Ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος, στο βιβλίο του Σιδηρά Διαθήκη, λέει διάφορες ιστοριούλες, κωμικές και διδακτικές…
Μια από τις ωραιότερες είναι αυτή που ακολουθεί.
Επειδή η γλώσσα του POL ARCA είναι βαρειά καθαρεύουσα, και δεν διαβάζεται σήμερα, αναγκαστήκαμε να το μεταφράσουμε σε απλή γλώσσα, όπως θα τόγραφε σήμερα...
Απολαύστε το…
Διαβάστε το ξανά και ξανά, μέχρι να μπείτε στο νόημα.
Αντώνιος
ο Μεγαλοπρεπής Κυπαρισσεύς
ΤΟ ΚΛΕΜΜΕΝΟ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΓΛΥΚΟ
--Είδα έναν άνθρωπο να κάθεται στο μέσο του δρόμου και να τρώει μία τροφή που δεν την εχόρταινε!
--Τρώς-τρώς, του λέω, αλλά δεν βλέπω να χορταίνεις, ούτε να βαραίνει το στομάχι σου.
--Μου απάντησε, χωρίς να σταματήσει να τρώει:
«είναι πολύ γλυκιά η τροφή μου,
και κανείς δεν την χορταίνει,
όταν την αποκτήσει όπως εγώ…»
--Την απάντηση αυτή, την άκουσαν πολλοί άνθρωποι, που ήταν πεσμένοι στην ‘καταραμένη’ (?) άκρη του δρόμου, και ψυχοραγούσαν (έτοιμοι να πεθάνουν), οι Τίμιοι!!!
--Και φώναξαν όλοι, μισοσηκωμένοι στον αγκώνα τους, που με δυσκολία τους στήριζε:
«πρόσεξε! αυτός ο άθλιος τρώει κλεμμένο φαΐ !»
--Τότε ,κάτι παράδοξο φανερώθηκε μπροστά μου:
Ο άνθρωπος αιστάνθηκε ανακατωσούρα στο στομάχι του, και άρχισε να κάνει εμετό, και να βγάζει την γλυκιά και χωνευτική τροφή…
-- «Τί συμβαίνει, δυστυχισμένε? , τον ρώτησα..
Δηλητήριο έτρωγες, και δεν το καταλάβαινες?»
--Έβγαλε τρομερές κραυγές, και τον είδα να σφαδάζει από μεγάλους πόνους. Και περίμενα να τον δώ νεκρό, όταν ξαφνικά με ρωτά:
--« Ξανάπεσαν πάλι κάτω, εκείνοι που ονομάζονται ‘τίμιοι’??
-- «Ναι, του είπα. Δεν φαίνονται πιά…
Τί συμβαίνει? Γιατί υποφέρεις τόσο πολύ, αλλά χωρίς να πεθαίνεις???»
-- «Και γιατί να πεθάνω, τώρα που δεν ξέρει (πάλι) κανείς τί τρώω?
Ορίστε! φάε και σύ, και μη λες σε κανέναν τί είδες»
--Δέχτηκα το φαΐ που μου πρόσφερε, το δοκίμασα, αλλά το έφτυσα αμέσως…
«Είναι πικρό, του είπα ,και ξυνό»
-- «Έχεις δίκιο, μου είπε, διότι σου το πρόσφερα εγώ…
Πλησίασε τώρα, κρυφά, και κλέψε το μόνος σου..,
Κι εγώ θα κάνω πως δεν σε βλέπω…
--Επλησίασα σιγά-σιγά, έκλεψα λίγο, το ‘τσίμπησα’, και το έφαγα…
Παράξενο! Ήταν η ίδια τροφή, αλλά πόσο γλυκιά και χωνευτική ήταν τώρα…!
Τότε κατάλαβα την ηθική ποιότητα του ανθρωπίνου στομαχιού.
Μπορεί να κάνει εμετό από αηδία, το καλύτερο φαΐ,
αλλά μπορεί να χωνέψει ακόμα και το κώνειο, αρκεί να είναι κλεμμένο!!!
Σχόλια:
1. -- Ο Πολύβιος είχε μεγάλη φαντασία!!! Για να μας δείξει πως το κλεμμένο είναι πιο γλυκό, έφτιαξε ολόκληρη σκηνή. Και μάλιστα πολύ παράξενη, που θυμίζει παράδεισο και κάτω κόσμο…
Παράδεισο μας θυμίζει ο παράνομος καρπός που αν τον φας κλεμμένο είναι γλυκός, αλλά αν στον δώσουν είναι πικρός.
Και κάτω κόσμο και Κόλαση θυμίζουν οι ‘Τίμιοι’ (σε εισαγωγικά) οι οποίοι είναι πεσμένοι, σαν κολασμένοι, στην κακιά πλευρά του δρόμου, την ‘καταραμένη’.
--- Οι ‘Τίμιοι’, είναι η λέξη κλειδί της ιστοριούλας.
Είναι αυτοί που υποκρίνονται τους τίμιους, που ρουφιανεύουν και στον κάτω κόσμο, έναν που έκλεψε για να φάει, ενώ οι ίδιοι έχουν κάνει πολύ μεγαλύτερες αμαρτίες, για τις οποίες και τιμωρούνται αιώνια πεσμένοι στη γη, έτοιμη να βγει η ψυχή τους…
2. --Ένα δεύτερο που πρέπει να προσέξουμε είναι πως ο φίλος του Πολύβιου, μόλις τον μαρτύρησαν οι ‘τίμιοι’ ότι τρώει κλεμμένο φαΐ, κάνει ψέματα πως υποφέρει κι αυτός , για να τους κοροϊδέψει, για να χαρούν πως τάχα κι αυτός υποφέρει. Κάνει τον πεθαμένο, μέχρι να ξαναπέσουν κάτω, να μην τον βλέπουν…
Και μετά συνεχίζει να απολαμβάνει τη γλύκα του κλεμμένου…
Δοκιμάζει και ο Pol, και ξαναδοκιμάζει αλλά κλεμμένο, και έβγαλε το συμπέρασμα που λέμε όλοι, πως το ξένο είναι πιο γλυκό, το κλεμμένο, το παράνομο γενικώς. Δεν είναι μόνο το στομάχι, είναι ο,τιδήποτε: έρωτες, χρήματα, αντικείμενα, είναι ο πειρασμός γενικότερα…
3. --Συμπεράσματα:
Α. ---Οι λεγόμενοι ‘τίμιοι’ είναι πολύ χειρότεροι απ όσους κλέβουν για να φάνε, απ όσους κάνουν μικρές αμαρτίες.
Β. --Ο άγνωστος άνθρωπος, ό ίδιος ο Πολύβιος που έφαγε τον παράνομο καρπό, αλλά και ο κάθε αναγνώστης, όλοι εμείς, πρέπει να προσέχουμε όταν κλέβουμε για να φάμε, όταν κάνουμε ‘μικρή και γλυκιά παρανομία’ . Να μην κάνουμε επίδειξη, να την κάνουμε κρυφά. Και μάλιστα , αν μας πάρουνε χαμπάρι οι παλιάνθρωποι ψευτοτίμιοι, να παριστάνουμε πως υποφέρουμε…