Ντίνος Χριστιανόπουλος
Ἀδαμάντιος Κοραῆς
ΝΩΡΙΖΕΤΕ, παμφίλτατε, ὅτι διάγω μόνος, μὲ μία ὑπηρέτρια ποὺ μὲ περιποιεῖται. Κρητικιά, δὲν ξέρω πῶς εὑρέθη στὸ Παρίσι. Τὴν σήμερον, ποὺ τὰ κορίτσια εἶναι τόσο ξεβγαλμένα, εἶναι ἀπίθανη ἡ σεμνότητα κι ἡ ἀφοσίωση ἐτούτης τῆς κοπέλας. Παράπονο ἀπ’ τὴ Λαμπρινὴ δὲν ἔχω – ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα: τῆς ἀρέσει πολὺ νὰ τραγουδάει ὁλημέρα, κι αὐτὸ μὲ ἐκνευρίζει φοβερά. Ὄχι διότι δὲ μ’ ἀφήνει ν’ ἀφοσιωθῶ στὸ γράψιμο καὶ στὴ μελέτη, ὅσο διότι ἐπιμένει μετὰ πάθους —τοὺς ξέρετε δὰ τοὺς Κρητικούς— νὰ τραγουδᾶ μονότονα ἕνα ἄσμα, ποὺ λέγεται «Ἐρωτόκριτος». Θὰ μ’ ἐρωτήσετε βεβαίως τί ἐστὶ τὸ ἄσμα ἐτοῦτο. Εἶν’ ἕνα ἔπος παλαιὸν χιλιάδων στίχων, κομμένο καὶ ραμμένο εἰς τὰ χνάρια βενετσιάνικων προτύπων, μὲ κονταρομαχίες καὶ μὲ γιόστρες, μὲ ἔρωτες κρυφοὺς δυὸ νέων καὶ μὲ ἄρνησιν γονέων, κττ. Μὲ δύο λόγια, μνημεῖο τοῦ πόσο γρήγορα ὁ λαός μας ξεχνάει τὶς παραδόσεις του, διὰ νὰ μιμηθεῖ καμώματα καὶ ἄσματα τῶν ξένων. Κι ὡς πρὸς τὴν γλώσσα, βάρβαρος συμφυρμὸς ρωμέικων καὶ ξένων λέξεων, τόσο ποὺ νὰ μελαγχολεῖ κανεὶς γιὰ τὸ ἂν τὰ ἑλληνικά μας θὰ δυνηθοῦν ποτὲ νὰ καθαρθοῦν. Ἀντιλαμβάνεσθε, λοιπόν, παμφίλτατε, πόσο ἄθλια κατάντησε ἡ ζωή μου, ἔτσι ποὺ εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ ὑφίσταμαι τὴ Λαμπρινὴ ἀδιαλείπτως. Συχνὰ τὴν ἱκετεύω: «Πάψε, ἐπιτέλους, Λαμπρινή, γιὰ νὰ μπορέσω νὰ τελειώσω τὸν Λουκιανό.» Γιὰ μιὰ στιγμὴ βουβαίνεται, μὰ σὲ δέκα λεπτὰ ξανὰ τὰ ἴδια. Καὶ μιὰ φορὰ ποὺ χαρακτήρισα τὸ ἄσμα της ἀηδές, νὰ δεῖτε πῶς ἔξανεστη ἡ Λαμπρινή: «Γιατί, καλὲ κύριε Ἀδαμάντιε, εἶναι ἀηδία ὁ “Ἐρωτόκριτος”; Ἐσεῖς ποὺ εἴσαστε τόσο σοφός, ποῦ ἀκούσατε ὡραιότερο τραγούδι;» Κι εὐθύς τὰ ἴδια, δίχως τελειωμό. Ἀβάστακτη ἔχει γίνει ἡ ζωή μου. Πῶς νὰ τὴν διώξω; Τὴν σήμερον δὲν βρίσκεις δοῦλες στὸ Παρίσι. Μὰ καὶ πῶς νὰ τῆς τὸ κόψω; Εἶναι ἡ μόνη της ψυχαγωγία. Καὶ κάθομαι καὶ ἀπελπίζομαι τώρα ἐδῶ. Ξεύρετε τί θὰ πεῖ νὰ ἀπεχθάνεσαι τέτοια ψευδοδημώδη στιχουργήματα, καὶ νὰ τ’ ἀκοῦς ὁλημερὶς μέσα στὸ σπίτι σου;
Μπονζάι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου