Νεαρός ακόμη, στέλνεται στο Δαδί (Αμφίκλεια), όπου τον βρίσκουν ο πόλεμος και η Κατοχή εκτελώντας χρέη προσωρινού ηγουμένου στο ομώνυμο μοναστήρι. Οι Ιταλοί τον διορίζουν πρόεδρο της εκεί Κοινότητας, κατά την προσφιλή τους τακτική να κρατούν οιονεί ομήρους πρόσωπα σεβαστά στις τοπικές κοινωνίες.
Υπερηφάνεια πατριωτική και συγκλονισμό του προκαλεί το «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ» του Δημήτρη Γληνού που διαβάζει ξανά και ξανά. Εκτοτε βοηθά όπως μπορεί τις αντιστασιακές οργανώσεις. Ωσπου «ένας “φρατέλος” φρικτός στην όψη και απαισιότερος στην ψυχή» διαπιστώνει πως οι ανακοινώσεις της Κοινότητας και οι αντικατοχικές προκηρύξεις είναι γραμμένες στην ίδια γραφομηχανή.
Παρατήρησε ότι κάποια γράμματα τυπώνονταν εξόφθαλμα στραβά. Το καταλάβαινε ακόμα και τυφλός. Το όργανο του εγκλήματος φυλασσόταν στο κελί του καλόγερου, οπότε: Ιδού ο ένοχος. Του σφυρίζουν πως οσονούπω επίκειται η σύλληψή του.
Ο Γερμανός χώνει κάτι ξερές ευλογιές και τίποτα ελιές μες στ’ αντερί κι ανηφορίζει νύχτα στην Γκιώνα. Αναζητεί εναγωνίως τον Αρη. Πετυχαίνει την ανταρτοομάδα του στρατοπεδευμένη στα έλατα έξω απ’ την Κουκουβίστα (Καλοσκοπή) να παίρνει συσσίτιο. Δέχονται τις «ευλογίτσες» του ως μάννα εξ ουρανού. Ζητά απ’ τον αρχηγό να καταταγεί. «Πορείες, ξυπολησιά, πείνα, ψείρα· δεν θα αντέξεις, παππούλη» τον αποφεύγει εκείνος.
Μαζί σου κι όσο αντέξω, αποκρίνεται πονηρά ο παπάς. Η επιμονή του αρέσει στον Αρη. Τείνει την αραβίδα του. «Βλέπεις εκείνο το ζουλάπι στις φυλλωσιές» του κάνει. Σημαδεύει τσάτρα πάτρα και –ω του θαύματος– πάρ’ τον κάτω τον στόχο. «Δικό σου το ντουφέκι από ’δώ και πέρα» λέει ο αρχηγός.
Ο Λευτέρης Χρυσιώτης το πρωί στο χωριό γράφει τους νεοκαταταγέντες. Ο Γερμανός εμφανίζεται τα πρώτα χαράματα. Ο ξανθογένης καπετάνιος διστάζει να συμπεριλάβει ιερωμένο στη λίστα κι όλο αναβάλλει την εγγραφή. Του γίνεται στενός κορσές. Κάποια στιγμή περνάει ο Αρης. «Γράφ’ τον. Ανυπόμονος» τον ξαναβαφτίζει.
Νεοθαλής και νεόραντος, μεγαλουργεί με το αντάρτικο προσωνύμιο. Στις μάχες βγάζει φωτιές. Στα χωριά ανοίγει τις εκκλησιές και λειτουργεί προς τέρψιν των κατοίκων. Ο Αρης τον έχει πάντα δίπλα του. Στη Ρούμελη, τη Θεσσαλία, τον Μοριά, παντού. Μετά τη Βάρκιζα τον στέλνει στο μοναστήρι. «Αν σε ξαναχρειαστώ θα σε βρω» τον καθησυχάζει.
Ο παρακρατικός Βουρλιώτης με τη συμμορία του τον συλλαμβάνουν νύχτα, σπάζοντας την πύλη της μονής. Τον βασανίζουν φρικτά να τους αποκαλύψει κρυμμένα όπλα του ΕΛΑΣ. Δεν υποκύπτει. Του ζητούν να αφορίσει από άμβωνος τους αριστερούς. Αρνείται. Τον πετούν ετοιμοθάνατο στα σκυλιά. Η χούντα τον περνά από συνοδικό δικαστήριο ως αμετάπειστο κομμουνιστή. Αθωώνεται.
Σαν σήμερα, 9 Ιουνίου, το 2004 αφήνει σε βαθιά γεράματα την τελευταία του πνοή. «Ο Αρ’ς ήταν ο Ενας, που ήξερε να αξιοποιεί την προσφορά των πολλών. Πολλοί υπάρχουν παντού και πάντοτε. Ο Ενας λείπει. Και σήμερα ο Ενας λείπει» επαναλαμβάνει με νοσταλγία συχνά. Καμιά σχέση με τους ουτιδανούς που ζητούν την ψήφο μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου