[ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΜΟΝΉ ΜΕ ΑΓΩΝΙΑ
ΚΑΙ ΛΑΧΤΆΡΑ Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΕΊΝΑΙ ΚΑΤΑΠΡΑΫΝΤΙΚΟ!!!]
ΚΑΙ ΛΑΧΤΆΡΑ Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΕΊΝΑΙ ΚΑΤΑΠΡΑΫΝΤΙΚΟ!!!]
Να ‘μαι λοιπόν στις 12 το
μεσημέρι στο σταθμό του ΚΤΕΛ στο Ηράκλειο, φορτωμένος με όλα τα σχετικά και
αναγκαία. Προορισμός το οροπέδιο του Λασιθίου. Το Λασίθι με τις δεκαοχτώ
χάντρες του, σαν κομπολόι. Τα δεκαοχτώ χωριά του περιμετρικά γύρω-γύρω, στη μέση
ο κάμπος και γύρω τα βουνά της Δίκτης. Ήξερα από την Αθήνα ότι για το Λασίθι
από το Ηράκλειο υπήρχαν εβδομαδιαίως έξι δρομολόγια. Τρία να πας, και
τρία να επιστρέψεις, Δευτέρα, Παρασκευή και Κυριακή. Το πρακτορείο
ένα παλιό κτίριο, κοντά στη θάλασσα, στο βόρειο μέρος της πόλης. Κι αυτό
ακολουθεί την αντίστοιχη μοίρα των απανταχού πρακτορείων στη χώρα. Χώροι
μικροί για τις ανάγκες της πόλης του πενήντα. Από δω για Ρέθυμνο, από εκεί για
Τυμπάκι, για Άγιο Νικόλα και τα άλλα μέρη. Γέροντες, νέοι, ντόπιοι, τουρίστες
κι ό,τι καρυδιάς καρύδι θες. Ανακατεμένος ο ερχόμενος. Το Λεωφορείο θα έφευγε
σε δυο ώρες. Τι να έκανα κι εγώ, πάω και κάθομαι σε ένα τραπεζάκι που καθόταν
ένας μαυροφορεμένος. Γέρος, νιος δύσκολο να το ξεχωρίσεις αν δε πήγαινες κοντά.
Όμως τι γέρος ή νιος; Με το που έκατσα παραδίπλα συνειδητοποίησα ότι ήταν μια
γυναίκα με κοντά μαυρόασπρα μαλλιά και παντελόνι. Η Κερά Ευτέρπη! Με είχε
ξεγελάσει η πίπα με το τσιγάρο που δεν έβγαζε ούτε λεπτό από το στόμα και το
μπουκάλι τη μπύρα που είχε μπροστά της.
Μην πολυλογώ, πιάσαμε ψιλοκουβεντούλα και τι σύμπτωση; Ήταν Λασιθιώτισα και
περίμενε το ίδιο λεωφορείο. Σε λίγο γνωριστήκαμε, από που είσαι, πώς σε λένε
και τέτοια.
- Μα καλά, συνέχεια καπνίζεις; Δεν σε πειράζει;
-Τι
να κάνω; Να ΄ξερες τη με δέρνει, αλλά και πώς να περάσει η ώρα; Να μετράω
τα λεφτά που δεν έχω;
- Ε
τότε θα κεράσω εγώ.
- Εσύ να
κερνάς στην πατρίδα σου.
- Έχεις
έρθει στην Αθήνα, της λέγω
γιατί μου έκανε εντύπωση που δε μίλαγε καθόλου κρητικά.
- Άκου
να δεις, μου ανοίγεις παλιές πληγές. Αλλά αφού με κουρντάς θα στα πω έτσι σαν
εξομολόγηση, να ελαφρώσω μετά από τόσα χρόνια μια και φοράς μαύρα πάνω
κάτω. Άκου λοιπόν: Μέχρι τα σαράντα μου με τον άντρα μου ζούσαμε στην Αθήνα.
Είχαμε ένα μικρό καφενεδάκι πίσω στην Αθηνάς και τα κουτσοβολεύαμε. Να όμως που
μας έτρωγε το σαράκι. Τα χρόνια περνούσαν σαν το νερό στο ποτάμι, τόσα χρόνια
παντρεμένοι αλλά τζάμπα «μας είχαν καταταραστεί όλοι οι θεοί και οι
διαβόλοι» όπως μου έλεγε ο μακαρίτης ο άντρας μου. Ένας όμως μαμογιατρός κοντά στο Λυκαβηττό με τα
σούρτα φέρτα και αφού μας έφαγε πολλά φράγκα, μας λέει ότι «φταίει ο μολυσμένος
αέρας, να πάτε στο βουνό κι όλα θα γίνουν μια χαρά» Έτσι μας έλεγε έτσι σου
λέω. Αλλά εγώ πού να το πιστέψω. Είχα τις αμφιβολίες μου. Ο άνδρας μου,
όμως, με έφαγε με τις μπούρδες του γιατρού. Κάθε ώρα μέρα νύχτα, να φύγουμε από
την παλιαθήνα και να πάμε στο χωριό του, όπου έχει καθαρό αέρα. Μάλιστα κάποια
μακρινή ξαδέλφη τού είχε πιπιλίσει το μυαλό για ένα βότανο που φυτρώνει
πάνω δω στη Δίκτη. Έλεγε ότι ήταν σερνικοβότανο για όλες τις στέρφες, όχι μόνο
γυναίκες αλλά και γίδες.
- Με τα
πολλά, του λέω «πήγαινε εσύ πρώτα
και μετά έρχομαι κι εγώ» Αλλά πού
να με αφήσει; Ούτε ώρα. Μαζί στο καφενείο νύχτα- μέρα. Και μπιρ-μπιρ συνέχεια
ώσπου μονολογούσε και στο ξύπνιο του και στον ύπνο του. Έδωσε, πήρε, δύο, τρία
χρόνια το ίδιο βιολί - βιολάκι μέχρι που λέω άει σειχτίρ εγώ τα είδα τα
καζάντια μου. Έτσι μια ωραία μέρα, που να μην έσωνε, μαζεύουμε τα μπογαλάκια
μας και γίναμε καπνός από την Αθήνα.
- Και μετά τι κάνατε, τη ρωτάω με αγωνία γιατί την
έβλεπα που κάθε τόσο αναστέναζε λέγοντας: «αχ ρε άγγελέ μου – αχ ρε
Απολλόδωρε»
Η συνέχεια προσεχως...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου