Η καλή μου φίλη η Αρετή Πάνου μου έστειλε το παρακάτω άρθρο του
Ρούσσου Βρανά ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: NEA Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010
Στη φτώχεια. και στην οργή, το σαβουάρ βιβρ δεν έχει καµία θέση. Οταν χρειάστηκε, ακόµη και οι πιο αξιοπρεπείς νοικοκυρές της µεσαίας τάξης βγήκαν µε τις κατσαρόλες τους στους δρόµους της χρεοκοπηµένης Αργεντινής.
Σε επιστηµονικό... συνέδριο που είχε γίνει στις αρχές του χρόνου στο Πανεπιστήµιο του Νότιγχαµ, η καθηγήτρια της φιλοσοφίας Σάρα Μότα είχε µιλήσει για τον τρόπο µε τον οποίο χειρίζονται την οικονοµική κρίση «κυβερνήσεις που υποτίθεται πως προέρχονται από τις λαϊκές τάξεις και που ωστόσο αποδυναµώνουν τη δυνατότητα αντίστασης αυτών ακριβώς των τάξεων, επειδή παρουσιάζονται µε ένα φιλικό προς αυτές προσωπείο».
Αυτές οι κυβερνήσεις, µε κοινωνικά µέτρα που µοιάζουν πιο πολύ µε ελεηµοσύνη, στην πραγµατικότητα νοµιµοποιούν τη φτώχεια, έλεγε η βρετανίδα καθηγήτρια. Σαν να αποτελούν οι ανισότητες ένα αναπόσπαστο µέρος της «τάξης των πραγµάτων», που όλοι πρέπει να αποδεχτούν ότι είναι αδύνατη η εξάλειψή τους, αυτές οι κυβερνήσεις εξαίρουν την αξιοπρέπεια µε την οποία οι λαϊκές τάξεις υποµένουν τις θυσίες στις οποίες υποβάλλονται για λογαριασµό άλλων. Την ίδια ώρα όµως ένας νεαρός έλεγε στο αµερικανικό περιοδικό «Πουρ»: «Η λέξη αξιοπρέπεια µού είναι ενοχλητική. Μου θυµίζει τους καλοσυνάτους και γεµάτους αξιοπρέπεια φτωχούς του Ντίκενς. Εγώ είµαι φτωχός και είµαι οργισµένος. Και όταν µου µιλούν για αξιοπρέπεια, έχω την εντύπωση πως ο σκοπός τους είναι να µε εµποδίσουν να εκφράσω την οργή µου γι αυτό το σύστηµα που θέλει να µε καταδικάσει στη σιωπή». Πρέπει λοιπόν. οι φτωχοί να ακολουθούν το σαβουάρ βιβρ ακόµη κι όταν λιµοκτονούν; Σύµφωνα µε την εποχή µας, που µας καλεί να εγκαταλείψουµε όλα τα προαιώνια ουτοπικά όνειρα και να αποδεχτούµε τους περιορισµούς της πραγµατικότητας, αυτό είναι ωριµότητα.
Σε επιστηµονικό... συνέδριο που είχε γίνει στις αρχές του χρόνου στο Πανεπιστήµιο του Νότιγχαµ, η καθηγήτρια της φιλοσοφίας Σάρα Μότα είχε µιλήσει για τον τρόπο µε τον οποίο χειρίζονται την οικονοµική κρίση «κυβερνήσεις που υποτίθεται πως προέρχονται από τις λαϊκές τάξεις και που ωστόσο αποδυναµώνουν τη δυνατότητα αντίστασης αυτών ακριβώς των τάξεων, επειδή παρουσιάζονται µε ένα φιλικό προς αυτές προσωπείο».
Αυτές οι κυβερνήσεις, µε κοινωνικά µέτρα που µοιάζουν πιο πολύ µε ελεηµοσύνη, στην πραγµατικότητα νοµιµοποιούν τη φτώχεια, έλεγε η βρετανίδα καθηγήτρια. Σαν να αποτελούν οι ανισότητες ένα αναπόσπαστο µέρος της «τάξης των πραγµάτων», που όλοι πρέπει να αποδεχτούν ότι είναι αδύνατη η εξάλειψή τους, αυτές οι κυβερνήσεις εξαίρουν την αξιοπρέπεια µε την οποία οι λαϊκές τάξεις υποµένουν τις θυσίες στις οποίες υποβάλλονται για λογαριασµό άλλων. Την ίδια ώρα όµως ένας νεαρός έλεγε στο αµερικανικό περιοδικό «Πουρ»: «Η λέξη αξιοπρέπεια µού είναι ενοχλητική. Μου θυµίζει τους καλοσυνάτους και γεµάτους αξιοπρέπεια φτωχούς του Ντίκενς. Εγώ είµαι φτωχός και είµαι οργισµένος. Και όταν µου µιλούν για αξιοπρέπεια, έχω την εντύπωση πως ο σκοπός τους είναι να µε εµποδίσουν να εκφράσω την οργή µου γι αυτό το σύστηµα που θέλει να µε καταδικάσει στη σιωπή». Πρέπει λοιπόν. οι φτωχοί να ακολουθούν το σαβουάρ βιβρ ακόµη κι όταν λιµοκτονούν; Σύµφωνα µε την εποχή µας, που µας καλεί να εγκαταλείψουµε όλα τα προαιώνια ουτοπικά όνειρα και να αποδεχτούµε τους περιορισµούς της πραγµατικότητας, αυτό είναι ωριµότητα.
Καθετί άλλο είναι αδύνατο, ανέφικτο και ανώριµο.«Το Δεν µπορείς βρίσκεται στην ηµερήσια διάταξη», λέει ο φιλόσοφος Σλαβόι Ζίζεκ. «Δεν µπορείς να συµµετέχεις σε συλλογικές δράσεις, επειδή κινδυνεύουν να καταλήξουν στην τροµοκρατία. Δεν µπορείς να υπερασπίζεσαι το κοινωνικό κράτος, επειδή αυτό δεν είναι ανταγωνιστικό. Δεν µπορείς να βγεις έξω από την παγκόσµια αγορά, επειδή αυτό µπορεί να οδηγήσει σε άλλη µία Βόρεια Κορέα». Μπορείς µόνο να αποδεχτείς ότι είναι αδύνατη η ριζική αλλαγή, ότι είναι αδύνατη η κατάργηση του συστήµατος, ότι είναι αδύνατη µια δηµοκρατία που δεν θα είναι ένα διεφθαρµένο κοινοβουλευτικό παιχνίδι. Η εποχή αυτών των «µπορείς» και «δεν µπορείς» θυµίζει τις ταραγµένες απαρχές του περασµένου αιώνα, όταν ο Γκράµσι είχε γράψει: «Ο παλιός κόσµος πεθαίνει και νέοι παγκόσµιοι αγώνες γεννιούνται. Τώρα είναι η εποχή των τεράτων».
Το παράθυρο..της ουτοπίας βρίσκεται όµως πάντα µπροστά µας. «Τη βλέπω στον ορίζοντα», έγραφε γι αυτήν ο Εντουάρντο Γκαλεάνο. «Κάνω δυο βήµατα κι εκείνη φεύγει άλλα δύο παραπέρα. Κάνω δέκα κι εκείνη κάνει άλλα τόσα. Οσο κι αν προχωρώ, ποτέ µου δεν τη φτάνω. Τι µου χρησιµεύει; Με κάνει να βαδίζω µπροστά».
Το παράθυρο..της ουτοπίας βρίσκεται όµως πάντα µπροστά µας. «Τη βλέπω στον ορίζοντα», έγραφε γι αυτήν ο Εντουάρντο Γκαλεάνο. «Κάνω δυο βήµατα κι εκείνη φεύγει άλλα δύο παραπέρα. Κάνω δέκα κι εκείνη κάνει άλλα τόσα. Οσο κι αν προχωρώ, ποτέ µου δεν τη φτάνω. Τι µου χρησιµεύει; Με κάνει να βαδίζω µπροστά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου