Το ωραίο αυτό κείμενο που είναι μια λυρική ελεγεία για τις σταφίδες από τον Κώστα Περδίκη, που με τρυφερή και άκρως συναισθηματική γραφή γεμάτη αναμνήσεις, το αφιερώνω στους αξέχαστους συγκάτοικους μου στη Θεσσαλονίκη στα αλλοτινά φοιτητικά μας χρόνια. Στον Γιώργο Ασημακόπουλο από την Κορδόρουγα και τον Μέλιο Γκουβάτσο από τη Ζούρτσα. Γειάσου ρε Κορέλα. Σε θυμάμαι σαν τον πιο γλυκό άνθρωπο που γνώρισα στη ζωή μου. Κάποια μέρα σχεδιάζω να σου χαρίσω μια ειδική ανάρτηση με όσες ωραίες σκηνές θυμάμαι από εκείνα τα χρόνια στην ερωτιάρα Σαλόνικα. Όλο λέω να το κάνω κι όλο το αφήνω.. Τον πρώτο χρόνο στην Κασάνδρου 78, τον άλλον στη Λιτωχώρου 4 και τον άλλο στην Τήλου 2. Που θα μου πάει κάποτε θα το κάνω, το έχω σαν τάμα! Παράξενο δεν είναι:Πάνε σαράντα χρόνια και θυμάμαι και τα νούμερα, εγώ που ποτέ δεν περηφανευόμουν για το θυμητικό μου. Πόσο μάλλον Τώρα....
Να με συμπαθάτε αλλά το Κωστάκη τον Περδίκη τον γνώρισα τότε που ερχόταν αδειούχος φανταράκος σε ένα από εκείνα τα σπίτια, μετα τις σπουδές του στο Μετσόβιο.
Όλος ο κάμπος της Ηλείας, τότε,
μια απέραντη πράσινη
θάλασσα.
Γι’ αυτήν πάλευαν τον περισσότερο καιρό.
Την κλάδευαν για να βγάλει νέα βλαστάρια.
Την έσκαβαν για να αφρατέψει το χώμα και μετά
σβάρνιζαν τα κουτρούλια.
Τη χαράκωναν για να "δέσει" σταφύλια.
Τη ρένταγαν και τη θειάφιζαν για περονόσπορο κι
άλλες αρρώστιες.
Την ξεφύλλιζαν για να παίρνει ήλιο και αέρα.
Την τρύγαγαν και την άπλωναν στα αλώνια για να
ξεραθεί.
Τέλος τη μακινάριζαν για να βγει το καθαρό προϊόν,
που το πούλαγαν, ύστερα, στον ΑΣΟ ή στους χοντρέμπορους της περιοχής.
Με τα λεφτά, που έπαιρναν, έπρεπε να βγάλουν κουτσά-
στραβά όλη τη χρονιά.
Εκείνον τον
καιρό, θυμάμαι, κάθε Αύγουστο μήνα μετά της Παναγίας, έπιαναν οι πρώτες μπόρες.
Αυτά τα πρωτοβρόχια ήσαν ό,τι πιο καταραμένο γεγονός
μπορούσε να συμβεί στη σοδειά, που λιαζόταν απλωμένη στα αλώνια, έτοιμη σχεδόν
για μάζεμα.
Η σταφίδα δεν ήθελε και πολύ, ακόμη και να μύριζε
υγρασία, της έφτανε για να μουχλιάσει και να πάει στράφι όλος ο κόπος.
Τα αδιάβροχα υλικά, νάυλον κ.λ.π., ήσαν άγνωστα
τότε.
Οι έρμοι αγρότες έτρεχαν αλλόφρονες με τα
σταφιδόπανα και τα πισσόχαρτα, φορτωμένα πάνω στ’ άλογα και στα γαϊδούρια, για
να προλάβουν το κακό.
Πότε από τα καπρίτσια του καιρού και πότε από την
εξευτελιστική τιμή, το όφελος της μιας χρονιάς, την άλλη γινόταν καπνός.
Είδαν κι απόειδαν ότι από τη σταφίδα μεγάλη προκοπή,
όσο και να περίμεναν, δεν θα ερχόταν.
Μέσα σε μια πενταετία τις ξερίζωσαν απ’ άκρη σ’ άκρη
και τις αντικατέστησαν με το νέο είδος της εποχής, τη ντομάτα, που άφηνε
μεγαλύτερες προσδοκίες για κέρδη.
Όλες οι ασχολίες, που σχετίζονταν με τη σταφίδα, μου
προξενούσαν το ενδιαφέρον.
Εκείνη όμως που πραγματικά με μάγευε ήταν το
μακινάρισμα και αυτό για δύο λόγους.
Ο ένας ήταν γιατί η όλη δουλειά γινόταν πάντοτε τη
νύχτα, που η ξεραμένη σταφίδα ήταν δροσερή και σφριγηλή και αυτό έκανε πιο
εύκολη την επεξεργασία της.
Ο άλλος ήταν αυτό το ίδιο το μηχάνημα, που έκανε
αυτή τη δουλειά, η μάκινα όπως τη λέγανε.
Έμοιαζε σαν ένα μεγάλο κιβώτιο, δυόμισι περίπου
μέτρα μήκος, ένα και κάτι πλάτος και γύρω στα δύο ύψος.
Είχε ξύλινα και μεταλλικά μέρη.
Ο καρπός έπεφτε μέσα σε μια μεταλλική σκάφη στο πάνω
μέρος της μάκινας και καθώς κατέβαινε σιγά-σιγά προς τα κάτω, περνούσε από
διαδοχικά κόσκινα, μέχρι να καταλήξει στο κάτω μέρος καθαρός, μέσα στο σακί.
Μια μεγάλη μανιβέλα που τη γύριζε ο πιο μπρατσωμένος
εργάτης και μερικά λουριά και γρανάζια έδιναν κίνηση στα κόσκινα, βγάζοντας
ταυτόχρονα ένα ρυθμικό μεταλλικό ήχο.
Κρακ-κρακ-κρακ,
κρακ-κρακ-κρακ.
Το μακινάρισμα άρχιζε όταν η νύχτα έπεφτε για τα
καλά και κράταγε μέχρι το πρώτο φως της μέρας.
Εμείς τότε δεν είχαμε δική μας σταφίδα.
Ο πατέρας μου ήταν από τους πρώτους που φρόντισε να
απαλλαχθεί από δαύτη.
Τα βράδια, από τη βεράντα του μικρού εξοχικού μας,
έβλεπα μακριά, το άσπρο φως από τις λάμπες λουξ να καταυγάζει κάποιο αλώνι,
μέσα στον κάμπο και άκουγα τον ήχο της μάκινας ανακατεμένο με τις φωνές των
εργατών.
Φανταζόμουνα, τότε, ότι ήμουνα κι εγώ εκεί, στο
αλώνι, ανάμεσά στους εργάτες, που λούτσα στον ιδρώτα δούλευαν αδιάκοπα,
πειράζοντας ο ένας τον άλλο και ότι
συμμετείχα στην όλη διαδικασία.
Όταν μετά από λίγο έπεφτα στο κρεβάτι μου, ψόφιος
από τη νύστα, μέσα στο σκοτάδι, έφτανε στ’ αφτιά μου το ρυθμικό
κρακ-κρακ-κρακ, κρακ-κρακ-κρακ της
μάκινας, έκλεινα τα μάτια και ο ύπνος μ’
έπαιρνε γλυκά…