theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2019

Γελούσα, γελούσα

Αυτή η στιγμή,
τ’ ορκίζομαι
δεν θα φύγει ποτέ     
(Ραλφ Εϊντζελ«Twice Removed»)
 του Π. Κοτσάκη
Στον γάμο μας πετούσα απ’ τη χαρά μου. Ηταν Ιούλιος, μέσα στην ντάλα του καλοκαιριού, ήμουν ζαλισμένη από τη ζέστη, από το κρασί και την ευτυχία, είχα ένα χαμόγελο που δεν χωρούσε στα μάγουλά μου. Οι γονείς μου δεν ήρθαν καν. Το εκτίμησα. Χίλιες φορές καλύτερη η απουσία απ’ τα ψεύτικα χαμόγελα ή τις κατεβασμένες μούρες.
Είχαν κάνει τα πάντα για να μου αλλάξουν μυαλά.
Θα παρατήσεις τις σπουδές σου στο πρώτο έτος για να παντρευτείς τον χωριάτη, να σ’ έχει δούλα; ούρλιαζε η μάνα μου σε μια από τις κρίσεις της από τότε που το έμαθε.
Ισως να λυπόταν τα λεφτά που είχε δώσει στα φροντιστήρια για να μπω στη Νομική. Ισως να λυπόταν που η ίδια δεν είχε παντρευτεί εκείνον που αγαπούσε.
Την κοιτούσα και γελούσα, από μέσα μου. Μερικές φορές μού ξέφευγαν τα γέλια και φανερώνονταν. Ημουν ερωτευμένη, θα πήγαινα να ζήσω στη φύση με τον άνθρωπό μου, αντί να μπω στην τρέλα της πόλης, στο κυνήγι της επιτυχίας που οι γονείς μου είχαν αποφασίσει πως ήταν ο προορισμός μου.

Ζήσαμε δύο χρόνια απίστευτα, τον ήθελα τόσο πολύ, συνέχεια, και η συμπεριφορά του ήταν τέλεια απέναντί μου, τόσο που δεν μ’ ένοιαζε η ταλαιπωρία στα χωράφια. Μετά ήρθε η Μένια. Δεν είδα καμία αλλαγή πάνω του όταν γεννήθηκε και ανακαλύψαμε πως ήταν πιο αργή, σε όλα, από τα υπόλοιπα παιδιά. Το τι αγκαλιές, φιλιά, παιχνίδια έκαναν… Τους έβλεπα και γελούσα, γελούσα… Την πήγαινε μάλιστα εκείνος, περισσότερες φορές από μένα, στο ολοήμερο ειδικό σχολείο, εκατόν είκοσι χιλιόμετρα πήγαινε-έλα κάθε μέρα, χωρίς να γκρινιάξει ποτέ, κι έτρεχε μετά στο χωράφι, σαν καλλιτέχνης που βιάζεται να συνεχίσει το έργο του. Η σοδειά μεγάλωνε κάθε χρόνο, εκείνος προσλάμβανε όλο και περισσότερους βοηθούς και είχαμε αρχίσει να συζητάμε την αγορά και των διπλανών χωραφιών. Για δεύτερο παιδί δεν το αποφασίσαμε, εγώ φοβόμουν, εκείνος ήταν πνιγμένος, η Μένια χρειαζόταν πολλή φροντίδα.
Στο χωριό μάς κοιτούσαν περίεργα από την πρώτη στιγμή. Ο γάμος μας ήταν ο μόνος που δεν είχε γίνει από συνοικέσιο κι εγώ ήμουν η καπάτσα από την πόλη που έκλεψε έναν από τους καλύτερους γαμπρούς. Με το πρόβλημα της μικρής, βρήκαν δικαιολογία μέσα τους να μας απομονώσουν περισσότερο. Γελούσα. Δεν είχαμε ανάγκη κανέναν, αφού είχαμε την αγάπη μας.
Η Μένια, εκεί γύρω στα δώδεκα, άρχισε να έχει εφιάλτες, που χειροτέρευαν με τον καιρό. Την πήγαμε ξανά και ξανά σε γιατρούς, δεν μπορούσαν να βοηθήσουν, κάτι σχετικό με το πειραγμένο μυαλουδάκι της είναι, μας έλεγαν και μας πρότειναν φάρμακα για να κοιμάται, να κοιμάται όλο και περισσότερο για να ησυχάζει. Εκείνος προσπαθούσε να με ηρεμήσει, μου έλεγε πως είναι μια φάση που περνάει το παιδί τώρα που έμπαινε στην εφηβεία, να κάνω υπομονή και θα την ξεπερνούσε.
Αργησα πολύ να κάνω τη σύνδεση, ότι οι εφιάλτες της χειροτέρευαν τις εβδομάδες που την πήγαινε εκείνος στο σχολείο. Εκανα στην κόρη μου πολλές ερωτήσεις, προσεκτικά. Δεν μπορούσε να με βοηθήσει. Ή δεν ήθελε. Δεν άντεχε. Την ένιωσα να κλείνεται περισσότερο.
Αρχές Ιουνίου, μια μέρα τρελή που είχαν ανοίξει οι ουρανοί σα να ’χε χάσει το σύμπαν τη ροή του, πήρα το άλλο μας αυτοκίνητο και τον παρακολούθησα, να την παίρνει από το σχολείο. Να σταματάει, αργά το απόγευμα, σ’ έναν απομονωμένο παράδρομο. Είδα το αυτοκίνητο να κουνάει για λίγη ώρα, όπως δεν θα έπρεπε ποτέ να κουνάει με αυτούς τους επιβάτες.
Είχαμε ένα μεγάλο λυκόσκυλο, τον Μήτσο. Η κόρη μου τον αγαπούσε πολύ. Τον είχαμε κακομάθει, έτρωγε μόνο βραστό κρέας που το μαγείρευα κάθε δύο μέρες ειδικά γι’ αυτόν. Μια μέρα εκείνου του καλοκαιριού, χωρίς να πλύνω τα κόκκινα χέρια μου, μαγείρεψα στον Μήτσο ένα γεύμα που το ευχαριστήθηκε όσο κι εγώ.

Τελευταίο βιβλίο του Π. Κουτσάκη είναι «Το ομορφότερο τέλος στον κόσμο» (Πατάκης, 2019)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου