«Τα δράματα που έχουν δει τα μάτια μου είναι απερίγραπτα», αναφέρει στη συγκλονιστική
του μαρτυρία από το στρατόπεδο Μπιργκενάου στο Άουσβιτς ο Θεσσαλονικιός
Εβραίος, Μαρσέλ Νατζαρή.
Συναισθανόμενος ότι πλησιάζει και το δικό του τέλος, το φθινόπωρο του 1944,
λίγο πριν από την εκκένωση και τη διάλυση του στρατοπέδου, γράφει ένα χειρόγραφο
με αποστολέα τους φίλους και τους οικείους του, το τοποθετεί μέσα σε
ένα παγούρι και το παγούρι μέσα σε μια δερμάτινη τσάντα. Θάβει την τσάντα στο
έδαφος σε βάθος μισού μέτρου, στον περίβολο του κρεματορίου 3, με την ελπίδα
ότι κάποιος θα το βρει και θα το ταχυδρομήσει στους δικούς του.
«Την 11η Απριλίου φτάσαμε στο Άουσβιτς και στο στρατόπεδο του Μπίργκεναου.
Μείναμε ένα μήνα στην καραντίνα και από εκεί μας απόσπασαν γερούς δυνατούς, σε
ένα κρεματόριο. Είναι ένα μεγάλο κτίριο με ένα πλατύ φουγάρο με 15 φούρνους.
Από κάτω από ένα κήπο είναι δύο μεγάλοι υπόγειοι θάλαμοι, απέραντοι. Ο ένας
χρησιμεύει για να ξεντυνόμαστε και ο άλλος είναι ο θάλαμος του θανάτου, όπου ο
κόσμος μπαίνει γυμνός και αφού συμπληρώνονται περίπου 3.000 άτομα
κλείνει και τους γκαζεύουν. Μετά από 6 - 7 λεπτά μαρτυρίου παραδίδουν το
πνεύμα. Η δουλειά μας είναι πρώτον να τους υποδεχόμαστε. Οι περισσότεροι δεν
ήξεραν το λόγο. Τους έλεγαν ότι επρόκειτο να κάνουν λουτρό. Πήγαιναν ανήξεροι
προς το θάνατο. Τούς έλεγα ότι δεν καταλαβαίνω τη γλώσσα που μιλάνε».
«Μέσα εκεί είχαν βάλει οι Γερμανοί σωλήνες για να νομίσουν ότι ετοιμάζονται
για το λουτρό. Με το μαστίγιο στο χέρι, οι Γερμανοί τους ανάγκαζαν να
στριμωχτούν για να χωρούν όσο το δυνατόν περισσότεροι». «Τα κουτιά του
γκαζιού τα έφερναν με το αυτοκίνητο του γερμανικού ερυθρού σταυρού, δύο Ες Ες. Είναι
γκαζαριστές που από κάποια ανοίγματα τους έριχναν το γκάζι. Μετά μισή ώρα
ανοίγαν τις πόρτες και μεταφέραμε τα πτώματα των αθώων αυτών γυναικόπαιδων και
από εκεί τους βάζαμε στους φούρνους όπου τους έκαιγαν χωρίς βοήθεια καυσίμου
ύλης λόγω του λίπους που έχουμε». «Τη στάχτη οι Γερμανοί μας ανάγκαζαν να την
κοπανήσουμε, να την περάσουμε από ένα χοντρό κόσκινο και μετά την έπαιρνε
αυτοκίνητο και την έριχνε στο ποτάμι και έτσι εξαφανίζεται κάθε ίχνος».
Τα παραπάνω είναι μόνο αποσπάσματα από το χειρόγραφο Νατζαρή που βρέθηκε το
1980 στον περίβολο του κρεματορίου, μετά από έρευνα που πραγματοποιούσαν
άνθρωποι που γνώριζαν την ύπαρξη θαμμένων χειρογράφων, μεταδίδει το αθηναϊκό
πρακτορείο. Το χειρόγραφο διαβάστηκε σήμερα σε τελετή που έγινε στη συναγωγή
Μοναστηριωτών, στο πλαίσιο μνημοσύνου που τέλεσε η ισραηλιτική κοινότητα
στη μνήμη των έξι εκατομμυρίων Εβραίων της Ευρώπης που εξοντώθηκαν στα
στρατόπεδα του θανάτου, μεταξύ των οποίων 50.000 Θεσσαλονικείς.
Ο Μαρσέλ Νατζαρή, απευθυνόμενος στους φίλους του Δημήτριο Στεφανίδη,
συνεταίρο του, τον Ηλία Κοέν, τον Γιώργο Γούναρη και τη Σμαρώ Ευφραιμίδου τους
λέει στο χειρόγραφό του: «θα πείτε διαβάζοντας, τι εργασία έκαμα, πώς μπόρεσα
να κάνω εγώ, η ένας οποιοσδήποτε άλλος αυτή τη δουλειά, καίγοντας τους
ομοθρήσκους μου. Σκέφτηκα πολλές φορές να μπω κι εγώ μαζί τους, να τελειώσω,
αλλά με κρατούσε πάντα η εκδίκησις. Θέλησα και θέλω να ζήσω για να εκδικηθώ το
θάνατο του μπαμπά μου, της μαμάς μου και της αγαπημένης μου αδερφής. Δεν
φοβάμαι το θάνατο, είναι δυνατόν να τον φοβηθώ μετά από τόσα που είδαν τα μάτια
μου;».
Αναφερόμενος στην ομάδα στην οποία είχε τοποθετηθεί, λέει ότι τα μέλη της
θα πρέπει να λείψουν γιατί γνωρίζουν πολλά. «Το κομμάτι το δικό μας
αποτελούνταν στην αρχή από 1.000 άτομα μεταξύ των οποίων 200 Έλληνες και οι
υπόλοιποι Πολωνοί και Ούγγροι». «Τώρα που ήρθε αυτή η διαταγή θα μας εκτελέσουν
και εμάς. Είμεθα 26 Έλληνες εδώ και μία Πολωνή. Τουλάχιστον για τους Έλληνες
είμεθα αποφασισμένοι να πεθάνουμε σαν πραγματικοί Έλληνες όπως ξέρει να
πεθαίνει κάθε Έλληνας». «Όποιος ρωτήσει για μένα να πείτε ότι δεν υπάρχω πλέον
και ότι έφυγα ως πραγματικός Έλληνας». «Πεθαίνω ευχαριστημένος αφού ξέρω αυτή
τη στιγμή ότι η Ελλάς μας είναι ελεύθερη. Η τελευταία μου λέξη θα είναι 'ζήτω η
Ελλάς'».
Στη ζωή του Μαρζέλ Νατζαρή και τη τύχη του χειρογράφου του αναφέρθηκε σε
ομιλία της κατά τη διάρκεια της τελετής, η ομότιμη καθηγήτρια της Φιλοσοφικής
Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου.
Όπως επισήμανε, ο Νατζαρή γεννήθηκε το 1917 στη Θεσσαλονίκη από εύπορη
οικογένεια εμπόρων και ανήκει στη γενιά των Εβραίων που μεγάλωσαν μετά την
προσάρτηση της πόλης στην Ελλάδα. Από τη στιγμή που άρχισε ο Β΄ Παγκόσμιος
Πόλεμος ήταν παρών. Πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο, επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και
το 1942 τον έστειλαν για καταναγκαστικά έργα στη Μενεμένη. Το 1943 οι γονείς
του και η αδελφή του Νέλυ εκτοπίστηκαν στο Άουσβιτς και χάθηκαν εκεί για πάντα.
Εκείνος είχε φύγει για την Αθήνα μέσω Λάρισας με πλαστή ταυτότητα και εργάστηκε
για τη φυγάδευση Εβραίων στη Θεσσαλονίκη. Έφυγε για το Άουσβιτς από την Αθήνα
στις 2 Απριλίου του 1944. Με την αποστολή εκείνη έφυγαν οι Εβραίοι της Αθήνας
και οι Εβραίοι με ιταλική, ισπανική και πορτογαλική υπηκοότητα. Προστέθηκαν και
άλλοι από τη Θεσσαλονίκη. Ήταν 1900 σε 30 βαγόνια.
Από το Άουσβιτς ο Νατζαρή διασώθηκε γιατί μετά την εξέγερση στα κρεματόρια
και τις νίκες του ρωσικού στρατού, το στρατόπεδο πια ήταν υπό διάλυση. Όταν
επέστρεψε στην Ελλάδα έγραψε ένα καινούριο, εκτενές, κείμενο που περιγράφει όσα
έζησε μέσα στα στρατόπεδα. Ωστόσο, η μοναδικότητα του χειρογράφου του έγκειται
στο γεγονός ότι ήταν η μόνη μαρτυρία που γράφτηκε με μια σπαρακτική αμεσότητα
και εν θερμώ μέσα στο Άουσβιτς. Ο Νατζαρή πέθανε σε ηλικία 54 ετών το 1971 στη
Νέα Υόρκη, όπου είχε μεταναστεύσει με τη σύζυγό του Ρόζα που ήταν επίσης
κρατούμενη στο Άουσβιτς.
Κατά τη σημερινή τελετή ο αντιπρόεδρος της Ισραηλιτικής Κοινότητας
Θεσσαλονίκης, Λάζαρος Σεφιχά, τόνισε ότι η απώλεια από το ολοκαύτωμα «είναι
τεράστια και αντικατοπτρίζει την απώλεια ενός ολόκληρου κόσμου, μιας παρουσίας
αιώνων που σήμερα με τεράστιο κόπο και με πολύ μεγάλη δυσκολία ιστορικοί και
ερευνητές προσπαθούν να ανασυνθέσουν». Ανέφερε ότι παρατηρείται η άνοδος
πολιτικών συμπεριφορών και τρόπων που έχουν ανατριχιαστικές ομοιότητες με το
κλίμα που οδήγησε στην πραγματικότητα των ναζιστικών εργοστασίων θανάτου.
Επικαλέστηκε, άλλωστε, δύο πρόσφατες επιστημονικές έρευνες, τα αποτελέσματα των
οποίων, όπως είπε, «αναδεικνύουν, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι τα αντισημιτικά
στερεότυπα παραμένουν ισχυρά στη χώρα μας και παράλληλα ότι μεγάλο ποσοστό των
ερωτηθέντων εκφράζει έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους Έλληνες Εβραίους».
Η τελετή ολοκληρώθηκε με το άναμμα κεριών από επιζώντες των στρατοπέδων του
Άουσβιτς στη μνήμη των 50.000 θανατωθέντων από τους Ναζί Εβραίων της
Θεσσαλονίκης και των 6 εκατομμυρίων της Ευρώπης.