Μια σειρά κειμένων του Γιώργου Καραμπελιά για την ελληνική ιστορία.
Το μεταπολεμικό κράτος θα οικοδομηθεί ως κράτος εμφυλίου πολέμου και οι δυνάμεις καταστολής –στρατός και αστυνομία– θα αποτελέσουν τον βασικό πυλώνα του· το «βαθύ κράτος» θα παραμένει εμφυλιοπολεμικό μέχρι την οριστική κατάρρευσή του, τον Ιούλιο του 1974. Πρόκειται για την πρώτη και θεμελιακή διαφοροποίηση από τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Στην Ελλάδα, ο εμφύλιος πόλεμος είχε παγιώσει ένα κράτος συνταγματικά «αντικομμουνιστικό», καθώς μια σημαντική μερίδα του πληθυσμού αποκλείεται από το κράτος.
Το μοντέλο της οικονομικής ανάπτυξης, κατά την περίοδο 1945-1960, στηρίζεται στην επέκταση της αγροτικής παραγωγής, στην ανανέωση του παλιού βιομηχανικού δυναμικού· το κράτος θα περιοριστεί στους τομείς της υποδομής –«η οκταετία των έργων»– και θα παρεμβαίνει σε ελάχιστους βιομηχανικούς τομείς, όπως π.χ. στα λιπάσματα. Παράλληλα, οι μισθοί θα παραμένουν καθηλωμένοι και μόλις στα 1960 θα φτάσουν τα προπολεμικά επίπεδα, ενώ διευρύνεται η μικροϊδιοκτητική δομή, καθώς ο συνολικός αριθμός των κάθε είδους επιχειρήσεων: από 175.831, το 1930, θα περάσει σε 372.621, το 1958.
Με τη συνεισφορά του Σχεδίου Μάρσαλ, την εισροή σημαντικών χρηματικών πόρων από τους Αιγυπτιώτες και Κωνσταντινοπολίτες και με τα μεταναστευτικά εμβάσματα, η ετήσια αύξηση του ΑΕΠ, κατά την περίοδο 1950-1960, θα φτάσει το 6,2%.
Μάλιστα, από τα τέλη της δεκαετίας του ’50, η ισχυρή μεταπολεμική επέκταση του δυτικοευρωπαϊκού κεϋνσιανού καπιταλισμού αρχίζει να επηρεάζει άμεσα και την Ελλάδα. Η κυβέρνηση Καραμανλή υπογράφει τη συμφωνία σύνδεσης με την ΕΟΚ ενώ, για δώδεκα χρόνια περίπου, από το 1961 μέχρι το 1973, η Ελλάδα θα γνωρίσει μια από τις σημαντικότερες περιόδους οικονομικής επέκτασης της ιστορίας της. (Στη δεκαετία 1960-1970, η άνοδος του ΑΕΠ ανέρχεται στο 7,7% –στη δεύτερη θέση μετά την Ιαπωνία–, ο δε βιομηχανικός τομέας αναπτύσσεται με ρυθμούς που υπερβαίνουν το 10%).
Στην ιδιωτική κατοικία, μετά το 1955-56, κατευθύνεται κατά μέσο όρο το 35% των συνολικών επενδύσεων και η Ελλάδα, το 1969, είναι ήδη πρώτη χώρα στον κόσμο από την άποψη κατασκευής οικοδομών (188.000 το 1973, έναντι 49.000 το 1961, και 72.000 το 1984). Αυτός ο προσανατολισμός όχι μόνο ανταποκρίνεται στη φύση της ελληνικής μικροϊδιοκτησίας αλλά και την αναπαράγει σε διευρυμένη κλίμακα, ενώ παράλληλα γιγαντώνονται και οι τομείς της βιομηχανίας που παράγουν για τις κατασκευές –πχ. τσιμέντα και βιομηχανία χάλυβα – και τον οικιακό εξοπλισμό.
Η οικοδομή αποτελεί και τον βασικό τομέα επένδυσης του διεθνούς ελληνισμού. Οι ομογενείς της Αφρικής ή της Αιγύπτου, οι Κωνσταντινοπολίτες, που αρχίζουν να εκδιώκονται μετά το 1956, χρηματοδοτούν ουσιαστικά την πρώτη μεγάλη επέκταση της οικοδομικής βιομηχανίας της δεκαετίας του ’50. Στη συνέχεια θα ακολουθήσουν οι μετανάστες από την Αμερική, τη Γερμανία και την Αυστραλία. Πάντως, για όλη την περίοδο, πάνω από το 30% των επενδύσεων στην οικοδομή προέρχεται από τον ελληνισμό της διασποράς[1].
Στη μεταποίηση αρχίζει η δημιουργία της «σύγχρονης βιομηχανίας». Τσιμέντα, διυλιστήρια, ναυπηγεία, χαλυβουργίες, αλουμίνιο αναπτύσσονται κάτω από την ώθηση του ξένου κεφαλαίου. Πεσινέ, Έσσο-Πάππας και Σκαραμαγκάς γίνονται τα σύμβολα αυτής της νέας ανάπτυξης.
Στον ταχύτατα αναπτυσσόμενο αγροτικό τομέα όχι μόνο αυξάνονται οι καλλιεργούμενες εκτάσεις (36 εκατ. στρ. το 1961) αλλά η γενίκευση της χρήσης των λιπασμάτων, η αύξηση των αρδευομένων εκτάσεων και η μηχανοποίηση επιτρέπουν μια σημαντική άνοδο της παραγωγής η οποία θα αυξηθεί πάνω από 3 φορές στην περίοδο 1948-1973, ενώ οι επενδύσεις αυξάνονται κατά 12,5 φορές. Η Ελλάδα θα γίνει πλεονασματική στην παραγωγή σταριού ενώ η παραγωγή κρέατος, από 84.200 τόνους το 1952, θα ανέλθει στους 449.300 τόνους το 1974.
Συνολικά, η επέκταση της ελληνικής οικονομίας χρηματοδοτείται από τους άδηλους πόρους και τις εισαγωγές κεφαλαίων. Το 1950, αντιπροσώπευαν το 21,80% του ΑΕΠ, εξ αιτίας του Σχεδίου Μάρσαλ· το 1960, είναι ήδη 17,35%, παρόλο που ο ρόλος της αμερικανικής «βοήθειας» καθίσταται αμελητέος, και θα φθάσουν το 26,78% το 1969.
Η Ελλάδα ουσιαστικά τροφοδοτεί τη συσσώρευσή της από εξωτερικούς πόρους. Ναυτιλία, μετανάστες, ομογενείς, μεταβιβάσεις κεφαλαίων, τουρισμός, ξένα κεφάλαια, δάνεια τροφοδοτούν αυτή την ταχύτατη αύξηση της παραγωγής και της κατανάλωσης.Εν τούτοις, την ίδια στιγμή, επιταχύνεται η έξοδος της αγροτιάς ενώ η μετανάστευση στην Αθήνα και την Ευρώπη παίρνει τεράστιες διαστάσεις. Περίπου 150.000 άτομα τον χρόνο μεταναστεύουν. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη έξοδο μετά την καμπή του αιώνα, μεγαλύτερη ακόμα και από το μεταναστευτικό κύμα προς την Αμερική
Ο μετασχηματισμός του πολιτικού «Κέντρου»
Το «Κέντρο», ως συνέχεια της βενιζελικής παράταξης –Φιλελεύθεροι, ΕΠΕΚ, Γεώργιος Παπανδρέου, Θεμιστοκλής Σοφούλης, Νικόλαος Πλαστήρας, Σοφοκλής Βενιζέλος κ.ά.–, αποτέλεσε την κύρια κυβερνητική δύναμη που έφερε εις πέρας τον εμφύλιο πόλεμο. Οι Άγγλοι και οι Αμερικανοί δεν επιθυμούσαν κυβερνήσεις της Δεξιάς, που κατηγορούνταν για σχέσεις με τα Τάγματα Ασφαλείας και τον δωσιλογισμό· άλλωστε, και στην Αγγλία κυριαρχούν οι Εργατικοί και στην Αμερική οι Δημοκρατικοί. Ο εμφύλιος θα αρχίσει τον Δεκέμβρη με τον Γεώργιο Παπανδρέου και θα συνεχιστεί με τον Σοφούλη, τον Ζέρβα, τον Πλαστήρα κ.λπ. – με μικρά διαλείμματα κυβερνήσεων του Λαϊκού Κόμματος. Ωστόσο, μετά το 1952, οι κεντρώοι πολιτευτές μπαίνουν στο περιθώριο, ενώ ένας μεγάλος αριθμός τους προσχωρεί στη Δεξιά. Ο ισορροπιστής Γεώργιος Παπανδρέου εκλέγεται με τον «Συναγερμό» του Αλέξανδρου Παπάγου, το 1952, ενώ και ο Ευάγγελος Αβέρωφ υπήρξε μέλος του κόμματος των Φιλελευθέρων. Ανοιγόταν έτσι ο δρόμος για τη δυναμική επανεμφάνιση της Αριστεράς –η ΕΔΑ θα φτάσει το 25%, στις εκλογές του 1958–, επιβεβαιώνοντας τη σχέση συγκοινωνούντων δοχείων ανάμεσα στην Αριστερά και τη βενιζελική παράταξη.
Οι Αμερικανοί και το Παλάτι δεν θα διστάσουν τότε να ενισχύσουν μια διαδικασία ενοποίησης του Κέντρου, ώστε να προσφέρουν μια δυνατότητα εναλλαγής με τη Δεξιά. Όμως, η δημιουργία της Ένωσης Κέντρου (ΕΚ), που κατόρθωσε να εκφράσει ένα μεγάλο ποσοστό των παλιών εαμογενών και προσφυγικών μαζών και να περιορίσει τη Δεξιά στο 35% το 1964, υποχρέωσε τους φθαρμένους πολιτικούς του Κέντρου να μεταβληθούν σε όργανο μιας μεταρρύθμισης η οποία σηματοδοτούσε την αποδυνάμωση της αμερικανικής ηγεμονίας, τον περιορισμό της δύναμης του Παλατιού, την άνοδο της αγοραστικής δύναμης των μαζών, την απόσυρση του παλιού «κατεστημένου», την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση κ.ο.κ.
Οανένδοτος αγώνας του Γεωργίου Παπανδρέου, μετά το 1961, θα σημαδέψει αυτόν τον νέο διπολισμό της ελληνικής κοινωνίας, τον οποίο θα επιβεβαιώσει και η μεταπολίτευση. Ο παλιός βενιζελικός χώρος ανασυγκροτείται και, στη σύγκρουσή του με τη Δεξιά, χρησιμοποιεί και την Αριστερά ως δύναμη κρούσης. Το «κατόρθωμα» του Ανδρέα Παπανδρέουμετά το1974 είχε ήδη προδιαγραφεί, σε άλλες συνθήκες και με άλλους όρους, από τον Γεώργιο Παπανδρέου.
Έτσι, το 1963-64, με τις δυο αλλεπάλληλες εκλογικές νίκες της Ε.Κ., όλα έμοιαζαν ώριμα για το εγχείρημα του εκσυγχρονισμού.
Η έκρηξη των κοινωνικών αντιθέσεων
Όμως, ο απρόσκοπτος εκσυγχρονισμός κατεδείχθη ανέφικτος τόσο εξ αιτίας της έκρηξης των κάθε είδους κοινωνικών αντιθέσεων, που είχαν μείνει παγωμένες επί τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια, όσο και εξ αιτίας της ενεργοποίησης του κυπριακού ηφαιστείου.
Οι οικοδόμοι, περίπου 70.000 άτομα το 1950, έφθασαν τις 200.000: τη στιγμή που στην Ευρώπη διαμορφωνόταν ο «εργάτης-μάζα», με επίκεντρο τον εργάτη αλυσίδας της αυτοκινητοβιομηχανίας, στην Ελλάδα ο Έλληνας «εργάτης -μάζα» ήταν ο οικοδόμος.
Δημιουργούνται έτσι καινούργια σωματεία, τα περιβόητα «115» οικοδομικά, ενώ η καθαίρεση από την κυβέρνηση της ΕΚ της διορισμένης ηγεσίας της ΓΣΕΕ συμβάλλει και αυτή στη γενίκευση των κινητοποιήσεων των οικοδόμων με τη μείωση του ωραρίου εργασίας –που θα φτάσει τις επτά ώρες ημερησίως– και την άνοδο των αμοιβών, ενώ άλλωστε πρωτοστατούν και στις πολιτικές κινητοποιήσεις[2]. Παράλληλα, οι εργατικές κινητοποιήσεις επεκτείνονται και στα εργοστάσια και η Ελλάδα του 1964 και του 1965 θα γίνει η πρώτη χώρα στον κόσμο σε ημέρες απεργίας ανά εργαζόμενο!
Την ίδια περίοδο, η «φοιτητική άνοιξη», που διαρκεί μέχρι το 1966-67, φέρνει την Ελλάδα και τον φοιτητικό χώρο στην πρωτοπορία των πολιτικών και κοινωνικών κινητοποιήσεων· άλλωστε, το ελληνικό πανεπιστήμιο γνωρίζει εκείνη την περίοδο την πρώτη μεγάλη διεύρυνσή του και από 20 χιλιάδες φοιτητές φτάνει τις 50-60 χιλιάδες: γεννιέται το μαζικό πανεπιστήμιο. Ο φοιτητικός χώρος παύει να αποτελεί αποκλειστικά «αντανάκλαση» των κοινωνικών αντιθέσεων και μεταβάλλεται σε αυτόνομο κοινωνικό υποκείμενο.
Παράλληλα γεννιέται μια νέα βιομηχανική και επιχειρηματική αστική τάξη που βλέπει τη διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς σαν ανάγκη ενώ αναπτύσσονται τα «νέα μεσαία στρώματα». Τεχνικοί και τεχνοκράτες, οικονομολόγοι και μάνατζερς κάνουν την εμφάνιση τους στο ελληνικό στερέωμα.
Η Ελλάδα θα γνωρίσει μια πρώιμη και πολύ πιο εκρηκτική κοινωνική «μεταπολίτευση», από εκείνη του 1974. Έτσι, η ολιγαρχία, το Παλάτι, οι Αμερικανοί, τρομαγμένοι, ανατρέπουν την κυβέρνηση Παπανδρέου τον Ιούλιο του 1965.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου