[Μια ιστορία που λέγεται μέχρι σήμερα στην Ανδραβίδα]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΦΟΥΣΚΑΡΙΝΗΣ
Ο Σελίμ, ο γιος του Χαλίλ, αγά της Ανδραβίδας, μόλις είχε ξυπνήσει κι ένιωθε το κεφάλι του βαρύ και ασήκωτο στους ώμους του. Είχε ανήσυχο ύπνο την προηγούμενη νύχτα, γεμάτο από ανεξήγητα όνειρα και εφιάλτες που τους ένιωθε έντονα απειλητικούς στο φως της ημέρας. «Τι στο καλό μου συμβαίνει;», αναρωτιόταν καθώς βούταγε το κεφάλι του σε έναν κουβά γεμάτο νερό για να ξελαμπικάρει το μυαλό του, «τι να σημαίνουν, άραγε, όλα αυτά; Ελπίζω τίποτα κακό αφού όλα μου έχουν έρθει βολικά μέχρι τώρα στη ζωή μου. Και σ’ εμένα και στην οικογένειά μου». Μοναχογιός του πλούσιου αγά της κωμόπολης ο Σελίμ, όμορφος και ευγενικός, σαν άγγελος του θεού, ικανότατος στη διεκπεραίωση των υποθέσεων που του ανέθεταν, έξυπνος, δραστήριος και εργατικός, ένα θαυμάσιο παλικάρι με άλλα λόγια, καμάρι και τιμή για τον πατέρα του και την οικογένειά του, φαινόταν, όλα το έδειχναν αυτό, ότι θα είχε ένα λαμπρό μέλλον στα διοικητικά και τα στρατιωτικά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τούτο το πρωινό όμως του καλοκαιριού του 1819 ένιωθε κατάκοπος και τα μέλη του ήταν σαν παραλυμένα. Ήταν φανερό πως η νυχτερινή αϋπνία του είχε τσακίσει κάθε τι ακμαίο είχε το, κατά τα άλλα, ρωμαλέο κορμί του.
Ο Σελίμ σύρθηκε με μεγάλη προσπάθεια, είναι αλήθεια, γεγονός ανήκουστο γι’ αυτόν, ως το καθιστικό του αρχοντικού τους, για να απολαύσει το πλούσιο πρωινό που του είχε ετοιμάσει από ώρα η μητέρα του, η Εμινέ χανούμ. Εκεί περίμενε τον μονάκριβό της η αξιαγάπητη γυναίκα για να τον καμαρώνει όση ώρα θα έτρωγε τα πλούσια εδέσματα που του είχε παραθέσει. Τον λάτρευε πραγματικά και ευχόταν πάντα στον Αλλάχ τα καλύτερα για εκείνον. Ήταν σίγουρη ότι ο γιος της θα διέπρεπε στο μέλλον και θα αποκτούσε κάποτε ισχύ και δύναμη στις τάξεις των αξιωματούχων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και, ίσως, και στην αυλή του σουλτάνου, στην Κωνσταντινούπολη. «Τέτοιος λεβέντης», συλλογιζόταν, «δυνατός και έξυπνος, όπως το παλικάρι μου, δεν μπορεί να έχει παρά μόνο επιτυχίες στη ζωή του. Με τη βοήθεια του Αλλάχ και τη σύμφωνη γνώμη του προφήτη, βέβαια».
Ο Σελίμ, παρόλο που δεν είχε καθόλου όρεξη εκείνο το πρωί, εντούτοις κατόρθωσε να τελειώσει το γεύμα του, ό,τι του είχε ετοιμάσει με την αγάπη της η καλή του η μητέρα, με κάποια δυσκολία λόγω της ανορεξίας και της συνακόλουθης κούρασης που τον διακατείχαν και τώρα ξεκουραζόταν στο ανάκλιντρο που υπήρχε εκεί. Αναλογιζόταν τους τρεις τελευταίους μήνες της ζωής του, τις στιγμές που έζησε ολόκληρο αυτό το διάστημα στο σαράι του Κιαμήλμπεη της Κορίνθου, παλιού φίλου του πατέρα του. Τρεις ολόκληροι μήνες χωρίς έγνοιες και σκοτούρες κάθε είδους, χωρίς τον αυστηρό έλεγχο του πατέρα και την καταπιεστική αγάπη της μητέρας. Πόσο γρήγορα πέρασαν όμως! Ό,τι καλό τελειώνει γρήγορα, έλεγαν οι μεγαλύτεροι. Και πόσο δίκιο είχαν! Το είχε παρατηρήσει από παλιά άλλωστε και ο ίδιος. Γέλασε όταν έφερε στο νου του τον αδέξιο τρόπο με τον οποίο προσπαθούσε ο μπέης να τον πείσει πως έπρεπε να παντρευτεί μία από τις αγαπημένες του κόρες, αν είχε στο νου του να γίνει κάποια ημέρα τρανός και δυνατός. Αυτός όμως προσπαθούσε πάντοτε να αποφύγει, με σχετική επιδεξιότητα τις περισσότερες φορές, κάθε συζήτηση γι’ αυτό το θέμα, γιατί δεν ήθελε να παντρευτεί με αυτό τον τρόπο. Έλεγε πάντα στους φίλους του, αλλά και στους γονείς του ότι αυτός θα έπρεπε να αγαπήσει πρώτα τη γυναίκα που θα παντρευόταν και δεν θα έπαιρνε ποτέ μία άγνωστη που θα του παρουσίαζαν την ημέρα του γάμου του, όπως γινόταν τότε στις περισσότερες οικογένειες της αυτοκρατορίας, και μουσουλμανικές και χριστιανικές, ακόμα και οι εβραϊκές. «Τα χαρέμια ανήκουν στο παρελθόν», έλεγε συχνά και όσοι ομοεθνείς του τον άκουγαν κουνούσαν το κεφάλι τους με συγκατάβαση, χωρίς να λένε τίποτα, παρόλο που διαφωνούσαν ριζικά, γιατί φοβούνταν την οργή του Χαλίλ αγά. Από μέσα τους όμως, «κρίμα στο παιδί», έλεγαν, «βλαμμένο μας βγήκε».
Εκείνη τη στιγμή που συλλογιζόταν αυτές τις ασυνήθιστες για την εποχή σκέψεις έριξε ασυναίσθητα το βλέμμα του στο αρχοντικό του προύχοντα του χωριού, του Θανάση Καραθανάση, που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το δικό τους, και είδε μία νεαρή γυναίκα, όμορφη και δροσερή, σαν τα κρύα τα νερά της περιοχής, που πότιζε τις γλάστρες με τα λουλούδια που ομόρφαιναν την ίδια αλλά και το μπαλκόνι της. «Θεέ μου, πόσο όμορφη είναι», σκέφτηκε ασυναίσθητα και αναστέναξε. «Μία τέτοια γυναίκα θέλω να παντρευτώ κι όχι όποια μου φέρουν οι γονείς μου». Η μητέρα του τον κοίταξε ερευνητικά. «Τι σου συμβαίνει, παιδί μου;» τον ρώτησε, «γιατί αναστενάζεις και μελαγχολείς;» «Τίποτα δεν συμβαίνει, μητέρα», της αποκρίθηκε, αποφεύγοντας φανερά το επίμονο βλέμμα της και προσπαθώντας, χωρίς αποτέλεσμα, να αποφύγει κάθε συζήτηση γι’ αυτό το θέμα.