στην κοινωνία το κόστος της αναγκαίας, άμεσα αναπόφευκτης όπως προέκυψε τότε, οικονομικής προσαρμογής; Το ερώτημα είχε και διατηρεί καίρια σημασία. Διότι με την απάντηση συναρτάται το τελικό ύψος του συνολικού κόστους - με διαφορετική κατανομή θα μπορούσε να αποβεί μικρότερο - αλλά επίσης η έκταση και η διάρκεια της ύφεσης που επέφερε η προσαρμογή: δεν αποκλείεται να ήμασταν ήδη σε ανάκαμψη, με λιγότερους ανέργους.
Για την άρνησή του να δεχθεί την υπαγωγή στο ενιαίο μισθολόγιο του δημόσιου τομέα, το σωματείο που εκπροσωπεί τους εργαζόμενους στο Αττικό Μετρό επικαλείται κυρίως δύο επιχειρήματα: τη συλλογική σύμβαση που έχει υπογράψει με τη διοίκηση της εταιρείας, σε ισχύ μέχρι τον Ιούνιο, και το γεγονός ότι θα εξομοιώνονταν προς τα κάτω οι αμοιβές εξειδικευμένων εργαζομένων με εκείνες συναδέλφων τους από άλλους χώρους, οι οποίοι έχουν λιγότερα προσόντα, μικρότερες ευθύνες και λιγότερο απαιτητικούς όρους εργασίας. Στον αγώνα του δηλώνουν αλληλέγγυες οι κορυφαίες συνδικαλιστικές οργανώσεις, ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, και ιδίως τα άλλα συνδικάτα στις συγκοινωνίες που άρχισαν δικές τους απεργιακές κινητοποιήσεις αναγγέλλοντας ότι θα τις κλιμακώσουν, έχει επίσης τη στήριξη της αντιπολίτευσης (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ). Από τα συγκυβερνώντα κόμματα το ΠΑΣΟΚ υπέδειξε να εξαιρεθούν από το ενιαίο μισθολόγιο οι εξειδικευμένοι έμπειροι μηχανοδηγοί, ενώ η ΔΗΜΑΡ, υπερασπιζόμενη τη συλλογική αυτονομία, επιζητεί μια λύση που θα συγκεράσει τον θεσμό της συλλογικής σύμβασης εργασίας με τη νομοθετική ρύθμιση για το μισθολόγιο. Αλλά ο κυβερνητικός εκπρόσωπος επέμενε χθες ότι ο νόμος θα εφαρμοστεί και η απεργία πρέπει να τερματιστεί, με υπαινιγμούς που ερμηνεύονταν ως απειλή απολύσεων.