Του Νάσου ΘΕΟΔΩΡΙΔΗ
Στο σημερινό άρθρο θα εξετάσουμε εγκλήματα που διέπραξαν οι
έλληνες, είτε ως στρατός κατοχής στη Μικρά Ασία είτε ως πειρατές (πράγμα
άγνωστο), στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή του Αιγαίου , την οποία σήμερα το
εθνικιστικό κατεστημένο της Ελλάδας αγωνίζεται να τη μετατρέψει σε ελληνική
λίμνη, ενάντια σε κάθε πνεύμα δικαιοσύνης και ισότητας...
1) Βρεττός Μενεξόπουλος, πρόσφυγας από το χωριό Χηλή
(περιφέρεια Κωνσταντινούπολης) : Εκεί στη Χηλή που ήμασταν, είδαμε τους
Έλληνες. Τέλος του ’19 θαρρώ ήταν. Την πρώτη φορά ήρθαν δύο τρεις μέρες για να
καθαρίσουν τον τόπο από ατάκτους και ν’ ακολουθήσουν οι Εγγλέζοι. Στις
ελληνικές δυνάμεις που ήταν στο Τσιμπουκλί διοικητής ήταν ο Βλαχόπουλος και στη
Νικομήδεια ο Γαργαλίδης. Εκείνοι που ξεκίνησαν κι έρχονταν από το Τσιμπουκλί
ξεγελούσαν τον επικεφαλής Εγγλέζο και στο δρόμο καίγαν τα τουρκοχώρια. Βάζαν
δικούς μας να πυροβολούν από την κατεύθυνση των χωριών και με αυτήν την πρόφαση
πηγαίναν και τα καίγαν και τα λεηλατούσαν. Κατέβαζαν τα ζώα στο Σκούταρι και τα
πουλούσαν 2 δεκάρες. [...] Όσοι ήρθαν από τη Νικομήδεια πήγαν και ξεγύμνωσαν
μερικούς πλούσιους Τούρκους, δε μίλησε κανένας από το φόβο τους. Και τη μέρα
που φεύγαν στο δρόμο τους πάνω ήταν ένα τζαμί κι οι στρατιώτες πυροβολούσαν
πάνω του χωρίς να λένε τίποτα οι αξιωματικοί. [...] Στη Χηλή έμεινε τότε ένας υπαξιωματικός
Κατσαρός με καμιά δεκαριά Έλληνες στρατιώτες, λιποτάκτες του στρατού. Μάζεψαν
και μερικούς Χηλήτες και φύλαγαν τάχα τη Χηλή, αλλά ο σκοπός τους ήταν να
κλέβουν. Πήγαιναν στα χωριά, τάχα πως γύρευαν τουφέκια, πιάναν κανέναν πλούσιο
Τούρκο, τον κρεμούσαν ανάποδα και άναβαν χόρτα από κάτω για να μαρτυρήσει πού
έχουν όπλα κι ύστερα πήγαινε ένας Χηλήτης και του ‘λεγε “Δώσε εκατό λίρες να σε
σώσουμε”. [...] τον πιάσαν οι Τούρκοι και τονε φέρανε πίσω – φυσικά τότε είχαν
πλακώσει οι κεμαλικοί στη Χηλή – και τονε κόβανε λίγο λίγο.
2) Ας ρίξουμε μια ματιά και την μαρτυρία της Ελένης
Καραντώνη,
προσφύγισσας από το Μπουνάρμπασι: «…Άρχισε το κακό από Έλληνες και
Τούρκους. Οι δικοί μας έβαζαν τις τουρκάλες στα τζαμιά και τις καίγανε. Τα
είδαν οι Τούρκοι. Άρχισαν κι αυτοί να σφάζουν και να καίνε….».Επίσης, κάτι που
δεν γνωρίζει η ελληνική κοινωνία σχετικά με την ιστορία του Αιγαίου πελάγους
είναι ότι εκτός από τους Άραβες και Φράγκους πειρατές, τις ελληνικές θάλασσες
λυμαίνονταν και Έλληνες πειρατές, ιδιαίτερα κάτοικοι των νησιών του Αιγαίου που
είχαν μαθητεύσει στους Φράγκους. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι η Ίος ονομαζόταν
από τους Τούρκους και “Μικρή Μάλτα” εξαιτίας της πειρατικής δραστηριότητος των
κατοίκων της. Πειρατική δραστηριότητα άσκησαν και οι Τήνιοι, τουλάχιστον ως το
1715, δηλαδή την εποχή που υποταχθήκαν στους Τούρκους. Τη φρουρά την
αποτελούσαν ντόπιοι (αν εξαιρέσει κανείς 10-12 ξένους στρατιώτες), οργανωμένοι
στρατιωτικά σε 5 λόχους από 250-350 άνδρες. [...]
Από τους νησιώτες πειρατές ιδιαίτερη φήμη απέκτησε ο
διαβόητος Μήλιος πειρατής Ιωάννης Κάψης, ο οποίος χάρη στην υποστήριξη των
συμπατριωτών του κατόρθωσε να αναδειχθεί σε πραγματικό ηγεμόνα του νησιού
(1677-1680).
Για τη δράση των Μανιατών γράφει και ο Γάλλος Guillet de la
Guilletiere (1675): “Η κυριότερη απασχόληση των Μανιατών είναι η πειρατεία και
το μεγαλύτερο εμπόριό τους οι αιχμάλωτοι. Το Οίτυλο ονομαζόταν μεγάλο Αλγέρι.
Αιχμαλωτίζουν και πουλάνε τους χριστιανούς στους Τούρκους και τους Τούρκους
στους Χριστιανούς”. (σελ. 82, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Ι ).
Τέλος, ήθελα να προσθέσω ότι έχουμε πιστέψει ότι οι
Μικρασιάτες ήταν απόγονοι “των Ιώνων που εγκαταστάθηκαν στην Μικρασία 30 αιώνες
πριν”. Οι περισσότεροι Νεοέλληνες αναμασούμε αυτήν την εσφαλμένη πεποίθηση για
λόγους που δεν μπορώ να καταλάβω. Στην προκειμένη περίπτωση ακόμα και η Ιστορία
του Ελληνικού Έθνους κάνει σαφές ότι το ελληνικό στοιχείο της Μικρασίας κόντεψε
να εξαφανιστεί και ότι αναζωογονήθηκε από μεταναστεύσεις ελληνόφωνων ορθοδόξων
πληθυσμών από τα νησιά του Αιγαίου και την ηπειρωτική Ελλάδα. Είναι γνωστό ότι
υπήρξε έντονο ρεύμα αποδημιών από την Ελλάδα – ηπειρωτική και νησιωτική – προς
τις ακτές της Ιωνίας τον 17ο και 18ο αιώνα.
Οι έλληνες αυτοί έποικοι προέρχονταν κατά κανόνα από
περιοχές στις οποίες είχαν διαδραματιστεί πολεμικά γεγονότα και αναζητούσαν ένα
τόπο ειρήνης για να μπορέσουν να ζήσουν, ή ταξίδευαν για εμπορικές υποθέσεις
και έβρισκαν στους καινούργιους τόπους που γνώριζαν ευκαιρίες για καλύτερη
σταδιοδρομία. Δεν ήταν άλλωστε λίγοι ανάμεσα στους εποίκους αυτούς και οι
φτωχοί αλλά ριψοκίνδυνοι κάτοικοι αγόνων μικρών νησιών που γι αυτούς η φυγή
ήταν ζήτημα επβίωσης. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι το συντριπτικά μεγάλο
ποσοστό των εποίκων αυτών κατευθυνόταν προς τη Σμύρνη και την περιοχή της όπου
ποτέ δεν έπαψε να υπάρχει το ελληνικό στοιχείο και από εκεί απλωνόταν σε πόλεις
και χωριά, στα οποία υπήρχε η δυνατότητα να εργασθούν σαν αγρότες ή τεχνίτες.
Συγκεκριμένα, στις Κυδωνίες που ήταν ένα μικρασιατικό
ψαροχώρι κατοικημένο από Μυτιληνιούς στις αρχές του 17ου αι. και που ακόμη ως
το 1740 εξακολουθούσε να είναι ασήμαντη πολίχνη, παρατηρήθηκε εγκατάσταση
εποίκων από την Ελλάδα. Από το μακρινό Χόρμοβο της Ηπείρου φθάνουν εκεί
κάτοικοι το 1759 . Η Πέργαμος που το 1675 κατοικείται από 3000 περίπου Τούρκους
και 100 μόνο Έλληνες παρουσιάζει σε διάστημα ενός αιώνος αύξηση του Ελληνικού
στοιχείου. Εκτός από τις πόλεις αυτές βορειότερα στις ακτές τις Προποντίδας η
Κίος και η Κύζικος αποκτούν σημασία για τον Ελληνισμό . Το Κερμίρ, που ως τα
μέσα του 18ου αι. ήταν ολιγάνθρωπο χωριό Αρμενίων, κατοικήθηκε από Έλληνες που
σε διάστημα λίγων ετών έφτασαν τις 3000 ψυχές ενώ ανάλογη αύξηση των Ελλήνων
σημειώνεται και σε άλλα χωριά. ( «Ιστορία Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΑ, σελίδα
228» ).
Με το ζήτημα της εξαφάνισης ή της δημιουργίας νέων οικισμών
είναι συνυφασμένη η μετακίνηση ανθρώπων σε κοντινές ή μακρινές από τον τόπο της
κατοικίας τους περιοχές. Οι διαστάσεις του φαινομένου είναι δύσκολο να
προσδιοριστούν σε όλην τους την έκταση από τις διάσπαρτες, μη συστηματικές
μαρτυρίες που σημειώνουν εδώ κι εκεί την παρουσία μεταναστών, κυρίως σε
περιοχές της Μικρασίας ή την Κωνσταντινούπολη. Ελλείψει άλλων πηγών τα
οικογενειακά ονόματα συνιστούν ένα δείκτη της ακτίνας διακίνησης των πληθυσμών
που δεν προσφέρει όμως σαφή προσδιορισμό του χρόνου κατά τον οποίο συνέβη η
μετακίνηση.
Η μόνιμη, η πρόσκαιρη και η περιοδική αποδημία ενός μέρους
του πληθυσμού υπήρξε μία πραγματικότητα η οποία συνυπήρξε με την ακινησία από
την άλλη πλευρά του αγροτικού χώρου. Καθώς η πόλη στο οθωμανικό περιβάλλον δεν
μπορούσε να λειτουργήσει όπως συνέβη στην Δυτική Ευρώπη ως χώρος αποδοχής του
εργατικού δυναμικού, όποιο πληθυσμιακό περίσσευμα παρουσιάζεται, κυρίως στα
μέσα του 18ου αι. στον ορεινό και στο νησιωτικό χώρο, ακολούθησε άλλες
επιλογές.
Δημοφιλέστερες ανάμεσα σε αυτές αποδείχτηκαν η επέκταση των
καλλιεργειών σε πεδινές περιοχές που παρέμεναν σε χαμηλό επίπεδο εκμετάλλευσης,
η μετανάστευση στα λίγα μεγάλα διοικητικά και εμπορικά κέντρα της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας (Κων/πολη, Σμύρνη), στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, στην Ιταλία,
στην Κεντρική Ευρώπη και στη Ρωσία. ( «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000,
τόμος α, σελ. 84).
Το συμπέρασμα είναι ότι τελικά η εθνική ανάγνωση της
ιστορίας χωλαίνει. Η ιδέα της ύπαρξης ενός έθνους το οποίο υφίσταται ως
αναλλοίωτη και διαχρονική κατηγορία στη συνείδηση των ανθρώπων διαψεύδεται
συνεχώς από την ίδια την ιστορία. Αν είχαν στο μυαλό τους το έθνος οι Μανιάτες
πειρατές δεν θα πουλούσαν ομοεθνείς τους σε Τούρκους. Αυτοί που μας
παραμυθιάζουν ότι η εθνική ταυτότητα του νεοέλληνα είχε διαμορφωθεί από την
πρώτη Άλωση της Πόλης και δώθε πρέπει μάλλον να αναθεωρήσουν την ιστορική τους
ανάγνωση. Το “εθνικώς” και το “σκεπτόμενος” όταν μπαίνουν μαζί είναι οξύμωρον.
Μόνο όταν το αλάτι γλυκάνει θα γίνουν σκεπτόμενοι οι εθνικώς αγόμενοι και
φερόμενοι !!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου