EFSYN
Ας φανταστούμε έναν
χαρισματικό ομιλητή, με χλαμύδα, ατίθαση μαλλούρα και μακριά νύχια (όπως το ’80
ο Ζιλ Ντελέζ), ο οποίος αναπτύσσει το επιχείρημα ότι οι θεοί δεν υπάρχουν, και
γοητεύει μεγάλα ακροατήρια. Αυτός ήταν ο Καρνεάδης. Ισχυρός σχολάρχης στην Ακαδημία
που είχε ιδρύσει ο Πλάτωνας, υπήρξε ήδη στον 2ο π.Χ. αιώνα από τους πιο
φημισμένους εκπροσώπους της σκεπτικιστικής φιλοσοφικής σχολής, η οποία
αμφισβητούσε τη δογματική σκέψη, και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη συγκρότηση της
φιλοσοφικής αθεΐας.
Σε μια εποχή που η Ρώμη εξουσίαζε πια την Ελλάδα, ο Καρνεάδης (214-129 π.Χ.) παρουσίασε για πρώτη φορά στην καρδιά της αυτοκρατορίας τη δυναμική της ελληνικής φιλοσοφίας. Το 155 π.Χ. πήγε με την αντιπροσωπεία των Αθηναίων στη Ρώμη, για να ζητήσει να μειωθεί ένα βαρύ χρηματικό πρόστιμο που τους είχε επιβληθεί, και μίλησε δύο φορές στη Σύγκλητο. Εκεί, έκανε τόσο έξαλλο τον Κάτωνα, γνωστό για τα ανθελληνικά ανακλαστικά του, ώστε η Σύγκλητος τον εξόρισε. Αλλά ο σπόρος της φιλοσοφικής αλλαγής που έσπειρε ο Καρνεάδης, αμφισβητώντας τη συμβατική θρησκεία, έπιασε. Στη μεταγενέστερη παράδοση έμεινε γνωστός ως ο φιλόσοφος που υποστήριξε ότι η πίστη στους θεούς στερείται λογικής.
Σε μια εποχή που η Ρώμη εξουσίαζε πια την Ελλάδα, ο Καρνεάδης (214-129 π.Χ.) παρουσίασε για πρώτη φορά στην καρδιά της αυτοκρατορίας τη δυναμική της ελληνικής φιλοσοφίας. Το 155 π.Χ. πήγε με την αντιπροσωπεία των Αθηναίων στη Ρώμη, για να ζητήσει να μειωθεί ένα βαρύ χρηματικό πρόστιμο που τους είχε επιβληθεί, και μίλησε δύο φορές στη Σύγκλητο. Εκεί, έκανε τόσο έξαλλο τον Κάτωνα, γνωστό για τα ανθελληνικά ανακλαστικά του, ώστε η Σύγκλητος τον εξόρισε. Αλλά ο σπόρος της φιλοσοφικής αλλαγής που έσπειρε ο Καρνεάδης, αμφισβητώντας τη συμβατική θρησκεία, έπιασε. Στη μεταγενέστερη παράδοση έμεινε γνωστός ως ο φιλόσοφος που υποστήριξε ότι η πίστη στους θεούς στερείται λογικής.
Τέτοια επεισόδια, που
παρακολουθούν την ιστορία της ελληνικής αθεΐας από τον 6ο π.Χ. αι. μέχρι τον
εκχριστιανισμό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αφηγείται με εξαιρετικά γλαφυρό
τρόπο ο εξέχων κλασικός φιλόλογος Τιμ Γουίτμαρς (Tim Whitmarsh) στη μελέτη του
Θεομαχία (εκδ. Polaris).
Το βιβλίο του,
λεπτομερώς τεκμηριωμένο, κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά, μεταφρασμένο από
τον επίκουρο καθηγητή Λατινικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών Γιώργο
Καζαντζίδη. Είναι ένα ανορθόδοξο ιστορικό έργο που καλύπτει ένα κενό στη φτωχή
ελληνική βιβλιογραφία σχετικά με την αθεΐα, και είναι ενδιαφέρον για ένα ευρύτερο
κοινό που συμπεριλαμβάνει τους πιστούς ορθόδοξους χριστιανούς (…εκείνους
τουλάχιστον που συμφωνούν με την αναγκαιότητα εκκοσμίκευσης του κράτους).
Καθηγητής στο
Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, στην έδρα Ελληνικού Πολιτισμού Α.Γ. Λεβέντη, ο
Γουίτμαρς δεν κάνει (αντι)θρησκευτική προπαγάνδα στο βιβλίο του αλλά προχωρά σε
ένα είδος αρχαιολογίας του σκεπτικισμού απέναντι στη θρησκεία. Ταυτόχρονα
καταδεικνύει πόσο σημαντική «για ηθικούς και για πολιτικούς λόγους» είναι η
ιστορία της αθεΐας και πώς ανοίγει ζητήματα ανθρώπινων δικαιωμάτων. Αυτό
καθιστά τη συγκεκριμένη μελέτη ιδιαίτερα επίκαιρη αφού στο σημερινό τοπίο, που
ορίζεται από την παγκόσμια κυριαρχία των μονοθεϊστικών θρησκειών, ακόμη και η
ανοχή απέναντι στους άθεους παραμένει σε πολλές περιπτώσεις ζητούμενο.
Στη Θεομαχία γίνεται
φανερό ότι ιδιαίτερα σε περιόδους ιστορικών αλλαγών οι άθεοι, επειδή ακριβώς
αμφισβητούσαν τους κοινούς κώδικες, γίνονταν στόχος της εξουσίας, όπως συνέβη
με τον Καρνεάδη. Οταν λοιπόν ολοκλήρωσε το βιβλίο του το 2015, ο Γουίτμαρς σκέφτηκε
ότι έπρεπε να το αφιερώσει «στον ελληνικό λαό σε αυτούς τους δύσκολους
καιρούς».
Πρωταγωνίστρια στη
Θεομαχία είναι η Αθήνα. Ως πόλις δημοκρατική και κέντρο του θαλάσσιου εμπορίου,
η Αθήνα προσέλκυε φιλοσόφους από παντού, οι οποίοι έβρισκαν εκεί γόνιμο κλίμα
για να αναθεωρήσουν παραδεδομένες αξίες και σκέψεις. «Η αθεΐα δεν μπορεί να
γίνει αντιληπτή χωρίς τη δημοκρατία», σημείωσε ο συγγραφέας, παρουσιάζοντας το
βιβλίο του στις 16/4 στην Αθήνα.
Ωστόσο, αυτή η συνθήκη
δεν κράτησε πολύ αφού, όπως είπε, όποτε επικρατούσαν τα λαϊκιστικά στοιχεία,
τότε και η δημοκρατία οδηγούνταν στην απόρριψη των αιρετικών απόψεων περί
Θείου. Και πάλι όμως, η εκτεταμένη έρευνά του σε μαρτυρίες που έχουν σωθεί στα
αρχαία ελληνικά απέδειξε ότι ο λόγος περί αθεΐας, που γεννήθηκε στον ελλαδικό
χώρο πριν από την έλευση του χριστιανισμού, είναι εντυπωσιακότερος σε όγκο από
οπουδήποτε αλλού στον αρχαίο κόσμο.
Ο Γουίτμαρς καταρρίπτει
τον μύθο ότι η αθεΐα είναι καρπός του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και ότι θα ήταν
αδιανόητη χωρίς την ανάπτυξη του κοσμικού κράτους και της επιστήμης. Και
καταδεικνύει ότι η αθεΐα είναι συνομήλικη του εβραϊκού μονοθεϊσμού και ότι
εμφανίζεται στον ελλαδικό χώρο στα έργα του Ξενοφάνη του Κολοφώνιου (570-475
π.Χ.). Αρα διαθέτει μια παράδοση παλαιότερη από εκείνη του χριστιανισμού ή του
ισλαμισμού.
Σημειώνει, μάλιστα, ότι
ο ελληνορωμαϊκός πολυθεϊσμός υπήρξε πιο ανεκτικός απέναντι στην αθεΐα από τον
μονοθεϊσμό. Διότι ο μεν λειτουργούσε ως δίκτυο τοπικών λατρειών που μπορούσε να
επεκτείνεται απεριόριστα, ο δε βασιζόταν στην ιδέα της σωστής και της
λανθασμένης πίστης.
Η Θεομαχία κλείνει τον
4ο μ.Χ. αιώνα φωτίζοντας και την αποσιωπημένη χριστιανική μισαλλοδοξία. Τότε
(380 μ.Χ.), ο Αυτοκράτορας Θεοδόσιος αναγόρευσε τον χριστιανισμό σε επίσημη
θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας προκειμένου να διασφαλίσει την πολιτική της
ενότητα σε μια στιγμή που αυτή κινδύνευε να καταρρεύσει. Ηταν μια «επιτυχημένη
τεχνική κοινωνικού ελέγχου», σημειώνει ο συγγραφέας, που εστίαζε σε μια
συγκεντρωτική θρησκευτική ταυτότητα και ενέπλεκε τον στιγματισμό των
θρησκευτικών «άλλων». Από τότε, η αθεΐα έπαψε σταδιακά να σημαίνει λογική
κριτική στον θεϊσμό και απέκτησε νόημα τελείως αρνητικό ως απουσία πίστης στον
χριστιανικό Θεό. Ο δρόμος για την ποινικοποίησή της ήταν πλέον ανοιχτός…
Ο Γουίτμαρς, ο Γ. Καζαντζίδης και η μεγάλη ασυνέχεια
«Η σημερινή αθεΐα έχει
πολύ πιο στενή αντίληψη για τα πράγματα απ’ ό,τι η αρχαία», σχολίαζε τις
προάλλες ο Γουίτμαρς. Και ο Καζαντζίδης, μαθητής του στο Κέιμπριτζ, επισήμανε
στην «Εφ.Συν.»:
«Η σχέση μεταξύ ελληνορωμαϊκής
θρησκείας και χριστιανισμού συζητείται κατά κανόνα με όρους συνέχειας και
ασυνέχειας. Ο χριστιανισμός άλλοτε εξετάζεται ως κάτι ρηξικέλευθο και νέο, ως
ένα ρεύμα σκέψης που συγκροτεί την ταυτότητά του ακριβώς μέσα από την
αντιπαράθεσή του με παλαιότερα πολυθεϊστικά μοντέλα. Και άλλοτε εξετάζεται ως
μία μετεξέλιξη ενός θεϊστικού λόγου, δείγματα του οποίου μπορούν να ανιχνευθούν
συστηματικά στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, κυρίως στον Πλάτωνα και μετέπειτα
στον Στωικισμό.Με την έμφαση που δίνει στο ζήτημα της αθεΐας στην αρχαιότητα, η
μελέτη του Τιμ Γουίτμαρς αποδομεί την επικρατούσα τάση να προσεγγίζουμε την
πρωτοχριστιανική σκέψη με όρους εξέλιξης και μετασχηματισμού σε ό,τι αφορά τη
λεγόμενη παγανιστική θρησκεία. Οι αναγνώστες του βιβλίου αντιλαμβάνονται ότι
ενώ η αθεΐα στην αρχαιότητα βρίσκει τη θέση της μέσα σε ένα πολυφωνικό μοντέλο
που της επιτρέπει να αρθρώσει τον λόγο της ξεκάθαρα και ισότιμα, ο
χριστιανισμός έρχεται να την ποινικοποιήσει και να την κάνει να σιωπήσει με
τρόπο που δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία του δυτικού κόσμου. Με αυτήν την
έννοια, η μεγάλη ασυνέχεια κατά τη μετάβασή μας από το ελληνορωμαϊκό στο
χριστιανικό μοντέλο δεν αφορά μόνο τα διαφορετικά μοντέλα αντίληψης του Θείου.
Φαίνεται να αφορά κυρίως τη λειτουργική θέση της αθεΐας στο θεϊστικό σύμπαν της
αρχαιότητας, μία θέση που μετέπειτα τη στερείται μέσα στην επιβεβλημένη,
ασφυκτική μονοφωνία της χριστιανικής θρησκείας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου