theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Τετάρτη 15 Μαΐου 2024

ΚΑΙ ΛΙΓΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ...

 Τα μάγια της γύφτισσας και ο έρωτας της σκύλας

[Μια ιστορία που λέγεται μέχρι σήμερα στην Ανδραβίδα]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΦΟΥΣΚΑΡΙΝΗΣ
Ο Σελίμ, ο γιος του Χαλίλ, αγά της Ανδραβίδας, μόλις είχε ξυπνήσει κι ένιωθε το κεφάλι του βαρύ και ασήκωτο στους ώμους του. Είχε ανήσυχο ύπνο την προηγούμενη νύχτα, γεμάτο από ανεξήγητα όνειρα και εφιάλτες που τους ένιωθε έντονα απειλητικούς στο φως της ημέρας. «Τι στο καλό μου συμβαίνει;», αναρωτιόταν καθώς βούταγε το κεφάλι του σε έναν κουβά γεμάτο νερό για να ξελαμπικάρει το μυαλό του, «τι να σημαίνουν, άραγε, όλα αυτά; Ελπίζω τίποτα κακό αφού όλα μου έχουν έρθει βολικά μέχρι τώρα στη ζωή μου. Και σ’ εμένα και στην οικογένειά μου».
Μοναχογιός του πλούσιου αγά της κωμόπολης ο Σελίμ, όμορφος και ευγενικός, σαν άγγελος του θεού, ικανότατος στη διεκπεραίωση των υποθέσεων που του ανέθεταν, έξυπνος, δραστήριος και εργατικός, ένα θαυμάσιο παλικάρι με άλλα λόγια, καμάρι και τιμή για τον πατέρα του και την οικογένειά του, φαινόταν, όλα το έδειχναν αυτό, ότι θα είχε ένα λαμπρό μέλλον στα διοικητικά και τα στρατιωτικά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τούτο το πρωινό όμως του καλοκαιριού του 1819 ένιωθε κατάκοπος και τα μέλη του ήταν σαν παραλυμένα. Ήταν φανερό πως η νυχτερινή αϋπνία του είχε τσακίσει κάθε τι ακμαίο είχε το, κατά τα άλλα, ρωμαλέο κορμί του.
Ο Σελίμ σύρθηκε με μεγάλη προσπάθεια, είναι αλήθεια, γεγονός ανήκουστο γι’ αυτόν, ως το καθιστικό του αρχοντικού τους, για να απολαύσει το πλούσιο πρωινό που του είχε ετοιμάσει από ώρα η μητέρα του, η Εμινέ χανούμ. Εκεί περίμενε τον μονάκριβό της η αξιαγάπητη γυναίκα για να τον καμαρώνει όση ώρα θα έτρωγε τα πλούσια εδέσματα που του είχε παραθέσει. Τον λάτρευε πραγματικά και ευχόταν πάντα στον Αλλάχ τα καλύτερα για εκείνον. Ήταν σίγουρη ότι ο γιος της θα διέπρεπε στο μέλλον και θα αποκτούσε κάποτε ισχύ και δύναμη στις τάξεις των αξιωματούχων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και, ίσως, και στην αυλή του σουλτάνου, στην Κωνσταντινούπολη. «Τέτοιος λεβέντης», συλλογιζόταν, «δυνατός και έξυπνος, όπως το παλικάρι μου, δεν μπορεί να έχει παρά μόνο επιτυχίες στη ζωή του. Με τη βοήθεια του Αλλάχ και τη σύμφωνη γνώμη του προφήτη, βέβαια».
Ο Σελίμ, παρόλο που δεν είχε καθόλου όρεξη εκείνο το πρωί, εντούτοις κατόρθωσε να τελειώσει το γεύμα του, ό,τι του είχε ετοιμάσει με την αγάπη της η καλή του η μητέρα, με κάποια δυσκολία λόγω της ανορεξίας και της συνακόλουθης κούρασης που τον διακατείχαν και τώρα ξεκουραζόταν στο ανάκλιντρο που υπήρχε εκεί. Αναλογιζόταν τους τρεις τελευταίους μήνες της ζωής του, τις στιγμές που έζησε ολόκληρο αυτό το διάστημα στο σαράι του Κιαμήλμπεη της Κορίνθου, παλιού φίλου του πατέρα του. Τρεις ολόκληροι μήνες χωρίς έγνοιες και σκοτούρες κάθε είδους, χωρίς τον αυστηρό έλεγχο του πατέρα και την καταπιεστική αγάπη της μητέρας. Πόσο γρήγορα πέρασαν όμως! Ό,τι καλό τελειώνει γρήγορα, έλεγαν οι μεγαλύτεροι. Και πόσο δίκιο είχαν! Το είχε παρατηρήσει από παλιά άλλωστε και ο ίδιος. Γέλασε όταν έφερε στο νου του τον αδέξιο τρόπο με τον οποίο προσπαθούσε ο μπέης να τον πείσει πως έπρεπε να παντρευτεί μία από τις αγαπημένες του κόρες, αν είχε στο νου του να γίνει κάποια ημέρα τρανός και δυνατός. Αυτός όμως προσπαθούσε πάντοτε να αποφύγει, με σχετική επιδεξιότητα τις περισσότερες φορές, κάθε συζήτηση γι’ αυτό το θέμα, γιατί δεν ήθελε να παντρευτεί με αυτό τον τρόπο. Έλεγε πάντα στους φίλους του, αλλά και στους γονείς του ότι αυτός θα έπρεπε να αγαπήσει πρώτα τη γυναίκα που θα παντρευόταν και δεν θα έπαιρνε ποτέ μία άγνωστη που θα του παρουσίαζαν την ημέρα του γάμου του, όπως γινόταν τότε στις περισσότερες οικογένειες της αυτοκρατορίας, και μουσουλμανικές και χριστιανικές, ακόμα και οι εβραϊκές. «Τα χαρέμια ανήκουν στο παρελθόν», έλεγε συχνά και όσοι ομοεθνείς του τον άκουγαν κουνούσαν το κεφάλι τους με συγκατάβαση, χωρίς να λένε τίποτα, παρόλο που διαφωνούσαν ριζικά, γιατί φοβούνταν την οργή του Χαλίλ αγά. Από μέσα τους όμως, «κρίμα στο παιδί», έλεγαν, «βλαμμένο μας βγήκε».
Εκείνη τη στιγμή που συλλογιζόταν αυτές τις ασυνήθιστες για την εποχή σκέψεις έριξε ασυναίσθητα το βλέμμα του στο αρχοντικό του προύχοντα του χωριού, του Θανάση Καραθανάση, που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το δικό τους, και είδε μία νεαρή γυναίκα, όμορφη και δροσερή, σαν τα κρύα τα νερά της περιοχής, που πότιζε τις γλάστρες με τα λουλούδια που ομόρφαιναν την ίδια αλλά και το μπαλκόνι της. «Θεέ μου, πόσο όμορφη είναι», σκέφτηκε ασυναίσθητα και αναστέναξε. «Μία τέτοια γυναίκα θέλω να παντρευτώ κι όχι όποια μου φέρουν οι γονείς μου». Η μητέρα του τον κοίταξε ερευνητικά. «Τι σου συμβαίνει, παιδί μου;» τον ρώτησε, «γιατί αναστενάζεις και μελαγχολείς;» «Τίποτα δεν συμβαίνει, μητέρα», της αποκρίθηκε, αποφεύγοντας φανερά το επίμονο βλέμμα της και προσπαθώντας, χωρίς αποτέλεσμα, να αποφύγει κάθε συζήτηση γι’ αυτό το θέμα.
Από εκείνη την ημέρα και κάθε μέρα που ερχόταν, όλες σχεδόν τις ώρες που μπορούσε να το κάνει, είχε τα μάτια του καρφωμένα στο απέναντι αρχοντικό για να βλέπει το κορίτσι. Κάθε τι άλλο του ήταν αδιάφορο, κάθε άλλη σκέψη του ήταν ξένη. Έπαψε να βγαίνει έξω στην αγορά κι έμενε, όσο περισσότερο μπορούσε, στο σπίτι. Σε λίγο οι δικοί του άρχισαν να ανησυχούν, αλλά εκείνος το χαβά του, είχε γίνει ένας τέλειος σπιτόγατος.
Την έβλεπε και την ξανάβλεπε, κάθε μέρα σχεδόν, αλλά πώς να την πλησιάσει και τι , και προπάντων πώς, να της το πει αυτό που είχε μέσα του και του έκαιγε την ψυχή; Η θρησκεία και η εθνικότητα, η χωριστή τάξη των πραγμάτων μέσα στο ίδιο κράτος, ήταν μεγάλα και ανυπέρβλητα εμπόδια. Κάποιοι βέβαια, σε κάποιες ανάλογες περιστάσεις, εύκολα ή δύσκολα, βίαια ή ειρηνικά,τα είχαν ξεπεράσει. Γιατί όχι και ο ίδιος; Αυτό τον παρηγορούσε κάπως, αλλά δεν τον καθησύχαζε κιόλας. Ο Έλληνας δημογέροντας που κατοικούσε απέναντι ήταν στενός φίλος του βοεβόδα της Γαστούνης και, αν τον κατήγγελλε για κάποια ανάρμοστη συμπεριφορά του, η τιμωρία που θα έπεφτε πάνω στο κεφάλι του θα ήταν πολύ βαριά και ασήκωτη. Έτσι βρισκόταν σε πλήρες αδιέξοδο και η συμπεριφορά του ήταν λόγος ανησυχίας για τους δικούς του, αλλά και για τους λιγοστούς του φίλους.
Όλες τις επόμενες ημέρες λοιπόν και για όσον καιρό βρισκόταν ακόμη στο χωριό στηνόταν με τις ώρες πίσω από το καφασωτό παράθυρο του καθιστικού του σαραγιού τους και παρακολουθούσε την καθημερινή κίνηση στο απέναντι αρχοντικό. Περίμενε πάντα με λαχτάρα να δει την όμορφη κόρη του προύχοντα Καραθανάση να ποτίζει τα λουλούδια τους. Αυτό γινόταν συνήθως το σούρουπο, όταν ο ήλιος πήγαινε προς τη δύση του, πίσω από τα βουνά της Κεφαλονιάς, αλλά καμιά φορά, για λόγους που ο ίδιος δεν μπορούσε να καταλάβει, τύχαινε να γίνει και το πρωί, προτού ανέβει ο ήλιος ψηλά και ζεστάνει η ημέρα.
Ο πατέρας του, βλέποντάς τον συνεχώς στο σπίτι, αυτόν που δεν τον χώραγε ο τόπος εκεί, λες και ήταν η ακριβοθυγατέρα της οικογένειας, να έχει εγκαταλείψει σχεδόν ολοκληρωτικά την αγορά και την έξοδο απ’ το σαράι, για να δει τους φίλους του και να συζητήσει ή να διασκεδάσει μαζί τους, σαν νέος που ήταν, άρχισε να ανησυχεί με αυτή τη συμπεριφορά του παιδιού του και να προσπαθεί, μάταια βέβαια, να κατανοήσει τι συνέβαινε και προπάντων το γιατί. Έτσι τον παρακολουθούσε διακριτικά, όσο γινόταν βέβαια μέσα στο λίγο χώρο που περιέκλειαν οι τέσσερις τοίχοι του αρχοντικού τους, αλλά συμπέρασμα δεν έβγαζε κι ούτε ήθελε να ρωτήσει κάποιον αξιότερό του, γιατί δεν ήθελε να κάνει ευρύτερα γνωστό το πρόβλημα που ένιωθε πως τον βασάνιζε τον τελευταίο καιρό, μετά την επιστροφή του από την Κόρινθο. Το μόνο που είχε παρατηρήσει όμως ήταν το γεγονός πως ο νέος μεταμορφωνόταν, κοκκίνιζε, τραύλιζε και μπέρδευε τα λόγια του κάθε φορά που έβλεπε το δημογέροντα της Ανδραβίδας να κάθεται στο καθιστικό τους και να κουβεντιάζει με τον πατέρα του περί ανέμων και υδάτων, ρουφώντας με αγαλλίαση το ναργιλέ του. Παρατήρησε επίσης πως αυτό το κοκκίνισμα του προσώπου και ο τραυλισμός του συνέβαινε συνήθως μία ορισμένη ώρα της ημέρας, κυρίως κατά το σούρουπο και, σπανιότερα, κάποια πρωινά, λίγο προτού ζεστάνει η ημέρα. Πρόσεξε ότι, κατά σύμπτωση, αυτές τις ώρες η κόρη του άρχοντα βρισκόταν στο μπαλκόνι και πότιζε τα λουλούδια τους. «Αυτό είναι», μονολόγησε, «το πρόβλημα όμως είναι μεγάλο και δυσεπίλυτο». Να το πει στο δημογέροντα και να ζητήσει το χέρι της εκ μέρους του γιου του, ούτε λόγος. Γνώριζε από τώρα την απάντηση, αλλά συνάμα ήταν σίγουρος πως μία τέτοια ενέργεια δεν θα άρεσε ούτε στους ομοεθνείς του. «Χριστός και Μωάμεθ δεν πάνε ποτέ μαζί», σκεφτόταν, βλέποντας το πλήρες αδιέξοδο. Βασάνιζε λοιπόν και αυτός το μυαλό του για να βρει μία λύση και να λυτρώσει έτσι τον μονάκριβό του, αλλά τίποτα. Και ο καιρός περνούσε.
-------------
Τότε ήταν που εμφανίστηκαν ξαφνικά δύο γύφτισσες μπροστά στο σαράι του Χαλίλ και γέμισαν με ελπίδες το νεαρό Τούρκο. Στεκόταν στην αυλή του αρχοντικού τους, παρακολουθώντας την κίνηση απέναντι και σκεφτόταν πώς θα μπορούσε να βρεθεί μία λύση αποδεκτή από όλους για να γίνει η όμορφη κόρη του Έλληνα άρχοντα δική του. Οι γύφτισσες, που γνώριζαν να διαβάζουν, ως ένα σημείο, τα εσώψυχα των ανθρώπων κατάλαβαν αμέσως πως κάτι σοβαρό του συνέβαινε και τον βασάνιζε προξενώντας του μεγάλο πόνο. Συνήθως αυτό το κάτι ήταν πάντα ο έρωτας, το γνώριζαν καλά αυτό από την πείρα τους και από τη συνάφειά τους με τους νεαρούς της εποχής, Έλληνες ή Τούρκους.
-Τι σου συμβαίνει, αρχοντόπουλο; τον ρώτησε η μία από τις δύο γύφτισσες. Ποιος είναι ο σεβντάς που σε βασανίζει και δεν μπορεί να ησυχάσει η ψυχούλα σου ούτε στιγμή;
-Γιατί σίγουρα κάτι σε βασανίζει, πήρε αυτοβούλως το λόγο η δεύτερη. Δεν μας το λες, όμως εμείς ξέρουμε τι είναι αυτό και θα σε βοηθήσουμε να το πετύχεις, φτάνει να το θέλεις πολύ. Έχουμε, άλλωστε, τα πιο σπουδαία φάρμακα για όλες τις αρρώστιες, ακόμα και για τον έρωτα που είναι η μεγαλύτερη απ’ όλες. Θα έχεις ό,τι επιθυμείς φτάνει να μην τσιγκουνευτείς το χρήμα.
Ο νεαρός αναδεύτηκε λίγο στο άκουσμα του έρωτα, αλλά εξακολουθούσε να παραμένει σιωπηλός, κοιτάζοντας τις δύο γύφτισσες στα μάτια, πότε τη μία πότε την άλλη, σαν να προσπαθούσε να τις ψυχολογήσει, με μία δόση αδιαφορίας και δυσπιστίας συνάμα. Οι γυναίκες κατάλαβαν πως το κάστρο, παρά τα όσα ισχυριζόταν ο νεαρός Τούρκος, ήταν έτοιμο να πέσει, παρά την όποια προσπάθεια που φαινόταν πωςι κατέβαλλε ο ίδιος για το αντίθετο.
-Μην διστάζεις, του μίλησε πάλι η πρώτη, πες μας τον πόνο σου κι εμείς θα σου τον πάρουμε αμέσως.
Ο νέος εξακολουθούσε να παραμένει σιωπηλός, σαν να το θεωρούσε εντελώς περιττό να τους μιλήσει. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή βγήκε στο μπαλκόνι η αρχοντοπούλα για να ποτίσει τα λουλούδια της. Τα μάτια του Σελίμ έλαμψαν αμέσως καθώς την αντίκρισαν μπροστά τους κι αναστέναξε ασυναίσθητα. Οι δύο γύφτισσες αντιλήφθηκαν τι συνέβαινε πραγματικά και ποιος ήταν ο υπαίτιος της αρρώστιας του νεαρού Τούρκου και ο σεβντάς που τον βασάνιζε.
-Πες μου αρχοντόπουλο, ξαναπαίρνει το λόγο η πρώτη γύφτισσα, θέλεις στ’ αλήθεια να γίνει δικιά σου το Κατερινιώ, η κόρη του προύχοντα Καραθανάση; Αν ναι, τότε πρέπει να κάνεις ό,τι σου πούμε χωρίς να παραλείψεις τίποτα από αυτά και όλα θάρθουν κατ’ ευχήν. Ή μήπως δεν σε πονάει το δοντάκι σου γι’ αυτήν;
Ο νέος τα έχασε προς στιγμήν. Πώς ήξερε η γύφτισσα για το πρόβλημά του; Άρα, κάτι μπορούσε να γίνει. Μήπως… Η έκφραση του άλλαξε αμέσως. Αυτή η συζήτηση και η σκέψη που έκανε στη συνέχεια λειτούργησαν καταλυτικά μέσα του. Το χαμόγελο ξαναγύρισε στο πρόσωπό του.
-Αν γίνουν όσα λέτε, εγώ θα σας χρυσώσω, μίλησε αυθόρμητα ο Σελίμ. Θα σας δώσω όσα χρήματα θελήσετε και ό,τι άλλο.
-Πρώτα πρέπει να δώσεις μία γενναία προκαταβολή, του αποκρίθηκε η δεύτερη. Αυτό είναι για μας το χρύσωμα κι όταν το φάρμακο δουλέψει καλά τότε τα ξαναλέμε παλικάρι μου.
Ο Σελίμ συμφώνησε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Έβγαλε από το ζωνάρι το πουγκί του και το έδωσε με ολόκληρο το περιεχόμενό του στη γύφτισσα, χωρίς να κοιτάξει πόσα χρήματα υπήρχαν μέσα.
-Πρόσεξε τώρα τι θα σου πω, λεβέντη μου, του απηύθυνε το λόγο η μεγαλύτερη από τις δύο γύφτισσες που πήρε το πουγκί και το ζύγισε στα χέρια της, ευχαριστημένη από το βάρος των χρημάτων που υπήρχαν μέσα, πάρε αυτή τη σκόνη που βγάζω απ’ το ταγάρι μου και, αφού μαγειρέψεις ένα μεγάλο ψάρι, κέφαλο ή λαβράκι, κατά προτίμηση, θα την κρύψεις στο κεφάλι του ψαριού κι ύστερα θα το στείλεις στο κορίτσι που επιθυμείς κι αυτό θα γίνει δικό σου την ίδια κιόλας στιγμή. Πρόσεξε όμως, πρέπει να το φάει μόνο αυτή, γιατί αν πάει σε άλλη κοιλιά τότε ο έρωτας θα πάει κι αυτός εκεί.
Ο νεαρός Τούρκος πήρε τη σκόνη, κατευχαριστημένος από όσα άκουσε από το στόμα τους, και, αφού τις φιλοδώρησε για δεύτερη φορά με ένα γενναίο μπαξίσι, μπήκε μέσα στο σπίτι για να την φυλάξει. Από εκείνη την ημέρα περίμενε με αγωνία την κατάλληλη στιγμή που θα του ήταν εύκολο να κάνει όσα του είχαν παραγγείλει οι δύο γύφτισσες. Το δύσκολο θα ήταν να υποχρεώσει, με κάποιο τρόπο, την κοπέλα να φάει το κεφάλι του ψαριού.
------------------------------
Πέρασε το Φθινόπωρο, πέρασε ο Χειμώνας, ένας Χειμώνας βαρύς και σκληρός, όσο κανένας προηγούμενος, τουλάχιστον από όσους θυμούνταν οι γεροντότεροι, γεμάτος κατακλυσμιαίες βροχές, κρύο, χαλάζι και πλημμύρες και, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, έπεσε και χιόνι στην περιοχή. Ήρθε κάποτε και η Άνοιξη, αλλά η ευκαιρία που επιζητούσε με αγωνία και λαχτάρα ο νεαρός Τούρκος δεν είχε εμφανιστεί ακόμη. Ήρθε τέλος και το Καλοκαίρι, η εποχή που ανοίγουν οι δουλειές που διώχνουν τους χωρικούς από τα σπίτια τους και τους στέλνουν στα χωράφια για να εργαστούν από ήλιο σε ήλιο, κάθε ημέρα.
Ήταν Ιούνιος του 1820, μία από τις τελευταίες ημέρες του μήνα για την ακρίβεια, εποχή που όλοι σχεδόν οι κάτοικοι της κωμόπολης αφήνουν τα σπίτια τους με το χάραμα και χάνονται ολόκληρη την ημέρα στα χωράφια που περιβάλλουν την Ανδραβίδα από παντού, άλλοι ως ιδιοκτήτες και άλλοι ως εργάτες, για να θερίσουν τα σιτάρια τους, που τούτη τη χρονιά έτυχε να είναι καλύτερα από ποτέ. Ίσως, τα πολλά νερά του Χειμώνα να είχαν κάνει το θαύμα τους. Έτσι και η οικογένεια του δημογέροντα Θανάση Καραθανάση, ο μοναχογιός του ο Γιωργής, η ευγενική γυναίκα του η Σωτηρία και το σύνολο σχεδόν του προσωπικού μετακόμιζε καθημερινά στην εξοχή μέχρι τη Δύση του Ήλιου πίσω από τα βουνά της Κεφαλονιάς. Μόνο η μοναχοκόρη του, η όμορφη Κατερινιώ παρέμενε στο αρχοντικό μαζί με τη μαγείρισσα, ,την οικονόμο τους και μία υπηρέτρια για να φροντίσουν για το φαγητό εκείνων που δούλευαν στα χωράφια και για τις υπόλοιπες δουλειές του σπιτιού που, κατά γενική ομολογία, δεν τελείωναν ποτέ. Ο γέρο-άρχοντας την υπεραγαπούσε τη μονάκριβη κόρη του και γι’ αυτό την είχε κακομάθει κάπως και δεν την έπαιρνε ποτέ του στις εξωδουλειές. Καθήκον της ήταν η φροντίδα του αρχοντικού και μόνο ή, καλύτερα, η επίβλεψη του προσωπικού που είχε την εντολή να ασχοληθεί με αυτές. Δεν την είχε μεγαλώσει ο γέρο-άρχοντας για τα χωράφια για να μαυρίσει ο καυτός ήλιος του Ιουνίου το υπέροχο δέρμα της και την ασχημύνει.
Αυτό το ήξερε από τα προηγούμενα χρόνια ο Σελίμ και αυτή ακριβώς ήταν η ευκαιρία που ζητούσε για να εφαρμόσει το σωτήριο σχέδιο που του είχαν υπαγορεύσει οι γύφτισσες. Μόλις είδε λοιπόν τις κινήσεις και τον χαλασμό που γινόταν στο αρχοντικό, κατάλαβε πως η κοπέλα θα ήταν σχεδόν μόνη της στο σπίτι για κάποιες ημέρες, μέχρι το τέλος του θερισμού και του αλωνισμού που θα ακολουθούσε αμέσως μετά, και δίνει εντολή στο υπηρετικό προσωπικό να του ετοιμάσουν το άλογό του για να πάει στο Κοτύχι, τη γειτονική λιμνοθάλασσα των Λεχαινών, για να βρει το ψάρι που θα του έφερνε την ευτυχία που τόσο αποζητούσε. Το Κοτύχι ήταν γεμάτο αυτή την εποχή από κεφάλους, λαβράκια, χέλια και τσιπούρες. Τα χέλια της λίμνης ήταν ονομαστά για τη νοστιμιά τους, αλλά τώρα δεν ήρθε γι’ αυτά. Άλλος ήταν ο καημός του. Διάλεξε ένα μεγάλο λαβράκι, το πιο μεγάλο που βρήκε και γεμάτος χαρά πήρε το δρόμο του γυρισμού στο σαράι, πιέζοντας το άλογο να τρέξει όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να φτάσει μία ώρα αρχύτερα στην Ανδραβίδα. Η ανυπομονησία του ήταν τόσο μεγάλη που κόντεψε να το σκάσει το καημένο το ζώο, αλλά το κατάλαβε εγκαίρως και μόλις είδε από μακριά τα πρώτα σπίτια της πόλης, μείωσε λίγο την ταχύτητα του ζώου, γιατί ήθελε συνάμα να σκεφτεί πώς θα ενεργήσει από τώρα και στο εξής ώστε να εκτελέσει κατά γράμμα τις εντολές της γύφτισσας και το όμορφο Κατερινιώ να γίνει δικό του για πάντα.
Ξεπέζεψε από το άλογο και ξάπλωσε για λίγο στο ανάκλιντρο για να πάρει μια ανάσα. Έδωσε το ψάρι στη μαγείρισσα και την πρόσταξε να βάλει τα δυνατά της και να το μαγειρέψει όσο καλύτερα μπορούσε. «Κοίτα μην κάνεις κανένα λάθος», της είπε επιτακτικά, «γιατί τότε θα έχεις να κάνεις μαζί μου». Εκείνη, τρομοκρατημένη από το ύφος του νεαρού, πήρε στα χέρια της το ψάρι και του το επέστρεψε μία ώρα και κάτι μετά, μαγειρεμένο σύμφωνα με τις εντολές του. Εκείνος έκοψε το κεφάλι μαζί με ένα κομμάτι από τη μέση και πάνω, το πασπάλισε με τη μαγική σκόνη της γύφτισσας, σκέπασε το πιάτο με μία λευκή πετσέτα και το έδωσε σε μία από τις σκλάβες για να το πάει απέναντι στο αρχοντικό. «Πρόσεξε», της είπε, «να το δώσεις στην ίδια την Κατερινιώ. Θα της πεις πως της το στέλνει η μάνα μου και είναι μόνο για εκείνη. Είδε, θα της πεις, πως λείπει η μάνα της απ’ τ’ άγρια χαράματα και σκέφτηκε, μια και είχαν ένα τόσο νόστιμο ψάρι, να τη φιλέψει απ’ αυτό ώστε να γευτεί και η ίδια τη νοστιμιά του».
Έτσι και έγιναν όλα, σύμφωνα με τις εντολές του Σελίμ. Η σκλάβα έκανε ό,τι της είπε ο αφέντης της, χωρίς να παραλείψει τίποτα, παρέδωσε το πιάτο στην ίδια την αρχοντοπούλα, της είπε πως το ψάρι ήταν μόνο για εκείνη και γύρισε αμέσως στο σαράι. Η κοπέλα της ζήτησε να μεταφέρει τις ευχαριστίες της στη γειτόνισσα, αλλά δεν πείναγε εκείνη τη στιγμή και έβαλε το πιάτο στο ερμάρι που συνήθιζαν να βάζουν τα φαγητά που ήθελαν να προφυλάξουν από τη ζέστη του καλοκαιριού. Αργότερα έφαγε κάτι πρόχειρο και, όπως ήταν φυσικό, ξέχασε εντελώς το φίλεμα. Το ξαναθυμήθηκε μετά από δύο ημέρες, όταν άρχισε να διαποτίζει την ατμόσφαιρα του δωματίου με την απαίσια μυρωδιά της αποσύνθεσης. Το πέταξε αμέσως στην αυλή στη σκύλα της τη Βαλάντω, που το απόλαυσε μέχρι το τελευταίο κομμάτι.
Μάταια περίμενε ο Σελίμ τις επόμενες ημέρες κάποια αντίδραση, κάποιο σημάδι από τη νεαρή αρχοντοπούλα για τον υποτιθέμενο έρωτά της προς το πρόσωπό του, καθώς τον είχαν διαβεβαιώσει με τόση πειστικότητα οι δύο γύφτισσες. Του κάκου, στημένος με τις ώρες στο χαγιάτι του σαραγιού, για να προφυλάσσεται από τον καυτό ήλιο του Ιουλίου, περίμενε τα τη δει, να του ρίξει τη ματιά της με πραγματικό ενδιαφέρον και αγάπη, να του την εκφράσει, έστω και από μακριά, με τον τρόπο που ξέρουν μόνο οι νεαρές κοπέλες να το κάνουν, να του δείξει, λοιπόν, πόσο τον αγαπά, πόσο τον θέλει και πόσο είναι διατεθειμένη να πάει αντίθετα με τις αντιλήψεις και τις επιταγές του έθνους της και της θρησκείας της. Όμως τίποτα από όλα αυτά που περίμενε με αγωνία δεν γινόταν. Αντί για την κοπέλα μάλιστα εμφανίστηκε στην αυλή του η σκύλα της, η Βαλάντω, που εγκαταστάθηκε αμέσως, με το έτσι θέλω, εκεί και θρονιάστηκε μπροστά στα πόδια του, προσπαθώντας να του δείξει, με κάθε τρόπο, την αγάπη της. Ο νεαρός κατάλαβε γρήγορα τι είχε συμβεί, οι γύφτισσες δεν τον είχαν κοροϊδέψει, το ψάρι το είχε φάει η σκύλα.
Δεν ήξερε πλέον τι να κάνει. Βρέθηκε σε πραγματικό αδιέξοδο. Να ψάξει, να ξαναβρεί τις γύφτισσες, μήπως του έδιναν άλλη σκόνη, δεν ήταν εύκολο. Ποιος ξέρει πού τις είχε οδηγήσει ο δρόμος τους από τότε και πού βρίσκονταν σήμερα. Ήταν απελπισμένος. Οι δικοί του έβλεπαν την κατάστασή του, πόσο είχε χειροτερέψει τις τελευταίες ημέρες και απορούσαν. Λύση όμως του προβλήματος δεν μπορούσαν να βρουν και περίμεναν, μοιρολατρικά, όπως όλοι οι ανατολίτες την παρέμβαση του Αλλάχ, που δεν φαινόταν όμως πουθενά στον ορίζοντα.
Απελπισμένος, λοιπόν, όσο ποτέ ο Σελίμ, έζησε για λίγο καιρό ακόμη κοντά στους δικούς του σε πλήρη κατάθλιψη κι ύστερα από λίγες ημέρες, δεν θυμάμαι να πω πόσες, καβάλησε και πάλι το άλογό του και χάθηκε κατά τα μέρη της Πάτρας. Δεν ξαναγύρισε ποτέ πίσω στην Ανδραβίδα κι οι δικοί του έπαψαν πλέον να τον αναζητούν γιατί είχε ξεσπάσει στο μεταξύ η μεγάλη επανάσταση των Ελλήνων και οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να φύγουν για πάντα από τον τόπο.
Τον Σελίμ δεν τον ξανάδε ποτέ κανείς από όσους τον γνώριζαν. Έλληνας ή Τούρκος, κάποιοι είπαν διάφορα για την τύχη του, πως χάθηκε σε κάποια από τις μάχες που πήρε μέρος, πως μπήκε στη φρουρά του Κιαμήλμπεη της Κορίνθου, άλλοι άλλα, τίποτα όμως με βεβαιότητα, όλα διαδόσεις ανεπιβεβαίωτες. Η μόνη πληροφορία, που ήταν αληθινή, ήταν αυτή που έφερε ένα άλλο αρχοντόπουλο της Ανδραβίδας, ο Πέτρος Φουσκαρίνης, που είπε πως είδε τη Βαλάντω, τη σκύλα της Κατερινιώς, σε κάποιο λιοστάσι στο Χλεμούτσι, να στέκεται πάνω από ένα πτώμα σε αποσύνθεση, που ήταν ντυμένο σαν Τούρκος και να το φυλάει, εμποδίζοντας και τρομοκρατώντας κάθε άνθρωπο, άνδρα ή γυναίκα, που πήγαινε να πλησιάσει με ή χωρίς λόγο.
=========================


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου