ΔΗΜΗΤΡΑΚΗΣ ΚΟΚΟΥΛΑΣ
Τους μάγους, τους υπνωτιστές και τους ταχυδακτυλουργούς τους λέγαμε φακίρηδες. Εξαφάνιζαν μαντίλια, έπαιρναν ρολόγια από τα χέρια των θεατών και μπήγανε κάτι μακριά σπαθιά σ' ένα κασόνι, όπου είχανε βάλει μέσα τη βοηθό τους. Αυτό μας φόβιζε και σκύβαμε από κάτω, να δούμε αν στάζει αίμα. Αλλά αυτή... τσααακ, έβγαινε σώα και αβλαβής!
Σιγά μην πάθαιναν κακό οι κοπέλες αυτές από τα αθώα σπαθιά. Εδώ έμεναν αλώβητες από τόσα αντρικά βλέμμα-τα. Βλέμματα που τις διαπερνούσαν διασταυρούμενα και πεινασμένα, καθώς ντυμένες με κολλητά παντελόνια ή με κάτι κοντές και γυαλιστερές φούστες πηγαινοέρχονταν προκλητικά πάνω στην ξύλινη εξέδρα.
Σκορπούσαν πόθους άγριους, σε ανύπαντρους και παντρεμένους. Μα πιο πολύ ξεσήκωναν εκείνα τα παλικάρια που είχαν μόλις γυρίσει από το στρατό. Ήταν πιο δύσκολο να κρατηθούν, τώρα που κάποια αγκαλιά είχαν γευτεί, έστω και πληρωμένη. Δεν άντεχαν. Έπαιρναν πάλι το λεωφορείο για Καλαμάτα. Επέστρεφαν στον τόπο του «εγκλήματος». Στις ελιές με τα μικρά σπιτάκια δίπλα στο στρατό-πεδο. Εκεί που, την ημέρα της κατάταξης και λίγο πριν από το κούρεμα στα κοντινά κουρεία, είχαν αφήσει την παρθενιά τους.
Άλλες φορές πάλι, κάποιος επιτήδειος «αγαπητικός» έφερνε το «κορίτσι» στο χωριό. Συνήθως Κυριακή απόγιομα. Την οδηγούσε κάπου απόμερα. Σε κάποιο καλύβι ή εξώσπιτο, που γρήγορα το μάθαιναν και συνωμοτικά προσέρχονταν οι ενδιαφερόμενοι. Πήγαιναν ανά δύο. Με τα χέρια στις τσέπες σαν σε κυριακάτικο περίπατο στην εξοχή. Σφυρίζοντας εύθυμα τραγουδάκια,
Μαζεύονταν στην αθέατη από το δρόμο πλευρά. Εκεί ο τύπος με το μουστακάκι τούς έβαζε όλους στη γραμμή. Δεν μιλούσαν. Τραβάγανε βαθιές ρουφηξιές από το τσιγά-ρο και με το κεφάλι σκυφτό σκαλίζανε το χώμα με τη μύτη του σκαρπινιού τους. Και ένας ένας, αφού πλήρωνε, περνούσε με κατάνυξη το μικρό πορτάκι. Και εκεί, μέσα στο ημίφως, πάνω στα διπλωμένα σταφιδόπανα με τις σκόνες, πάνω στα άδεια σακιά από λιπάσματα και θειάφια, κάποια σκιά περίμενε με σηκωμένα τα φουστάνια. Για να ακολουθήσει ένα βουβό αγκάλιασμα, μια σύντομη μάχη, μια εκτόνωση.
Κάποια φορά ο «αγαπητικός» είδε να έρχεται ένα αμάξι. Νόμισε πως ήτανε της χωροφυλακής και το 'βαλε στα πόδια. Πήραν οι άλλοι το «κορίτσι» και το γύριζαν από καλύβι σε καλύβι, ενώ είχε αρχίσει ήδη να νυχτώνει. Μαθεύτηκε το νέο στο χωριό και τρέξανε πολλοί. Και όχι μονά-χα ανύπαντροι. Σχηματίστηκε ένας θίασος άγριου πάθους, που, με το φως ενός φακού και με το φόβο των χωροφυλάκων, άλλαζε θέσεις διαρκώς μέσα στην αφέγγαρη νύ-χτα του Φλεβάρη, παραπλανώντας τους ανύπαρκτους διώκτες.
Κάποιοι που έμεναν στην άκρη του χωριού μίλησαν την άλλη μέρα για τα αλυχτίσματα των σκυλιών που έρχονταν ΌΛΗ ΤΗ ΝΎΧΤΑ ΑΠΌ ΤΑ ΧΩΡΆΦΙΑ
όλη τη όλη τη νύχτα από τα χωράφια. Είπανε και για κάποιο φως που πότε το έχαναν και πότε το ξανάβλεπαν.
Το κλάμα της κοπέλας και τα παρακάλια δεν τα άκουγαν. Αυτά διέρρευσαν από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές και από τους επιβάτες του πρώτου λεωφορείου για Καλαμάτα. Που έκπληκτοι είδανε σε μια στροφή, μπροστά στο φως των προβολέων, ν' ανοίγουνε τα σχίνα και να πετιέται από μέσα μια γυναικεία σκιά! Ήτανε, λένε, τυλιγμένη με ένα λασπωμένο πανωφόρι. Είχε τα πόδια ξεκάλτσωτα, γεμάτα γρατζουνιές. Τα μάτια κόκκινα και σύγκορμη τουρτούριζε από το κρύο. Μπήκε από την πίσω πόρτα και έκατσε στο τελευταίο κάθισμα. Άνοιξε τη σφιγμένη χούφτα της, άφησε στο χέρι του εισπράκτορα ένα κουβαριασμένο κατοστάρικο και με τρεμάμενη φωνή ψιθύρισε: «Καλαμάτα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου