TO ΓΙΑΝΝΙΤΣΟΧΩΡΙ ΕΙΝΑΙ
ΣΤΟ ΝΟΤΙΟΤΕΡΟ ΣΗΜΕΙΟ
ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΖΑΧΑΡΩΣ, ΤΗΣ
ΠΑΛΑΙ ΠΟΤΕ ΕΠΑΡΧΙΑΣ
ΟΛΥΜΠΙΑΣ,ΣΤΙΣ ΕΚΒΟΛΕΣ
ΤΗΣ ΝΕΔΑΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ
ΣΥΝΟΡΑ ΗΛΕΙΑΣ ΚΑΙ
ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ.
Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2023
Οι Ευτράπελες Ιστορίες του Νασρ-εν-ντιν Χότζα
Επιμέλεια κειμένων: Πάνου Καπετανίδη
Πηγή
Ο Καραγκιόζης Αλογόκριτος
:
21. - Ο ΧΟΤΖΑΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ Την εποχή, που ο Χότζας ήταν δάσκαλος και ανύπαντρος ακόμα, ένας πολύ στενός και αγαπητός του φίλος, περνώντας, μια μέρα, έξω απ’ το σχολείο του, το ‘δε κλειστό και είπε μέσα του: «Κάποιος πέθανε, σήμερα, του Χότζα. Είναι χρέος μου να πάω να τον συλλυπηθώ και να τον παρηγορήσω». Πήγε και τόνε βρήκε μονάχο, κλεισμένο στον οντά του, καθισμένο σταυροπόδι απάνω στον καναπέ, με το σαρίκι του βγαλμένο απ’ το κεφάλι και το μέτωπό του δεμένο με το μαντήλι του πένθους και όλη την ώρα να κλαίει και να χτυπιέται και να μην παύει καμιά στιγμή το θρήνος και το μοιρολόι. Άμα τον είδε σ' αυτήν την κατάσταση ο φίλος του, ράγισε η καρδιά του και του ‘πε: - Ζωή σε λόγου σου, Χότζα! Μα δεν πρέπει να κάνεις έτσι, καημένε! Ε! Απ’ τον Θεό ήτανε! Μη δα όλοι μας δεν θα πάμε απ’ αυτόν το δρόμο; Υπομονή! Τι θα κάνεις με το κλάμα; Μπορείς να τον ξαναφέρεις πίσω; Μα, πες μου, αλήθεια, ποιος σου πέθανε; - Αχ, φίλε μου, μου πέθανε το πιο ακριβό και αγαπημένο πλάσμα που είχα στον κόσμο. - Ποιος; Ο πατέρας σου; - Όχι! - Η μητέρα σου; - Όχι! - Ο αδερφός σου; - Όχι! - Κανένας συγγενής σου; - Όχι! - Τότε, ποιος; - Η αγαπημένη μου! - Ου, καημένε! Θλιβερό, δεν σου λέω, μα υπάρχουν τόσες άλλες στον κόσμο και πιο ωραίες! - Δεν την είδα ποτέ μου, για τούτο δεν μπορώ να κρίνω αν υπάρχουν άλλες ωραιότερες απ’ αυτήν στον κόσμο! Σε αυτά τα λόγια, απόρησε πολύ ο φίλος του και τόνε ρώτησε: - Και πώς την αγάπησες, αφού ποτέ σου δεν την είδες; Απάντησε ο Χότζας: - Άκουσε: Προχθές το πρωί καθόμουν στο παράθυρό μου, όταν ξαφνικά άκουσα έναν άνθρωπο, που περνούσε από το δρόμο, να τραγουδάει αυτό το τραγουδάκι: «Ω, Αμίνα, γλυκεία και ωραία Αμίνα! Οι χάρες σου με σκλάβωσαν και τα νάζια σου μου κομμάτιασαν την καρδιά μου. Ω, Αμίνα, αγγελοκάμωτη Αμίνα! Δώσε μου πίσω την καρδιά μου και ας είν’ κομματιασμένη». Άμα άκουσα αυτόν του άνθρωπο να λέει αυτά τα λόγια, καθώς περνούσε από το δρόμο, είπα μέσα μου: - Βέβαια, αν η Αμίνα δεν ήτανε γυναίκα που να μην υπάρχει όμοιά της στον κόσμο, οι ποιητές δεν θα την εξυμνούσαν με ωδές και τραγούδια. Για τούτο την αγάπησα τρελά. Μα, δυο μέρες κατόπι, δηλαδή σήμερα το πρωί, ο ίδιος άνθρωπος πέρασε πάλι από κάτω, τραγουδώντας ένα λυπητερό τραγούδι που τέλειωνε μ’ αυτούς τους στίχους: «Πάνε, πάνε, η Αμίνα και ο γάιδαρός της, έφυγαν και δεν ξαναγυρίζουν πια». Κατάλαβα τότε πως πέθανε η Αμίνα, η αγαπημένη μου Αμίνα, και για τούτο κλαίω και θρηνώ για το χαμό της. Αχ! Πού θα ξαναβρώ μια τέτοια Αμίνα;
22. - ΤΟ ΖΩΔΙΟ ΤΟΥ Κάποιος, μια μέρα, ρώτησε τον Χότζα: - Σε ποιο ζώδιο γεννήθηκες; - Στο ζώδιο του Τράγου, απάντησε ο Νασρ-εν-Ντιν. - Μα δεν υπάρχει κανένα ζώδιο να ‘χει αυτό το όνομα, παρατήρησε ο φίλος του. - Όταν ήμουνα μικρό παιδί, η μητέρα μου, μου ‘λεγε πως γεννήθηκα στο ζώδιο του Αιγόκερου. - Έτσι λέγε, λοιπόν! Γιατί Αιγόκερος θα πει κατσικάκι, όχι τράγος. - Βρε ηλίθιε, απάντησε ο Χότζας, από τότε πέρασαν καμιά εξηνταριά χρόνια, το παιδί γένηκε γέρος με άσπρα γένια και το κατσικάκι δεν γένηκε τράγος;
23. - Η ΠΩΛΗΣΗ ΤΗΣ ΓΕΛΑΔΑΣ Μια μέρα, ο Χότζας κατέβασε στο παζάρι τη γελάδα του και την τριγυρνούσε πέρα δώθε, μα κανείς δεν βρισκόταν να την αγοράσει. Έξαφνα, ένας ντελάλης τον πλησιάζει και του λέει: - Από το πρωί και δεν μπόρεσες ακόμα να πουλήσεις τη γελάδα σου; Δώσε μου τη σε μένα και θα δεις πως θα στην πουλήσω στο άψε σβήσε! -Πάρε την! είπε ο Χότζας. Ο ντελάλης πήρε τη γελάδα και άρχισε να την τριγυρνά μέσα στο παζάρι, διαλαλώντας τα χαρίσματά της και λέγοντας: - Ποιος παίρνει αυτήν τη γελάδα; Είναι έξι μηνών έγκυος και πρωτάρα τεσσάρων χρονών. Και έτσι, δεν άργησε να βρει αγοραστή.
24. - ΠΕΘΑΜΕΝΟΣ ΒΓΑΝΕΙ ΣΕ ΠΕΡΙΠΑΤΟ Ένα πρωί, ο Νασρ-εν-Ντιν βγήκε λίγο έξω από την πόλη, για ν’ αναπνεύσει αέρα, όταν είδε από μακριά μερικούς καβαλάρηδες να ‘ρχονται προς το μέρος του. Του πέρασε ιδέα πως ήταν ληστές και κακούργοι και ήθελαν να του πάρουν τη ζωή και απ’ το φόβο του έτρεξε μέσα σ’ ένα νεκροταφείο που ήταν εκεί κοντά και αφού έβγαλε βιαστικά όλα τα ρούχα του, χώθηκε και ξαπλώθηκε γυμνός μέσα σ’ έναν τάφο. Μα οι καβαλάρηδες τον είχαν πάρει νόγα, και πλησιάζοντας του ‘παν: - Βρε άνθρωπε, γιατί είσαι πλαγιασμένος εδώ μέσα; Ο Νασρ-εν-Ντιν μην θέλοντας να φανερώσει τους φόβους του, απάντησε: - Είμαι από τους πεθαμένους που αναπαύονται σε τούτο το νεκροταφείο και σήμερα την αυγή βγήκα από τον τάφο μου, για να κάνω ένα μικρό περίπατο με τη δροσιά!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου