«...ο έρωτάς του δεν ήταν πια χειρουργήσιμος
...ενσωματώνονταν για πάντα στη θλίψη του
...δρασκέλιζα σ’ ένα δευτερόλεπτο αιώνες πολιτισμού...
...ίσως γιατί ήταν το μόνο δωμάτιο που μου επιτρέπανε να κλειδώνω, για όλες μας τις απασχολήσεις που απαιτούσαν απαραβίαστη μοναξιά: ανάγνωση, ονειροπόληση, δάκρυα και ηδυπάθεια.
...ανέβαινα να κλάψω στο πιο ψηλό σημείο του σπιτιού, κοντά στο δωμάτιο της μελέτης, κάτω από τη στέγη, σ’ ένα καμαράκι που μύριζε ίρις και του πρόσθετε μοσχοβολιά μια άγρια μαυροσταφυλιά που ‘χε φυτρώσει απ’ έξω ανάμεσα στις πέτρες του τοίχου κι ένα λουλουδισμένο κλαδί της περνούσε περνούσε απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο.
...γιατί αύξαινα την ανησυχία μου προσπαθώντας να επιβάλω στον εαυτό μου μια γαλήνη που ήταν η παραδοχή της δυστυχίας μου.
...προσθέτοντας στη μάλλινη υφή τους μιαν άλλη ροζ βελούδινη, μιαν επιδερμίδα από φως, το είδος εκείνο της τρυφερότητας, της σοβαρής γλυκύτητας μέσα στην επισημότητα και τη χαρά, που χαρακτηρίζουν ορισμένες μουσικές σελίδες του Λόεγκριν, ορισμένους πίνακες του Καρπάτσιο, και σε κάνουν να καταλάβεις γιατί ο Μπωντλαίρ μπόρεσε να χρησιμοποιήσει για τον ήχο της σάλπιγγας το επίθετο «γλυκός».
...Η μητέρα μου αναγκάστηκε να διακόψει τη συζήτηση, όμως κι απ’ αυτή την αναγκαστική διακοπή έβγαλε μιαν ακόμη ευαίσθητη σκέψη, σαν τους καλούς ποιητές που η τυραννία της ρίμας τούς σπρώχνει να βρουν τους πιο ωραίους στίχους.
...μ’ αγαπούσαν όμως αρκετά για να μη δεχτούν να μ’ απαλλάξουν απ’ τις θλίψεις, ήθελαν να μου μάθουν να τις κυριαρχώ, για να δυναμώσουν τη νευρική μου ευαισθησία και να δυναμώσουν τη θέλησή μου.
Προσπαθούσε να βρει ένα τέχνασμα ώστε, αν δεν μπορούσε να εξαφανίσει την εμπορική χυδαιότητα, τουλάχιστον να την περιορίσει, να την υποκαταστήσει, σε μεγάλο ποσοστό, πάλι με τέχνη, να προσφέρει επάλληλα «στρώματα τέχνης»...
...χάρη σ’ αυτό τον τόνο έκανε πιο απαλές, καθώς περνούσαν, όλες οι ακαμψίες στους χρόνους των ρημάτων, έδινε στον παρατατικό και στον αόριστο τη γλυκύτητα που υπάρχει στην καλοσύνη, τη μελαγχολία που υπάρχει στην τρυφερότητα, οδηγούσε τη φράση που τελείωνε σ’ εκείνη που έμελλε ν’ αρχίσει, πότε ταχύνοντας, πότε αργοπορώντας το βηματισμό των συλλαβών, για να τις κάνει να ενταχθούν, κι αν ακόμα διαφέρανε ποσοτικά, σ’ ένα ομοιόμορφο ρυθμό, εμφυσούσε μέσα σ’ αυτή την τόσο κοινή πεζογραφία ένα είδος συναισθηματικής κι αδιάκοπης ζωής.
Ανήκε σ’ εκείνους τους ανθρώπους που έξω από την επιστημονική τους καριέρα, όπου άλλωστε πέτυχαν λαμπρά, έχουν μια παιδεία τελείως διαφορετική, λογοτεχνική, καλλιτεχνική, που η επαγγελματική τους ειδίκευση δεν τη χρειάζεται, μα που τη χρησιμοποιούν με όφελος στην κουβέντα τους.
...η επανάσταση είναι καλύτερη (σσ. από τον πόλεμο), γιατί όταν κηρύσσεται πάνε να πολεμήσουν μόνο όσοι θέλουν.
...θα ‘νιωθα την απελπισία του ερωτευμένου που θέλει ν’ αγαπήσει για όλη του τη ζωή και στον οποίο μιλούν για τις άλλες ερωμένες που θα ‘χει αργότερα.
...κυριαρχική οικειότητα
...παράξενη και ευλαβική μελαγχολία
...οι μεγαλόψυχοι και οι άλλοι
Η γνώση δεν σου επιτρέπει πάντα να εμποδίζεις_ κάτι, αλλά τουλάχιστο όσα γνωρίζουμε τα κρατούμε, αν όχι στα χέρια μας, τουλάχιστο στη σκέψη μας, όπου τα τακτοποιούμε όπως θέλουμε, και μας δίνεται έτσι η αυταπάτη πως με κάποιο τρόπο τα ελέγχουμε.
Δεχόταν σα μια γενική αλήθεια, πως για κάθε ξεχωριστό άτομο, φανταζόταν πως το τμήμα της ζωής του που αγνοούσε ήταν όμοιο με το τμήμα εκείνο που γνώριζε. Φανταζόταν όσα του αποσιωπούσαν με τη βοήθεια όσων του έλεγαν.
Έτσι η αγάπη του για την ειλικρίνεια, επειδή δεν ήταν χωρίς ιδιοτέλεια, δεν τον είχε κάνει καλύτερο.
Να όμως τώρα που στην εξασθένιση της αγάπης του αντιστοιχούσε ταυτόχρονα και μια εξασθένιση της επιθυμίας να παραμείνει ερωτευμένος. Γιατί δεν μπορεί ν’ αλλάξεις, δηλαδή να γίνεις ένας άλλος, και να εξακολουθείς ταυτόχρονα να υπακούς στα συναισθήματα του παλιού εαυτού σου».
Μαρσέλ Προυστ, Αναζητώντας το χαμένο χρόνο (πρόχειρη ανθολόγηση από τον Σάκη Καρουσίδη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου