ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΠΕΡΔΙΚΗ
Τα καμιόνια της αεροπορίας αναχωρούσαν γύρω
στις δέκα το πρωί, μπροστά από την εκκλησία του πολιούχου της Ελευσίνας Αη-Γιώργη. Στα πλαϊνά της καρότσας τους είχαν δυο τάβλες που πάνω τους
καθόμαστε εμείς, τα αγόρια, που θα πηγαίναμε στην κατασκήνωση. Στον χώρο που
περίσσευε, μπαίνανε τα μπαγκάζια μας. Έξω-έξω έπιανε θέση ο υπεύθυνος συνοδός
μας.
Βγαίναμε από την πόλη και τα καμιόνια παίρνανε τον
δρόμο για τη Θήβα. Περνάγαμε τη Μάντρα, ανηφορίζαμε τις στροφές της
Αγια-Σωτήρας και μετά κατηφορίζαμε μέχρι το ίσιωμα, όπου ύστερα από λίγο
στρίβαμε αριστερά και πιάναμε τον χωματόδρομο. Δρόμο παίρναμε, δρόμο αφήναμε
στο μέσο του κάμπου. Γύρω μας ερημιά, εδώ εκεί κανένα πευκάκι, θάμνοι και αγκάθια.
Που και που κανένα καλυβάκι ή ένας βοσκός με το κοπάδι του. Ύστερα από αρκετή
ώρα, ξεχώριζε από μακριά, στο κάτω μέρος της πλαγιάς του Πατέρα, το άσπρο εκκλησάκι
του Αη-Γιώργη. Ήταν σημάδι πως φτάναμε.
Μπαίναμε στον χώρο της
κατασκήνωσης, περνάγαμε τα γήπεδα και τα καμιόνια σταμάταγαν λίγο πριν τα
μαγειρεία. Εκεί μας περίμεναν ο Αρχηγός, ο κύριος Παυλόπουλος και τα στελέχη,
κοινοτάρχες και ομαδάρχες. Μας είχαν ήδη χωρίσει σε ομάδες, οκτώ-δέκα
ατόμων. Πέντε ομάδες αποτελούσαν κάθε
μια από τις τρεις κοινότητες. Περίπου εκατόν πενήντα παιδιά, όλα των
εργαζομένων στο εργοστάσιο τσιμέντων "ΤΙΤΑΝ", φιλοξενούνταν στην
κατασκήνωση για τρεις εβδομάδες. Τα αγόρια τον Ιούλιο και τα κορίτσια τον
Αύγουστο.
Η κατασκήνωση ήταν έμπνευση
και δημιούργημα ενός οραματιστή παπά, του παπα-Γιώργη Πυρουνάκη. Εγώ
ήμουνα της προσκολλήσεως, πήγαινα χαριστικά, ακολουθώντας τον μεγάλο μου
ξάδελφο, που ήταν στέλεχος, ομαδάρχης στην αρχή και μετά κοινοτάρχης. Πρέπει να
ήμουνα ο πιο μικρός στην ηλικία, αλλά και στο μπόι κατασκηνωτής.
Μέναμε όλοι σε
σκηνές, σε δύο σειρές ράντσα, αριστερά και δεξιά. Μπροστά, στην είσοδο της
σκηνής, ήταν το ράντσο του ομαδάρχη μας. Για τρεις εβδομάδες εκείνος ήταν η
μάνα και ο πατέρας μας. Όποιο πρόβλημα, όποιο παράπονο, όποιος τσακωμός, αυτός
ήταν εκεί για να δώσει λύση. Ο κοινοτάρχης έμενε στην ατομική του σκηνή, στην
άκρη της κοινότητας. Κάθε
ομάδα είχε την κραυγή της, ένα χαρακτηριστικό τετράστιχο που την
ξεχώριζε από τις άλλες.
Οι σκηνές ήσαν σκορπισμένες
στην πευκόφυτη πλαγιά, βαλμένες πάνω σε οριζόντιους αναβαθμούς. Δρομάκια σχηματισμένα
με ασβεστωμένα βότσαλα, στις άκρες τους, ένωναν τις σκηνές μεταξύ τους και
κατέληγαν στις κεντρικές οδούς, με
ονόματα όπως: αγάπη, ελπίδα, ελευθερία. Η μυρωδιά των πεύκων, ο
ήχος των τζιτζικιών και το κοκκινόχωμα ήσαν, θυμάμαι, άρρηκτα δεμένα με την
εκεί διαμονή μας.
Πιο κάτω από εκεί που
σταματούσαν οι σκηνές, ήσαν τα γήπεδα. Απέναντι από τα γήπεδα, στην άλλη άκρη
της κατασκήνωσης, ήταν ο στρογγυλός χώρος της συγκέντρωσης για την έπαρση και
υποστολή της σημαίας και την αναφορά. Κάτω από τα γήπεδα, ήσαν τα μαγειρεία και
οι στενόμακρες τραπεζαρίες με τους πάγκους, στη σκιά των αιωνόβιων πεύκων.
Τελευταίες και απομακρυσμένες οι τουαλέτες.
Υπήρχε ακόμη το μικρό
θεατράκι για την ψυχαγωγία και ο βωμός με τον Εσταυρωμένο για τη θεία
λειτουργία και την προσευχή. Η κατασκήνωση διέθετε και ιατρείο, σε μια ξεχωριστή
σκηνή, με τον γνώριμο κόκκινο σταυρό ζωγραφισμένο στο μπροστινό πανί της. Εκεί
πήγαιναν για πρώτες βοήθειες όσοι τραυματίζονταν ή αρρώσταιναν. Το ιατρείο το
είχα πάρει από φόβο, τόσο, που μόνο από μακριά
του περνούσα. Ευτυχώς που δεν έτυχε να το χρειαστώ.
Κάθε Κυριακή, το απόγευμα,
είχε επισκεπτήριο. Έρχονταν οι γονείς για να δουν τα παιδιά τους,
κουβαλώντας διάφορα καλούδια, που
νόμιζαν ότι τα είχαν στερηθεί. Την πρώτη χρονιά μου στην κατασκήνωση και στο
πρώτο επισκεπτήριο είχα ρίξει το κλάμα της ζωής μου, μη βλέποντας ανάμεσα στους
άλλους και τους δικούς μου γονείς, που ζούσαν μακριά. Οι γονείς του ξαδέλφου
μου έκαναν οι καημένοι ό,τι μπορούσαν για να με παρηγορήσουν. Με τον καιρό
συνήθισα και στα άλλα επισκεπτήρια ένοιωθα κάπως καλύτερα.
Η ατμόσφαιρα στην
κατασκήνωση έπαιρνε άλλη βαρύτητα με τον ερχομό του παπα-Γιώργη, συνήθως
Σάββατο απόγευμα. Την άλλη μέρα, Κυριακή, τελούσε την ιερή λειτουργία
στον βωμό και στη συνέχεια με τη δυνατή και γλυκιά φωνή του, μας ανέπτυσσε ένα
θέμα, που εκείνος είχε επιλέξει. Τελειώνοντας, περιδιάβαινε όλον τον χώρο της κατασκήνωσης, εμφανώς
ικανοποιημένος, φορώντας τα ανοιχτόχρωμα ράσα του και κρατώντας πάντα μια μαύρη
ομπρέλα για τον ήλιο.
Στην
κατασκήνωση, ένα Σάββατο βράδυ, εξομολογήθηκα στον παπα-Γιώργη, για πρώτη μου
φορά. Την Κυριακή σκόπευε να μας μεταλάβει. Μετά το βραδινό φαγητό, ομάδα-ομάδα, πήγαμε και
σταθήκαμε πενήντα μέτρα περίπου μακριά από τον βωμό. Ένα-ένα παιδί, μόλις
τελείωνε το προηγούμενο, κατευθυνόταν προς τα κει. Ο παπάς μας περίμενε στο σκοτάδι, με μοναδικό
φως ένα κερί. Έφτασε και η σειρά μου.
Δεν ήξερα τι έπρεπε να πω, ποια σκέψη ή ποια πράξη μου θα ήταν για τον
παπά αμαρτία. Άρχισα να βαδίζω με κομμένα τα πόδια. Τα πενήντα μέτρα μου
φάνηκαν ατελείωτα, μέχρι να ακούσω την σιγανή φωνή του: "πλησίασε παιδί
μου". Με μιας ανακουφίστηκα, πήρα θάρρος, τον πλησίασα, φίλησα το χέρι
του. Εκείνος μου είπε δυο τρεις καλοσυνάτες κουβέντες, με ευλόγησε και με καληνύχτισε.
Το δέος εκείνης της πρώτης μου εξομολόγησης το κουβαλάω ακόμη.
Το γεγονός που είχε ξεχωριστή
σημασία, στη διάρκεια της εκεί διαμονή μας, ήταν η ανάβαση στην κορυφή του
Πατέρα. Γινόταν προς το τέλος της περιόδου. Ξεκινούσαμε πολύ πρωί, αχάραγα
σχεδόν, εφοδιασμένοι με τα απαραίτητα καπέλα και παγούρια. Βγαίναμε έξω από τον
χώρο της κατασκήνωσης, διασχίζαμε τον Αχλαδόκαμπο, μια περιοχή γεμάτη με αγριοαχλαδιές
και μετά παίρναμε το ανηφορικό κακοτράχαλο μονοπάτι, που οδηγούσε στην κορυφή
του βουνού. Φτάναμε την ώρα που ο ήλιος έσκαγε μύτη στην Ανατολή. Το ψυχρό
αεράκι μας περόνιαζε. Η θέα από κει ψηλά μαγευτική. Από τη μια μεριά, ο
κόλπος των Αλκυονίδων και στο βάθος ο Κορινθιακός και από την άλλη, ο κόλπος
των Μεγάρων και πιο μακριά ο Σαρωνικός. Πριν πιάσει για τα καλά η ζέστη,
αρχίζαμε να κατηφορίζουμε, τραγουδώντας: "ήταν ένα μικρό καράβι, που
ήταν αταξίδευτο", "τι να πρωτοθυμηθώ για σένα όμορφο
χωριό" κ.ά.
Σχεδόν κάθε βράδυ, μετά το
φαγητό είχαμε ψυχαγωγία. Πιάναμε θέση στις κερκίδες, στο μικρό θεατράκι, όλο
προσμονή για το τι θα δούμε. Η καλύτερή μας, βέβαια, ήταν όταν είχαμε
κινηματογράφο, κάποια ταινία 16 χιλ., συνήθως κωμωδία με Χοντρό-Λιγνό, Τρίο
Στούτζες ή Σαρλώ. Αυτό όμως συνέβαινε σπάνια. Τις περισσότερες βραδιές τη
βγάζαμε με τα ίδια και τα ίδια σκετς, γελούσαμε όμως και διασκεδάζαμε σαν να
ήταν η πρώτη φορά.
Το πιο πολυπαιγμένο ήταν
εκείνο του ταύρου με τον ταυρομάχο. Δυο παιδιά κρυμμένα κάτω από ένα
πανί παρίσταναν τον ταύρο, που τελικά προς τέρψιν μας, αντί να τον σκοτώσει, ως
συνήθως, ο θαρραλέος ταυρομάχος, ο ταύρος τον ταπείνωνε με το να του στρέψει τα
νώτα και να τον κατουρήσει. Το κόλπο έπιανε καθώς το πίσω παιδί, άδειαζε ένα κανάτι με νερό στη
σκηνή και κέρδιζε τα γέλια και τα παλαμάκια μας. Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως
εκείνο το σκετς να είχε και φιλοζωική νήξη…
Τελειώνοντας από την
ψυχαγωγία τραβούσαμε παρέες-παρέες για τις σκηνές μας. Έμπλεοι ευτυχίας λέγαμε
το τραγούδι: "τώρα πέρασε η μέρα καληνύχτα σας παιδιά" και
πέφταμε στα ράντσα μας. Τα χασκόγελα και οι κουβέντες κόβονταν με μιας, μόλις
ακουγόταν το σιωπητήριο. Ο ύπνος δεν αργούσε να μας πάρει, ψόφιοι καθώς είμαστε
από την κούραση.
Την άλλη μέρα, πρωί-πρωί, το
καμπανάκι χτυπούσε δυνατά για εγερτήριο.
Ο Αρχηγός με τη βροντώδη φωνή του άρχιζε
να μετρά μέχρι το δέκα για να τρέξουμε στα γήπεδα για τη γυμναστική.
Τελειώνοντας γυρίζαμε στις σκηνές μας, κάναμε καθαριότητα, προσευχή και μετά
κατεβαίναμε στις τραπεζαρίες για το πρωινό. Ο κάθε ομαδάρχης όριζε από πριν
ποιο παιδί θα έκανε εκείνη τη μέρα τη "μαρίκα", δηλαδή θα ήταν
υπεύθυνο για το σερβίρισμα του πρωινού, του μεσημεριανού και του βραδινού
φαγητού στην ομάδα του.
Αμέσως μετά το πρωινό, ήταν
η ώρα της έπαρσης της σημαίας και της πρωινής αναφοράς. Καθόμαστε σε κυκλική
διάταξη, χωριστά κάθε ομάδα και οι ομαδάρχες έδιναν αναφορά στον Αρχηγό. Εκεί πρωτοάκουσα και το: "άπαντες
παρόντες". Η σημαία υψωνόταν στον ιστό της, ενώ εμείς
ξεφωνίζαμε με καμάρι:"μέσα μας βαθιά για σένα μια λαχτάρα πάντα ζει,
την πατρίδα συμβολίζεις και τη λευτεριά μαζί".
Ύστερα, σειρά στο πρόγραμμα
είχε η καθημερινή εργασία. Στρώναμε τα κρεβάτια, μαζεύαμε τα σκουπίδια του χώρου
μας, ασβεστώναμε τα βότσαλα στα δρομάκια, γύρω από τη σκηνή μας, για να είμαστε
έτσι έτοιμοι για την επιθεώρηση του Σαββάτου. Μετά το δεκατιανό, μέχρι την ώρα
του μεσημεριανού φαγητού, είχαμε ελεύθερο χρόνο για παιχνίδι: ντάμα, σκάκι, ή
πινγκ-πονγκ, αν βέβαια είχαν διασωθεί οι ρακέτες και τα μπαλάκια του. Τα άλλα,
τα ομαδικά, ποδόσφαιρο, μπάσκετ, ή βόλεϋ, συνήθως τα παίζαμε τα απογεύματα, που
είχαμε περισσότερο ελεύθερο χρόνο.
Η κατασκήνωση το βράδυ
φωτιζόταν με ηλεκτρικό φως, από μία γεννήτρια. Για τη γεννήτρια και γενικά για
τον φωτισμό υπεύθυνος ήταν ο Παναγιώτης,
ένας νεαρός άντρας παθιασμένος με τη μπάλα. Εκείνο το απόγευμα είχε
αρχίσει να σκοτεινιάζει αλλά ο Παναγιώτης, προσηλωμένος στο παιχνίδι, είχε ξεχάσει
παντελώς τη γεννήτρια. Εναγωνίως του φώναζαν από τα μαγειρεία να πάει για να τη
βάλει μπροστά. Κάθιδρος, όπως ήταν, τους
έκανε νόημα φωνάζοντας: "ένα, ένα
γκολάκι ακόμη" και έφτασα. Όλοι μας, τότε, ευχόμαστε να σκοράρει ο
Παναγιώτης, μπας και βλέπαμε φως εκείνο το βράδυ…
Μετά το τέλος της απογευματινής ελεύθερης ώρας,
κάναμε την υποστολή της σημαίας και στη συνέχεια πηγαίναμε για το βραδινό
φαγητό.
Την τελευταία Κυριακή, πριν φύγουμε, οι τρεις
κοινότητες παρουσίαζαν στους γονείς και επισκέπτες ό,τι καλύτερο είχαν κάνει
κατά τη διάρκεια της κατασκηνωτικής περιόδου. Συναγωνίζονταν μεταξύ τους και τα
επιτεύγματά τους τα συγκέντρωναν σε τρία μεγάλα πανώ, που έμπαιναν μπροστά από
κάθε κοινότητα. Εκεί υπήρχαν καρφιτσωμένα θεατρικά σκετς, σατιρικά στιχάκια,
γελοιογραφίες, ζωγραφιές, εφημεριδούλες για τη ζωή στην κατασκήνωση κ.ά.
Όλα τα παραπάνω, όπως και
άλλα πολλά, τα αναλογίζομαι πάντα με
νοσταλγία.
Η κατασκήνωση του παπα-Γιώργη και τι
δεν μας χάρισε.
Φιλίες, γνώσεις, χαρά, συντροφικότητα, αγάπη.
Εκείνα τα καλοκαίρια, ζώντας εκεί για τρεις
εβδομάδες, είμαστε στ’ αλήθεια "χαρούμενα παιδιά-χαρούμενα νιάτα".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου