theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2011

ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ Ή ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΣΜΟΣ & ΚΡΙΣΗ

ΟΤΙ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΑΠΟΣΜΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΜΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΩΝ ΕΘΕΜΑΤΩΝ Της ΑΥΓΗΣ ΜΕ ΤΟΝ
Γεράσιμο Μοσχονά, αναπληρωτή καθηγητή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Το προαιώνιο δίλημμα της Αριστεράς είναι
  •                         ριζοσπαστική ή
  •                              μεταρρυθμιστική πολιτική.
Το πλαίσιο, ωστόσο, εντός του οποίου τίθεται το δίλημμα, έχει σήμερα ριζικά αλλάξει. Για μια χώρα μέλος της ΕΕ, ο τρόπος που τίθεται το πιο πάνω δίλημμα είναι ιδιαίτερα διαφορετικός απ’ ό,τι στο παρελθόν.
Σήμερα όμως, στο πλαίσιο της ΕΕ,
· ούτε ο (ενιαίος) δήμος υπάρχει
· ούτε μια ενιαία και μοναδική κρατική εξουσία
· ούτε ισχυρές υπερεθνικές πανευρωπαϊκού τύπου οργανώσεις (κόμματα, συνδικάτα ή κινήματα),
· ούτε φυσικά ισχυρές υπερεθνικές ταυτότητες. Αυτό δημιουργεί την ανάγκη επανορισμού του ριζοσπαστικού σχεδίου.
Πωλ Ντελβώ
Ο σύγχρονος ριζοσπαστισμός (στο πλαίσιο της ΕΕ και των 27 κρατών-μελών) καλείται να ελέγξει ή να επηρεάσει ένα πολιτικό σύστημα χωρίς ισχυρή κεντρική δημόσια εξουσία (πολλά κέντρα εξουσίας), θωρακισμένο από πολλές βαλβίδες ασφαλείας (τουλάχιστον 27, όσα και τα κράτη-μέλη).
Το πεδίο της Ευρώπης είναι το πεδίο του μεταρρυθμισμού. Ο πόλεμος θέσεων, όχι ο πόλεμος κινήσεων, είναι το κεντρικό διακριτικό του γνώρισμα.
Στην ουσία, η Αριστερά έχει δύο επιλογές:
  •       να δουλέψει εντός της ΕΕ, να υιοθετήσει έναν μακράς πνοής και μακρού χρόνου μεταρρυθμισμό, με περιορισμένες δυνατότητες να επιβάλλει την πολιτική της στον βραχύ και μέσο χρόνο.
  •     Ή να κάνει την αντι-ΕΕ επιλογή, με ακόμη λιγότερες δυνατότητες, κατά τη γνώμη μου, να αλλάξει το μοντέλο οικονομικής πολιτικής και με καμία σχεδόν ρεαλιστική δυνατότητα -αναφέρομαι στην Ευρώπη- να προωθήσει τη μεγάλη αλλαγή ή την «επανάσταση».
Στην πραγματικότητα, λόγω των ευρωπαϊκών και παγκόσμιων καταναγκασμών, η παλαιά διάκριση μεταξύ ρεφορμισμού και επανάστασης έχει χάσει μέγα τμήμα του πολιτικού και ιδεολογικού περιεχομένου που είχε ιστορικά. Και οι «αντισυστημικοί», αν είχαν την εξουσία σε μια χώρα ευρωπαϊκή (έστω εκτός της ΕΕ), θα ακολουθούσαν μια πολιτική όχι πολύ διαφορετική από την αντίστοιχη των «ρεφορμιστών»
Είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα σχεδόν όλοι οι οικονομολόγοι που πρόσκεινται στον ΣΥΡΙΖΑ, από τους πιο «δεξιούς» μέχρι τους πιο «επαναστάτες», προτείνουν περίπου τα ίδια πράγματα για την οικονομική στρατηγική που θα όφειλε να ακολουθήσει η χώρας μας. Όλες οι προτάσεις είναι παραλλαγές, λιγότερο ή περισσότερο «αριστερές», ενός κοινωνικού ή αριστερού κεϋνσιανισμού. Η διαλεκτική μεταρρύθμισης και ρήξης πρέπει μάλλον να ιδωθεί με νέο τρόπο, λιγότερο πολωτικό. Αν δεν ιδωθεί έτσι, η ιδεολογική αυταπάτη πολύ εύκολα μπορεί να μετατραπεί σε ιδεολογική εξαπάτηση.
Μου προκαλεί συνεπώς σεβασμό, έστω και αν διαφωνώ, η θέση «έξω η Ελλάδα από την ΕΕ». Την θεωρώ πνευματικά και πολιτικά συνεκτική, θεωρώ δε ότι έχει ισχυρά επιχειρήματα υπέρ της.
Μου προκαλεί επίσης σεβασμό η αντίθετη επιλογή, η στρατηγική για μια ομοσπονδιακή Ευρώπη και ο αριστερός ευρωπαϊσμός. Διαθέτει και αυτή το πλεονέκτημα της συνοχής, εκφράζει πολύ καλύτερα κατά τη γνώμη μου τα συμφέροντα της σημερινής Ελλάδας, έχει διαμορφωμένες εστίες και αιχμές κριτικής στο ευρωπαϊκό σύστημα, προσδιορίζει χωρίς διφορούμενα το πλαίσιο.
Η Αριστερά -και κυρίως αυτή- πρέπει να μιλήσει για τους θεσμούς, γιατί αυτοί προσδιορίζουν το σύστημα εξουσίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν το κάνει, ούτε για την Ευρώπη ούτε για την Ελλάδα. Ωστόσο, κρίσιμο στοιχείο του διαβήματος της Αριστεράς, κάθε Αριστεράς παγκοσμίως από τον Μπερνστάιν μέχρι το Λένιν και από τον Κάουτσκυ μέχρι τον Πάλμε ή τον Τσάβεζ, είναι η προώθηση μιας αριστερής λογικής συγκρότησης του κράτους και του συστήματος δημόσιων εξουσιών. Χωρίς αντίληψη για το κράτος και για το σύστημα δημόσιων εξουσιών, δεν υπάρχει Αριστερά. Υπάρχει ο νεοφιλελευθερισμός ή ένας ιδιότυπος αντικρατικός «κινηματισμός».
Η Αριστερά πρέπει να κατανοήσει ότι σε πολύπλοκα συστήματα, όπως το ευρωπαϊκό πολυεπίπεδο σύστημα διακυβέρνησης, οι εναλλακτικές πολιτικές χρειάζονται υψηλή τεχνοκρατική επάρκεια και τεχνοκρατική φαντασία. Η διαχείριση του «όχι» των δημοψηφισμάτων της Γαλλίας και της Ολλανδίας από το Σαρκοζί και όχι από το νικητή, δηλαδή την Αριστερά, είναι ένα μεγάλο μάθημα σε αυτή την κατεύθυνση. Συγχρόνως οι εναλλακτικές πολιτικές χρειάζονται, πέραν της υψηλής τεχνογνωσίας, θεσμική και πολιτική θρασύτητα. Δεν μπορείς να πηγαίνεις με το σταυρό στο χέρι απέναντι σε ορισμένες αποφάσεις της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Χρειάζονται μη συμβατικές θεσμικές κινήσεις, οι οποίες όμως με τη σειρά τους προϋποθέτουν άριστη γνώση των θεσμών. Δεν αρκεί η νοηματοδότηση της ρυθμιστικής ιδέας του κομμουνισμού, η έμφαση στα κινήματα και η καταγγελία του σύμπαντος για να είσαι ριζοσπάστης ή αντισυστημικός.
Η κρίση επιβεβαιώνει τις αριστερές (και όχι μόνο) κριτικές στο ευρωπαϊκό Σύμφωνο Σταθερότητας. Ταυτόχρονα, η εθνική στρατηγική συμμετοχής στον ευρωπαϊκό πυρήνα (όχι τόσο για οικονομικούς όσο για λόγους εξωτερικής πολιτικής) έχει τιναχτεί στον αέρα. Φυσικά, το ελληνικό πρόβλημα είναι ευρωπαϊκό πρόβλημα. Αλλά για τους εταίρους μας. Για εμάς είναι προπάντων ελληνικό πρόβλημα. Η έκρηξη των ελλειμμάτων και του χρέους επιστεγάζουν την ιστορική αποτυχία συγκρότησης αποτελεσματικού και δίκαιου κράτους στη χώρα. Συνοψίζουν επίσης την ιστορική αποτυχία του δικομματισμού. Ωστόσο, η δημοσιονομική κατάρρευση του κράτους δείχνει και την αδυναμία συγκρότησης ηγεμονικής πολιτικής από την Αριστερά.
Θεωρώ εγκληματικό για την Αριστερά, εγκληματικό κυρίως για τη χώρα, ότι η Αριστερά δεν ανέδειξε ως κεντρικό το θέμα της συγκρότησης και του ρόλου της κρατικής εξουσίας. Το ελληνικό κράτος δεν είναι απλώς παραγωγός αναποτελεσματικότητας, ούτε απλώς φορέας μιας κουλτούρας διαφθοράς. Είναι παραγωγός κοινωνικής αδικίας. Και δεν αναφέρομαι μόνο στη φοροδιαφυγή και τα φορολογικά προνόμια, τα οποία δεν αφορούν ειδικά τη μεγάλη επιχείρηση αλλά και το μεγάλο όγκο των μικρομεσαίων. Στις ανισότητες που δημιουργεί η σχέση κεφάλαιο-εργασία επισωρεύονται οι ανισότητες που δημιουργούνται σε βάρος όσων στερούνται κοινωνικών δικτύων πρόσβασης στο κυνικό ελληνικό κράτος. Έχει διαμορφωθεί μια ανομοιογενής ομάδα πληθυσμού που συνδυάζει το χαμηλό μισθό ή σύνταξη, την ανεργία ή την πρόσκαιρη εργασία, με την έλλειψη πρόσβασης στα δίκτυα του στενού και ευρύτερου δημόσιου τομέα. Αυτό δημιουργεί έναν πληθυσμό όχι απλώς αδικημένων, αλλά συντριπτικά χαμένων.
Φυσικά, η Αριστερά έχει αναδείξει τις αδυναμίες του δημόσιου τομέα και της πολιτικής των δύο μεγάλων κομμάτων. Δεν έχει κάνει όμως αυτή την ανάδειξη άξονα της πολιτικής της, «big issue». Την έχει υποβαθμίσει. Επηρεασμένη από τη γενική επίθεση στο κράτος των δυνάμεων της αγοράς, οδηγήθηκε στο να υποβαθμίσει τη σημασία για την κοινωνία και την οικονομία του σουρεαλιστικού ρόλου του ελληνικού κράτους. Υποβάθμισε την πολιτική αποτυχία της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ στο δεδομένο τομέα. Παρέβλεψε ταυτόχρονα ότι όσο το κράτος δυσφημίζει τη δημόσια δράση και τις κρατικές λειτουργίες, τόσο θα λειτουργεί ως ο καλύτερος διαφημιστής του ιδιωτικού τομέα και της αποτελεσματικότητάς του.
Όσο το κράτος δυσφημίζει τη δημόσια παρέμβαση, τόσο η κυριαρχία των ιδεών της αγοράς δεν θα έχει άλλον αντίπαλο πέραν του εαυτού της. Τι άλλο πρέπει να γίνει, μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και την αποτυχία της διευθυνόμενης οικονομίας, για να πάψει να υποτιμά η Αριστερά, στο όνομα υψηλών αντικαπιταλιστικών ή κινηματικών στόχων, τις μορφές και τις δομές κρατικής συγκρότησης; Το διάβημα της Αριστεράς, όχι απλώς το πολιτικό αλλά και το ιδεολογικό (και ίσως κυρίως το ιδεολογικό), περνάει μέσα από την ανάδειξη του κράτους σε αποτελεσματικό μηχανισμό διοίκησης, σε αποτελεσματικό παραγωγικό μηχανισμό, σε αποτελεσματικό αναδιανεμητικό μηχανισμό, αλλά και σε αποτελεσματικό μηχανισμό περιορισμού του ρόλου της αγοράς.
Η σημερινή στιγμή κρίσης και του ελληνικού κράτους και των ιδεών της αγοράς, είναι ίσως μια μεγάλη ευκαιρία για τη διατύπωση μιας φιλόδοξης αριστερής μεταρρύθμισης του ελληνικού κράτους. Μόνο μια τέτοια πρόταση θα καταστήσει πειστική μια εξίσου μεγαλόπνοη πολιτική περιορισμού της χαοτικής μηχανής της αγοράς. Αυτός πράγματι θα μπορούσε να είναι ένας τομέας άσκησης ισχυρού μεταρρυθμισμού. Θα μπορούσε όμως να αποδειχθεί και ο τομέας επιβεβαίωσης του «αριστερού συντηρητισμού».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου