Ο Μάνος Χατζιδάκις (δεξιά) και ο ποιητής Νίκος Γκάτσος δημιούργησαν μερικά από τα
σπουδαιότερα έργα της ελληνικής δισκογραφίας. ΑΡΧΕΙΟ ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ
Eίχαν ρωτήσει κάποτε τον Μάνο
Χατζιδάκι ποιος είναι ο αγαπημένος του συνθέτης. «Κανένας» απάντησε «και πρέπει να το μάθουν οι ακροατές αυτό: Κανένας απολύτως δεν πρέπει να έχει αγαπημένο συνθέτη. Όλοι οι καλοί συνθέτες πρέπει να είναι αγαπημένοι. (…). Δεν θυμάμαι να στέρησα ποτέ τον εαυτό μου από τη χαρά να ακούσω ένα συνθέτη, και μετά έναν άλλο, έναν άλλο – αρκεί να ήσαν ενός επιπέδου και πάνω».
Κάπως έτσι θα μπορούσε να απαντήσει κανείς και στην ερώτηση «ποιο είναι το αγαπημένο σας έργο του Μάνου Χατζιδάκι» – ή «ποιο νομίζετε ότι είναι το σημαντικότερο έργο του». Άνθρωποι που γνωρίζουν το σύνο-λο της μουσικής του συχνά ξεχωρίζουν τον Μεγάλο Ερωτικό. Άλλοι πάλι τοποθετούν μαζί του τους αριστοφανικούς Όρνιθες, στη μορφή καντάτας, ή Το χαμόγελο της Τζοκόντας –
αλλά είν’ αλήθεια ότι και πολλά άλλα έργα του ακούς να ξεχωρίζουν όσοι αγαπούν τη μουσική του: Η Εποχή της Μελισσάνθης, Παράλογα, Μπαλάντες της Οδού Αθηνάς, Μυθολογία, Ματωμένος Γάμος, Παραμύθι χωρίς όνομα, Οδοιπόρος, Μεθυσμένο κορίτσι και Αλκιβιάδης, Αμέρικα Αμέρικα, Ελλάς η Χώρα των Ονείρων, Sweet movie, Αντικατοπτρισμοί, πόσα άλλα επίσης – ακόμη και το παρα-γνωρισμένο, αλλά εκλεκτό «Οι Μύθοι μιας γυναίκας» έχει τους φανατι-κούς του. «Όλα τα καλά έργα είναι τελικά αγαπημένα», για να παραφρά-σουμε τη ρήση του.
αλλά είν’ αλήθεια ότι και πολλά άλλα έργα του ακούς να ξεχωρίζουν όσοι αγαπούν τη μουσική του: Η Εποχή της Μελισσάνθης, Παράλογα, Μπαλάντες της Οδού Αθηνάς, Μυθολογία, Ματωμένος Γάμος, Παραμύθι χωρίς όνομα, Οδοιπόρος, Μεθυσμένο κορίτσι και Αλκιβιάδης, Αμέρικα Αμέρικα, Ελλάς η Χώρα των Ονείρων, Sweet movie, Αντικατοπτρισμοί, πόσα άλλα επίσης – ακόμη και το παρα-γνωρισμένο, αλλά εκλεκτό «Οι Μύθοι μιας γυναίκας» έχει τους φανατι-κούς του. «Όλα τα καλά έργα είναι τελικά αγαπημένα», για να παραφρά-σουμε τη ρήση του.
Ποιήματα από 26 αιώνες της ελληνικής γλώσσας
Αλλά Ο Μεγάλος Ερωτικός (στο εξής Μ.Ε.), έργο του 1972, ξεχωρίζει όχι μόνο μέσα στη χατζιδακική δημιουργία, αλλά και στην ελληνική μουσική γενικότερα. Έργο τομή. Κορύφωση και σύνοψη της άνθησης του ελληνικού τραγουδιού στη δεκαπενταετία που είχε προηγηθεί και μέτρο, ζύγι, για την εποχή που ακολούθησε. Εδώ η μουσική ιδιοφυΐα του Χατζι-δάκι μετουσιώνει σε «πραγματεία περί έρωτος» έντεκα ποιήματα από δι-άφορες εποχές της ελληνικής γλώσσας –από την αρχαϊκή Σαπφώ (Κέλο-μαί σε Γογγύλα, στην αιολική διάλεκτο) και τον κλασικό Ευριπίδη (Έρω-τα εσύ, χορικό από τη Μήδεια, σε μετάφραση Παντελή Πρεβελάκη), περ-νώντας από την ελληνιστική της Βίβλου (Κραταιά ως θάνατος αγάπη, από το Άσμα Ασμάτων του Σολομώντα: Τι ωραιώθης και τι ηδύνθης / αγάπη) και από την Αναγεννησιακή της Κρήτης (Πάθη από τον έρωτα, από την Ερωφίλη του Χορτάτση: Μοίρα σκληρή κι αντίδικη / τυραννισμένη μοίρα), για να φτάσει ώς τη νεοελληνική παράδοση (Λιανοτράγουδα –Να ’χα το σύννεφο άλογο και τ’ άστρι χαλινάρι) και τον Σολωμό (Άκου έν’ όνειρο, ψυχή μου / και της ομορφιάς θεά), κι από εκεί στον Καβάφη (Μέρες του 1903: Δεν τα ηύρα πια ξανά –τα τόσο γρήγορα χα-μένα– / τα ποιητικά τα μάτια), τον Σαραντάρη (Ποιος είν’ τρελός από έρωτα), τη Μυρτιώτισσα (Σ’ αγαπώ / δεν μπορώ τίποτ’ άλλο να πω / πιο απλό, πιο βαθύ, πιο μεγάλο), τον Ελύτη (Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι) και τον Γκάτσο (Πέρα στο θολό ποτάμι / έσκυψε η νύχτα να λουστεί, από το θεατρικό του Λόρκα Περλιμπλίν και Μπελίσα).
Έντεκα λαϊκά τραγούδια, απλά αλλά όχι εύκολα
Έχει σημασία η εποχή μέσα στην οποία
εμφανίζεται ο Μ.Ε. – και επα-νεμφανίζεται ο συνθέτης, ο οποίος ζούσε στο
εξωτερικό τα προηγούμενα πέντε χουντικά χρόνια. Μπορεί να φανταστεί κανείς πώς
υποδέχθηκε τον Χατζιδάκι και τον Μ.Ε. ένας τόπος κι ένας Τύπος που ζούσαν τον
ζόφο του χουντικού κολοφώνα. Ο ίδιος, 16 χρόνια αργότερα, το ’88, έλεγε για την
εποχή εκείνη (ραδιόφωνο Αντέννα): «Όταν ήρθα εδώ το ’72 και έ-βγαλα τον Μεγάλο
Ερωτικό, όλοι είπαν ότι ήρθε ο Χατζιδάκις με τα ερω-τικά του τραγουδάκια».
Το εξώφυλλο του «Μεγάλου Ερωτικού»
με την υπογραφή «Ι. Μόραλης 72».
Πράγματι, στα «Νέα», 16.12.1972,
δημοσιεύθηκε «αποκλειστική συνέν-τευξή» του, όπου η πρώτη κιόλας ερώτηση που
του κάνει ο αείμνηστος συνάδελφος Γιώργος Πηλιχός είναι αν δεν αποτελεί
πρόκληση ένας ακό-μη δίσκος του με ερωτικά τραγούδια, τη στιγμή που μια όλο και
πιο ανή-συχη νεολαία απαιτεί και από τους συνθέτες συμμετοχή στα προβλήματα του
καιρού. Και ο Χατζιδάκις, τολμηρός και ευθύς, απαντά, μεταξύ άλ-λων: «Εγώ δεν
γράφω ερωτικά τραγούδια, αλλά για τον έρωτα. Και ο έρωτας παραμένει πάντα ένα
πρόβλημα όχι μόνο του καιρού μας, αλλά όλων των καιρών. Τα “προβλήματα του
καιρού μας” περιέχονται πολύ πιο ουσιαστικά στον τρόπο που κανείς αντιμετωπίζει
τα μεγάλα θέματα, παρά στην εξάντληση συνθημάτων και “μηνυμάτων”. Κατά συνέπεια
(...) θεωρώ ότι έχω την ωριμότητα να μην επιδιώκω εύκολη συμφιλίωση με την
“ανήσυχη νεολαία” προσφέροντας επιπόλαια συνθήματα». Και το ’88 (Αντέννα)
διαπίστωνε: «Πολλά τραγουδάκια της εποχής εκείνης που ήταν εναντίον της
Δικτατορίας χάθηκαν. Ο Μεγάλος Ερωτικός, πολύ σωστά, διότι αξίζει, δεν εχάθη».
Η «ανακάλυψη» της Φλέρυς
Κατά την πενταετή απουσία του ζει κυρίως
στη Ν. Υόρκη. Από το ’67 έως το ’70 οι μόνες του δουλειές ήταν τα Reflections,
η πιανιστική Ρυ-θμολογία και μουσική για λίγες ξένες ταινίες (Blue κ.ά.). Οι
δίσκοι Επι-στροφή και Της γης το χρυσάφι που εκδόθηκαν την ίδια περίοδο, με
υλι-κό ήσσονος σχετικά σημασίας, κάλυπταν υποχρεώσεις του προς τη δισκογραφική
εταιρεία. Από το ’70 αρχίζει να δουλεύει παλιά του σχέδια, την Εποχή της
Μελισσάνθης και την Αμοργό του Γκάτσου, και, γοητευ-μένος με τη νέα του
«ανακάλυψη», τη φωνή της Φλέρυς Νταντωνάκη, πειραματίζεται μαζί της σε παλιά
έργα του, καθώς και σ’ επιλεγμένα ρεμπέτικα, που μεταγράφει ως λίντερ, για
πιάνο και φωνή. Εκεί στις αρ-χές του 1972 συλλαμβάνει την ιδέα για τον Μ.Ε. –
να κάνει έναν κύκλο τραγουδιών για τον έρωτα μέσα από την ελληνική ποιητική
παράδοση.
«Μια σειρά από λαϊκά τραγούδια», «απλά,
αλλ’ όχι κι εύκολα» – τα οποία ιδίως «δεν είναι αισθησιακά», ξεκαθαρίζει στο
κάλυμμα του δίσκου. «Λειτουργούν πέρα απ’ την πράξη, στο βαθύ αίσθημα που
χαρακτηρίζει οποιαδήποτε σχέση, κάθε μορφής, αρκεί να περιέχει τις προϋποθέσεις
γι’ ανθρώπινη επικοινωνία».
Πώς του γεννήθηκε αυτή η ιδέα – ο ίδιος
έχει δώσει δύο διαφορετικές εκδοχές: Στα «Νέα», το ’72, δηλώνει ότι «η αφετηρία»
προέκυψε δια-βάζοντας Μήδεια στη μετάφραση Πρεβελάκη. Πολύ αργότερα, το 1988,
φανερώνει μιαν άλλη εκδοχή, που είναι και η πιθανότερη (συνέντευξη στον Θάνο
Φωσκαρίνη, «Διαβάζω» τ. 196): «Φίλος στενός» με τον πρω-ταγωνιστή Γιώργο Παππά,
είχε γνωρίσει και τη μητέρα του, την ποιήτρια Μυρτιώτισσα. Είχε από χρόνια
πεθάνει ο Παππάς όταν η ποιήτρια, άρρω-στη στο νοσοκομείο, του έστειλε «ένα
συγκινητικό γράμμα» μαζί με τους στίχους του Σ’ αγαπώ να το κάνει τραγούδι.
«Τότες είπα θα πάω αμέσως να τη δω, αλλά δεν πήγα, και με την επιπολαιότητα που
χαρακτηρίζει τους νέους, το ξέχασα». Ήταν στην Αμερική όταν έμαθε τον θάνατο
της ποιήτριας, οπότε θυμήθηκε, «με τύψεις», το γράμμα και το ποίημα που του
είχε στείλει.
Το ότι το Σ’ αγαπώ ήταν το έναυσμα για τον Μ.Ε., δηλώνεται και από
το γεγονός ότι το χορικό Έρωτα εσύ της Μήδειας το ’χε μελοποιήσει ήδη το 1956,
γράφοντας μουσική για την παράσταση που σκηνοθέτησε τότε ο Αλέξης Μινωτής με
Μήδεια την Κατίνα Παξινού, στην οποία και αφιε-ρώνει το τραγούδι στον δίσκο. Το
συναρπαστικό αυτό κομμάτι (τι τόλμη.
Σκοπός ζεϊμπέκικος –αλλά πώς δοσμένος– για
πρώτη φορά σε παράστα-ση αρχαίας τραγωδίας, το 1956!) έμενε ανέκδοτο στο αρχείο
του, απ’ όπου το ανέσυρε για τον νέο κύκλο που δημιουργούσε. Για τον ίδιο σκοπό
πήρε από το αρχείο του και δύο άλλα ανέκδοτα τραγούδια: Το Πέρα στο θολό ποτάμι
από τη μουσική του για το έργο του Λόρκα Ο Περλιμπλίν και η Μπελίσα που ανέβασε
το 1959 ο Κουν στο Θέατρο Τέχνης σε μετάφραση Νίκου Γκάτσου και, κατά πάσα
πιθανότητα, τον πυρετικό πεντοζάλη Πάθη από τον έρωτα, από τη μουσική που
ετοίμαζε το 1961 για μια, ματαιωμένη εντέλει, παράσταση βασισμένη στην Ερωφίλη
του Χορτάτση.
Λιτανεία στην εσωτερική κι απόκρυφη ζωή μας
Αφού καταλήγει στο ποιητικό υλικό του,
αρχίζει να δουλεύει το έργο τον Ιούνιο του ’72. Τέλη Νοεμβρίου ο δίσκος είναι
έτοιμος και ο ίδιος κου-ρασμένος αλλά ευτυχής με τις ερμηνείες της Φλέρυς
Νταντωνάκη και του Δημήτρη Ψαριανού, που έδωσαν σάρκα και ψυχή στα τραγούδια,
καθώς και με την εξαιρετική απόδοση των τακτικών του μουσικών, της χορωδίας,
υπό τη διδασκαλία της «μοναδικής» Έλλης Νικολαΐδη και του ηχολήπτη Στέλιου
Γιαννακόπουλου.
Ενότητα ύφους και ήχου
Τα κομμάτια δεν μπαίνουν στον δίσκο κατά
χρονολογική σειρά, όπως σκεφτόταν αρχικά – από τη Σαπφώ ώς τον Ελύτη. «Στον
Μεγάλο Ερω-τικό» έγραψε αργότερα, «είχα κοινό θέμα, με διαφορετικές εποχές
ποί-ησης και διαφορετικές, σχεδόν αντίθετες, πλευρές του “περί έρωτος"
θέ-ματος. Έπρεπε να δημιουργήσω μια ενότητα ύφους και ήχου, (…) μια μουσική
πραγματεία, ας μου επιτραπεί η λέξη, περί Ερωτος».
Μια «πραγματεία περί έρωτος»: Η μαγεία, η
συναρπαγή στην αρχή της σχέσης, ο πόθος, η λαγνεία, η τρυφερότητα, τα πάθη της ψυχής
και του σώματος που φέρνει μαζί του ο έρωτας, η επιθυμία για βαθιά ένωση και
ό,τι εμποδίζει την πραγμάτωσή της, ο πόνος της αποστέρησης, της εγκα-τάλειψης,
του χωρισμού, οι ενοχές, οι τύψεις – αλλά και το τελικό άξιον εστί του έρωτα.
Στίχοι και μουσική ιδανικά συνταιριασμένα μιλούν για όλα αυτά: Το έργο «αρχίζει
με τα πιο αισθηματικά στοιχεία», Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως, πριν απ’ τον
έρωτα έρωτας του Ελύτη, το ολοκλη-ρωτικό Σ’ αγαπώ της Μυρτιώτισσας και τα
τρυφερά λόγια-χάδια στα Λιανοτράγουδα, ατμόσφαιρα που ραγίζει από την ένταση
του Δεν τα ηύρα πια ξανά στον Καβάφη και του Ποιος είν’ τρελός από έρωτα στον
Σαραντάρη, για να ξαναγαληνέψει, με υπόκωφο όμως και βαρύ πόθο, στην αναμένουσα
Όμορφη Μπελίσα του Γκάτσου. Στο δεύτερο μέρος θέματα και μουσική ακολουθούν
ανιούσα, αρχίζοντας από το τρυφερό Όνειρο του Σολωμού, που φέρει όμως το σαράκι
της ανεκπλήρωτης επιθυμίας, και ακολουθεί η πορεία προς την κορύφωση, με την
ικεσία της Σαπφούς στη Γογγύλα και την ελεγεία των παθών του έρωτα στη Μήδεια
και στην Ερωφίλη, για να καταλήξει το έργο, μέσα σε κατανυκτική, τελετουργική
ατμόσφαιρα, στο ωσαννά του Κραταιά ως θάνατος αγάπη.
«Η σειρά που ακολουθούν τα ποιήματα»,
έγραφε ο συνθέτης παραδίδον-τας το έργο στο κοινό, «σχηματίζει (…) μια
λειτουργία για τον Μεγάλο Ερωτικό – κάτι σαν τους εσπερινούς Αγίων σ’
ερημοκκλήσια μακρινά με τη συμμετοχή φανταστικών αγγέλων, εραστών, παρθένων και
εφήβων. Είναι μια λιτανεία περίεργη, όμως και τόσο φυσική, στην εσωτερική κι
απόκρυφη ζωή μας».
Πανδαισία ηχοχρωμάτων
Με τον Μ.Ε. φτάνει στο απόγειό της η ενορχηστρωτική δεινότητα του
πιο εμπνευσμένου Έλληνα ενορχηστρωτή, που υπήρξε ο Μάνος Χατζιδά-κις. Πανδαισία
ηχοχρωμάτων, που ντύνουν μελωδίες εξαίσιες και ρυθ-μούς λαϊκούς και
παραδοσιακούς –ζεϊμπέκικα, χασάπικα, πεντοζάλι, 5/8 κ.ά.–, δοσμένους όμως με
τον προσωπικό τρόπο του δημιουργού, ενώ κρατούν ταυτόχρονα την αψάδα της
καταγωγής τους. Βιολί, μαντολίνο, πιάνο, βιολοντσέλο, κιθάρες, άρπα, λαούτο
πυρετικό και λύρα κρητική στην Ερωφίλη, σταγόνες μπουζουκιού σαν χάντρες
κεχριμπαρένιες στη Σαπφώ – όλα συνυφαίνουν τη γοητεία ενός έργου από τα
κορυφαία της ελληνικής μουσικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου