theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Παρασκευή 3 Μαΐου 2024

Το Πάσχα στην Πελοπόννησο κατά την Τουρκοκρατία

 Από τα «Τετράδια ιστορίας»
του Παναγιώτη Α. Κατσίβελα 
 Σημαντικές πληροφορίες για τα ήθη και τα έθιμα των Ελλήνων κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας αλλά και τα πρώτα χρόνια της Απελευθέρωσης διαφύλαξαν πολλοί φιλέλληνες περιηγητές , που επισκέφθηκαν την Ελλάδα και άφησαν συγγραφικό έργο . Από τους σημαντικότερους ο Φραγκίσκος Πουκεβίλ ο οποίος πέρασε δύο φορές από την περιοχή των Γαργαλιάνων . Αρχικά το 1798 και ύστερα την Άνοιξη του 1816. Μεταξύ 1826 και 1827 δημοσιεύει την δεύτερη έκδοση του βιβλίου του « Voyage de la Grece» συμπληρωμένη από το ταξίδι στην Τριφυλία που έλειπε από την πρώτη έκδοση.

            Το πρώτο ταξίδι του Φ. Πουκεβίλ(1) στην Ελλάδα είναι και το πιο περιπετειώδες.
Σ’ αυτό το ταξίδι του περνά στα ανοικτά της νήσου Πρώτης των Γαργαλιάνων, όπου και διανυκτερεύει και σημειώνει : « Επί της απέναντι της νήσου αυτής ( της Πρώτης) παραλίας , υπήρχε μια επιγραφή σε δημώδη ελληνική όπου προέτρεπε τους ναυτιλλομένους να προσέχουν γιατί όποιος βρίσκεται το βράδυ μεταξύ Πρώτης και ακτής ,, για να διανυκτερεύσει χωρίς να αγρυπνεί , θα είναι την επομένη λεία των κουρσάρων της Μπαρμπαριάς» Εν συνεχεία αναφέρει ότι δεν είναι δυνατόν να διακρίνει την μικρή πόλη του Γαργαλιάνου από την θάλασσα διότι ήταν στην αντίθετη πλευρά ενός βουνού προς τα βορειοανατολικά.
Τελικά δεν το απέφυγε , έπεσε θύμα της πειρατείας.
                                     Την σαρακοστή .
Οι Έλληνες κρατάνε 225 ημέρες το χρόνο αργία και νηστεία. Τα καταστήματα και τα εργαστήρια είναι τότε σχεδόν όλα κλειστά . Εκτός από τις τέσσερες μεγάλες νηστείες τους , με τις οποίες προετοιμάζονται για να γιορτάσουν το Πάσχα , την γιορτή των Αποστόλων , την Κοίμηση της Θεοτόκου και τα Χριστούγεννα , έχουν πολυάριθμες παραμονές εορτών που τις κρατάνε ευσυνείδητα . Θα ήταν δύσκολο σε ένα Έλληνα να επιτύχει την άφεση αν δεν κρατούσε την νηστεία που ορίζει η εκκλησία . Γι’ αυτό πολλές φορές συναντήσαμε ανθρώπους , δυστυχισμένες έγκυες γυναίκες ή λεχώνες , που επέμεναν να αρνούνται, όχι μόνο το κρέας αλλά ούτε ένα απλό ζωμό , ένα ποτήρι κρασί ή θερμαντικό ποτό , από φόβο μην πατήσουν την νηστεία . Θα με ρωτήσουν με τι τρέφονται οι Έλληνες αυτές τις ημέρες της νηστείας , που σ’ αυτούς αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της χρονιάς . Θα ήταν δύσκολο να σχηματίσει κανείς μίαν ιδέα της διατροφής των κατοίκων της Πελοποννήσου , ιδίως κατά την διάρκεια της νηστείας που προηγείται του Πάσχα , που την ονομάζουν Σαρακοστή καθώς και την αυστηρότητα με την οποίαν την τηρούν . Βλέπει κανείς στα χωράφια και στις όχθες των ρυακιών τις γυναίκες και τις κοπέλες να μαζεύουν , τραγουδώντας , σαλιγκάρια , χόρτα χιλίων ειδών , να ψάχνουν μ’ ένα λόγο να βρούνε την τροφή τους ανάμεσα στους βράχους τους πιο απόκρημνους και στα πιο ακαλλιέργητα εδάφη. Είδαμε αυτή την εποχή κυρίες από τις πρώτες οικογένειες των Πατρών να πηγαίνουν πολλές φορές μαζί στα χαλάσματα που περιβάλλουν την εκκλησία του Αγίου Ανδρέα , στην ακρογιαλιά , για να μαζέψουν σαλιγκάρια , που βρίσκονται άφθονα ανάμεσα στους βράχους και τους θάμνους
Την Μεγάλη Εβδομάδα και την Ανάσταση.
«Τη Μεγάλη Πέμπτη οι Έλληνες, γέροι και νέοι, έφηβοι και παιδιά, πηγαίνουν στην Εκκλησία και μεταλαβαίνουν κατά δυο τρόπους. Το βράδυ, κάνουν μέσα στην εκκλησία ένα είδος Μυστικού Δείπνου: περνούν εκείνη τη νύχτα με προσευχές και οι γυναίκες διηγούνται τα βασανιστήρια του Σωτήρα, με δάκρυα στα μάτια.
Τη Μεγάλη Παρασκευή, οι Έλληνες νηστεύουν τα πάντα, ως τη δύση του ηλίου, οπότε τρώνε μόνο λίγο ψωμί και πίνουν αρκετό νερό.  Αγρυπνούν και αυτή τη νύχτα, όχι πια βυθισμένοι στην περισυλλογή, αλλά βγαίνοντας, κόβοντας βόλτες μες στους δρόμους και λέγοντας ιστορίες για να διασκεδάσουν την πλήξη τους, προσέχοντας, ωστόσο να είναι συγκρατημένο ι στις βλαστήμιες τους. Το Μεγάλο Σάββατο, βλέπεις να ξαναγεννιέται η ελπίδα στα πρόσωπα τους, χιλιάδες χέρια βρίσκονται σε δράση για να ψήσουν γλυκίσματα και να βάλουν αυγά που τα χρωματίζουν με πολλούς τρόπους. Το μόνο που ακούγεται είναι το βέλασμα των αρνιών, που τα φέρνουν για να τα ευλογήσει ο παπάς, μερικά έχουν βαμμένα κέρατα χρυσά και είναι στολισμένα με φιόγκους. Φτάνει το μεσημέρι, από μακριά κυκλοφορεί θορυβώδικη χαρά, από μακριά αναδίνεται η μυρωδιά από τις προετοιμασίες, αρχίζουν με τη λύρα, ακούγεται ο ήχος από το ντέφι, που είχε ξεχαστεί όλη τη σαρακοστή. Από ένα κοφίνι, από λυγαριά, βγάζουν νυφιάτικο κουστούμι, το πλουμισμένο με χρυσά σιρίτια και φορτωμένο με μεγάλα λουλούδια. Οι γυναίκες καθαρίζουν το σπίτι και ρίχνουν άφθονο νερό πάνω στο πάτωμα. Τέλος, μόλις δοθεί το σύνθημα, πετούν φύρδην – μίγδην από τα παράθυρα, για να σπάσουν, τα παλιά βάζα της κουζίνας, που χρησιμοποίησαν κατά την σαρακοστή, και η τελετή λέγεται: Το πέταμα της σαρακοστής από τα παράθυρα.
Το βράδυ πηγαίνουν στον Πασά, για να εκλιπαρήσουν την άδεια να διασκεδάσουν, του κάνουν ένα δώρο και εκείνος δεν παραλείπει να αποδεχθεί ευνοϊκά, μια αίτηση που του υποβλήθηκε με τόσο καλό τρόπο. Τη βδομάδα αυτή οι Τούρκοι, ανεκτικοί από αρχή ή από συμφέρον, δείχνουν ένα είδος σεβασμού στους Χριστιανούς. Αντίθετα ενοχλούν τους Εβραίους, τους οποίους τα τουρκόπουλα δεν ξέρω για ποιο λόγο, τους κυνηγούν μες στους δρόμους φωνάζοντας τους: Τσιφούτη. Επίσης, περνούν τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου προς την Κυριακή του Πάσχα μέσα στην εκκλησία και μόλις, ο ήλιος αρχίζει να φωτίζει το πιο μακρινό κομμάτι του ορίζοντα, μόλις χαράζει η ημέρα, χίλιες φωνές ψάλλουν την ιαχή της χαράς, το Αλληλούια αντηχεί ως τους ουρανούς.
Ο δεσπότης, από το βάθος του ιερού, που ανοίγει αυτή τη στιγμή, αναγγέλλει το μέγα γεγονός, την Ανάσταση και οι Έλληνες αγκαλιάζονται συγχαίροντας ο ένας τον άλλον με τούτα τα λόγια: Χριστός Ανέστη. Τότε ο Έλληνας ξαναγίνεται άνθρωπος, ξαναγίνεται ο εαυτός του. Τα αρνιά που ευλογήθηκαν την παραμονή ετοιμασμένα να φαγωθούν, έχουν περάσει στη σούβλα, αλειμμένα με λίπος και πασπαλισμένα με ρίγανη. Τα σερβίρουν στα τραπέζια που έχουν στηθεί στο ύπαιθρο, αρχίζουν να τρώνε από το πρωί και το κρασί τρέχει άφθονο. Η χαρά, τα τραγούδια, προάγγελοι της μέθης, αναγγέλλουν πως ο Έλληνας ξέχασε τη δυστυχία της ζωής του» .
Το Πασχαλινό τραπέζι .
Σίγουρα προκαλείται στον αναγνώστη , η απορία , πόσο πιθανόν να κόστιζε η ζωή μετά την απελευθέρωση και ανάλογα με τις συνήθειες των καιρών μας πόσο θα κόστιζε το πασχαλινό τραπέζι.
Ενδεικτικές τιμές έχουμε από την αγορά της Πάτρας όπως αυτές εκδόθηκαν την 1η Ιανουαρίου 1829 από τους Δημογέροντές της , και μπορεί ο αναγνώστης να κάνει τους υπολογισμούς του.
Γίνεται εύκολα κατανοητό
Οι δημογέροντες
Θάνος Ματζαβίνος
Ανδρέας Καλαμογδάρτης
Δημήτριος Αντωνόπουλος
Οι παράδες ήταν λαϊκά νομίσματα και σαράντα παράδες έκαναν το 1 γρόσι.
Στην αγορά της Πάτρας φθάνουν ψάρια από το εκτροφείο του Διβαρίου στην Γιάλοβα και του Βενέτικου νησιού ( Μεσσηνιακές Οινούσσες ) στο νοτιότερο άκρο της Μεσσηνίας , όπου υπήρχαν και αλυκές.
Τα καθημερινά γεύματα ήταν ως επί το πλείστον λιτά, αποτελούνταν από ένα κομμάτι ψωμιού, ανάλογα με τα σιτηρά της κάθε περιοχής, ένα κρεμμύδι, ελιές ή ένα κομμάτι τυρί ή παστό κρέας, όσπρια, χόρτα και κρασί.
Έφτιαχναν ένα είδος ψωμιού χωρίς προζύμι, αλλά και χυλούς, οι οποίοι περιείχαν δημητριακά, λίγο ξινόγαλο, τυρί, βούτυρο ή μόνο νερό, κρεμμύδια και δυο σταγόνες λάδι, ενώ σημαντικό κομμάτι της διατροφής ήταν το πλιγούρι, τα άγρια χόρτα, αλλά και τα σαλιγκάρια. Γενικώς οι Έλληνες λόγω συνθηκών δεν έτρωγαν κρέας συχνά, εκτός από τις μεγάλες χριστιανικές γιορτές.
Οι κλέφτες τώρα που ζούσαν στα βουνά τρέφονταν σχεδόν αποκλειστικά με κυνήγι, κυρίως λαγούς και πέρδικες, οι οποίες τότε υπήρχαν σε αφθονία. Το κρέας τους το έψηναν σε αυτοσχέδιες σούβλες από κλαδιά, που έβαζαν μέσα σε λάκκους στη γη.
(1) Φρανσουά – Σάρλ- Ούγκ Λωράν Πουκεβίλ γεννήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 1770 στο Λε Μερλερό (Le Merlerault) του νομού Ορν της Νορμανδίας όπου και ξεκίνησε με ιερατικές σπουδές, χειροτονήθηκε διάκονος αλλά πολύ γρήγορα, το 1794, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι για να σπουδάσει ιατρική. Απεβίωσε στις 20 ∆εκεµβρίου 1838 στο Παρίσι, έχουν δημοσιευθεί, κατά καιρούς, βιογραφίες ή βιογραφικά σηµειώµατα τα οποία φωτίζουν σε μεγάλο βαθμό τα κυριότερα γεγονότα της πολυκύμαντης ζωής του.
Αν επιχειρήσει κανείς μια πρώτη γενική προσέγγιση του Πουκεβίλ ως προσώπου, θα σταθεί εκ’ προοιμίου στα ακόλουθα σημεία, που αποτελούν βασικές δομές της προσωπικότητας του. Ο Πουκεβίλ είναι κατ’ αρχάς ένα πρόσωπο µε συγκεκριμένη πολιτική συγκρότηση, τοποθέτηση και σκέψη, είναι Γάλλος µε όλα όσα συνεπάγεται η συγκεκριμένη εθνική ταυτότητα.. Επίσης, είναι διπλωμάτης με συγκεκριμένη θέση και ρόλο στις πολιτικές και διπλωματικές εξελίξεις στο χώρο της Ανατολής και είναι ένα πρόσωπο µε κλασική παιδεία και ενδιαφέρον για την αρχαιότητα. Από την ιδεολογική του προσχώρηση στις ιδέες του ∆ιαφωτισµού μέχρι την ενεργή ανάμειξη του στη Γαλλική Επανάσταση και την ένταξη του, ως στελέχους, στο μηχανισμό του βοναπαρτικού καθεστώτος, ο συγγραφέας διαγράφει μια ολόκληρη πορεία που συμπίπτει χρονικά µε τη
νεανική του ηλικία. Εν µέσω μεγάλων ιδεολογικών και πολιτικών μεταβολών που σημειώνονται στη χώρα του, ο νεαρός Πουκεβίλ διαμορφώνει μια πολιτική συνείδηση η οποία θα καθορίσει αργότερα σε μεγάλο βαθμό τη στάση του απέναντι στην υπόδουλη Ελλάδα και τους Οθωμανούς κατακτητές της.
Ως αξιωματικός του Υγειονομικού έλαβε μέρος, το 1798, στην Επιστημονική Αποστολή της Αιγύπτου, που οργανώθηκε από τον Ναπολέοντα. Τότε συνέγραψε την πρώτη του μελέτη για την πανώλη, στηριζόμενος σε δικές του παρατηρήσεις.
Λόγω όμως σοβαρής ασθενείας έλαβε αναρρωτική άδεια. Επιστρέφοντας, με κλονισμένη υγεία, στην Ευρώπη (Γαλλία) τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους αιχμαλωτίστηκε, στα ανοιχτά της Καλαβρίας, από Αλγερινούς πειρατές και εγκαταλείφθηκε μαζί με συμπατριώτες του στο Ναβαρίνο , απ’ όπου οδηγήθηκαν στην Τρίπολη της Πελοποννήσου ως αιχμάλωτοι πολέμου των Τούρκων λόγω του τότε
γαλλοτουρκικού πολέμου . O Pouqueville παρέμεινε στην Πελοπόννησο ως την άνοιξη του 1799. Κατά το διάστημα της κάθειρξής του ο Πουκεβίλ προσπάθησε να μάθει την ελληνική γλώσσα, στην οποία και συνέθεσε στίχους εμπνευσμένος από την αγάπη του για την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, συγγράφοντας αναμνήσεις και εντυπώσεις από την Πελοπόννησο και μεταφράζοντας ακόμη και αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Αυτή ήταν η πρώτη του επαφή με τις οθωμανικές περιοχές της Ελλάδας. Στο διάστημα αυτό παρείχε εξαίρετες ιατρικές υπηρεσίες στον Βαλή του Μωρέα Μουσταφά πασά, ο οποίος όμως στη συνέχεια τον έστειλε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και ρίχτηκε στη φυλακή του Γεντί Κουλέ. Εκείπαρέμεινε έγκλειστος για δύο χρόνια και απελευθερώθηκε το 1801, μετά την παρέμβαση του Γάλλου πρέσβη. Μετά την απελευθέρωσή του από τους Τούρκους επέστρεψε στο Παρίσι, όπου εγκαταλείποντας πλέον την ιατρική επιδόθηκε στη συγγραφή και έκδοση του πρώτου μεγάλου έργου του «Ταξίδια εις Μωρέα, Κωνσταντινούπολιν, Αλβανία και πολλά άλλα μέρη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου