theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2025

ΕΙΜΑΣΕ ΑΓΩΝΙΣΤΕΣ , ΡΕ ΧΥΣΑΜΕ ΤΟ ΑΙΜΑ ΜΑΣ....

     ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ 
ΒΑΛΙΑ ΣΕΜΕΡΤΣΙΔΗ
 ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΉΣ ΖΩΓΡΑΦΟΣ

Τρίτη 6.2.45Τρίκαλα, μεσημέρι      
[...] Το κόμμα έκανε λάθη, και στην υποχώρηση γίνηκαν ολοφάνερα. Είναι φοβερά στην τραγικότητά τους. Βαριά η κριτική, μα γίνηκε. Ασύλληπτη στη σημασία της η υποχώρηση αυτή, τραγική στο μεγαλείο της, τρομερή στη γυμνή δυστυχία της. Όλοι τα 'χαν χαμένα. Όμως, παρ' όλα αυτά, παντού φάγανε, κοιμηθήκανε, βρήκαν τον δρόμο.
Τι κι αν ματώσανε πόδια, τι κι αν θάφτηκαν στον δρόμο εκείνοι που δεν είχαν δύναμη να σύρουν άλλο τα πόδια τους, τι κι αν καταράστηκαν, βρίστηκαν, πίκραναν και πικράθηκαν. Όλοι ηρωικά βάσταξαν και αυτό το μαρτυρικό βάρος στους ώμους και το σύρανε ώς το τέλος. Και είναι πάλι έτοιμοι για νέους αγώνες. Τι κι αν ξύπνησε μέσα στον καθένα το αίσθημα της αυτοσυντήρησης, και ο εγωισμός κυριάρχησε συχνά. Θα 'λεγε κανείς πως δεν ήταν παρά μονάχα ο καθείς μονάχος του άξιος για σωτηρία. Όλοι οι άλλοι ήταν περιττοί. Λάθη από τα πάνω, αδιαφορία και σαστιμάρα από τα κάτω.            
 2 Έτσι, άλλοι περπάτησαν (700 χιλιόμετρα με τα πόδια και άλλοι ήρθαν ολόισα και άνετα με αυτοκίνητο. Άλλοι πέθαναν στα χιόνια και άλλοι (σε} κάθε βήμα είχαν φωτιά και ζεστασιά. Ήταν μια σωστή θύελλα, που πέρασε πάνω από τους ανθρώπους που ώς την ώρα εκείνη σφάζονταν και από εκεί και πέρα μαρτυρούσαν. «Όσο σκοτωνόμαστε, μας λέγατε ήρωες και μας θέλατε. Τώρα που χάσαμε τη μάχη, και τραυματισμένους δεν θέλετε να βοηθήσετε». Βουίζει στ' αυτιά μου τούτη η φράση ενός αντάρτη νέου που στον δρόμο ζήτησε να μπει στο αυτοκίνητο, και ο Χαρίλαος δεν τον άφηνε γιατί το αυτοκίνητο «Είναι γεμάτο από όλες τις μεριές».                                                                                              Τέτοια πολλά ακούσαμε. Κραυγές απελπισίας και κάποιας αγανάχτησης. Δυσαρέσκεια παντού, παντού υπόκω-φες απειλές: «Δεν θα ξανάρθει η ώρα εκείνη;», «Δεν θα ξαναείμαι κάτω;», «Είμαστε αγωνιστές, ρε, χύσαμε το αίμα μας».                                                               
               Σάββατο 10.2.45 Πρωί, Τρίκαλα                                                                                                                Τούτη η οπισθοχώρηση από την Αθήνα ξεγύμνωσε τους ανθρώπους μας και έδειξε τα άρρωστα και σιχαμένα κορ-μιά τους. Ακόμα, έδειξε και τα σπλά-χνα τους και όλα τα μέσα τους, που 'ναι ακόμα λερωμένα με την αστική τομα-ρόφιλη μπογιά και τη φασιστική ξετσί-πωτη ταχτική. Λες και τους πλήρωσε κάποιος να κάνουν όλ' αυτά που γίνη-καν. Οι αγνοί κομμουνιστές, οι αγωνι-στές και οι λαϊκοί λούφαξαν, μέσα τους μάτωσε η καρδιά τους, στριφογύριζε ο νους τους. «Αυτοί είναι οι καθοδηγητές μας; Αυτοί είναι που ζητάν από μας ότι έχουμε και δεν έχουμε, ώς και τη ζωή μας θυσία στον αγώνα; Αυτοί είναι που μιλάνε για «κολεχτίβα» και αλληλεγγύη κομματική; Αυτοί οι ίδιοι δεν είναι που λένε για την καινούρια κοινωνία που θα φτιάξουμε; Μα πώς στέκεται δυνατό τα καμώματά τους να' ναι χειρότερα από τα καμώματα των μπουρζουάδων και οι τρόποι τους χειρότεροι από τους τρόπους των φασιστών;» (ανα)ρωτιέται ο αγνός κομμουνιστής, ο απλός αγωνιστης που είναι μέσα σε τούτη τη μάζα, που πήρε τους δρόμους που βγάζουν έξω από την αγαπημένη και βαριά πληγωμένη πρωτεύουσά μας, την ηρωική, την αλύγιστη-μα τέτοια γίνεται γιατί μέσα της ζούσαν όλοι αυτοί που, δίχως να ρωτάνε, μα μονάχα με την πίστη τους και οδηγημένοι από το ένστιχτό τους, δώσανε τις ζωές τους για τη λευτεριά και την τίμια και καινούρια ζωή. [...] Μένει, ευτυχώς, ότι γίνηκε τούτη η υποχώρηση και ξεκαθάρισε λίγο η κατάσταση. Όλοι τούτοι οι απλοί, που δεν έχουν πόστα, που κλοτσήθηκαν, που δεν άκουσαν παρά προγκίσματα, που γέμισαν δάκρυα τα μάτια τους από πόνο και απογοήτεψη, θα σας το φυλάξουν, σύντροφοι στελέχη, θα σας το φυλάξουν, και αυτό είναι το λιγότερο. Φοβάμαι μην το πληρώσει και αλλιώτικά  ο λαός, μη σιχαθεί και πάρει τον αντικρινό δρόμο.=====================

Μας πήραν την Αθήνα μόνο για ένα μήνα

 Άγγελος Ελεφάντης
Μας ήρθαν οι Εγγλέζοι
νανούμ, νανούμ, νανούμ
μας ήρθαν οι Εγγλέζοι
τζουμ-τρια-λαρό
μα ο λαός τους χέζει
Κάπα Κάπα Έψιλον
γεια σου Κουκουέ
Αυτό το τραγουδάκι, σε ρυθμό βήματος πεζοπόρου, πότε κανονικού, πότε γρήγορου κι επιταχυνόμενου, συνήθως αργόσυρτου και κουρασμένου, συνόδευε την πορεία των Ελασιτών και των αμάχων που έφευγαν από την Αθήνα μετά τα Δεκεμβριανά. Το τραγουδούσαν καθώς περνούσαν απ’ τα Δερβενοχώρια για τη Θήβα, για τα Καμμένα Βούρλα, για το Γαλαξίδι, για τον Βόλο ως και τα Τρίκαλα όπου συγκεντρώθηκαν, καραβοτσακισμένοι, οι πολλοί. Το τραγούδησαν αργότερα σε συνάξεις χαρμολύπης, ως τα χρόνια της δικτατορίας και μετά από αυτήν, όταν πια στο στόμα των νεότερων τραγουδιστών δεν ήταν παρά ένα αθυρόστομο σκώμμα σαν να ψιλοκορόιδευε την ηρωική μεγαλοστομία των αντάρτικων εμβατηρίων. Σαρκαστικό, αθυρόστομο κι οργισμένο, μελαγχολικό, αφηγείται στιγμές από τις τριάντα τρεις μέρες που συγκλόνισαν και τραυμάτισαν την Αθήνα. Πάνω σ’ ένα μοτίβο απλό κάποιοι ανώνυμοι στιχοπλόκοι κατέγραψαν τα σκληρά βιώματα της μάχης.
Μας πήραν το Παγκράτι
τους βγάλαμε το μάτι
Στον Βύρωνα σα μπαίνουν
στον Άι-Σώστη βγαίνουν

Την αφήγηση συνοδεύει το γεμάτο ανεμελιά,

πρόκληση και σκανταλιά «τζουμτριαλαρό», που στον δεύτερο στίχο ζευγαρώνει με το ράθυμο, σχεδόν νυσταλέο και υποταγμένο «νανούμ, νανούμ, νανούμ», μονότονο και αργόσυρτο, όπως τα κουρασμένα και κυνηγημένα βήματα των Ελασιτών που έπρεπε να καταβροχθίσουν τα χιλιόμετρα, να μεταφέρουν τη μαχόμενη Αθήνα έξω από την Αθήνα, να μεταφέρουν σε μέρος ασφαλές κορμιά, πληγωμένους ομήρους, υλικά και ζώα, μακριά από τη σφαίρα του πυρός, όπου θέριζαν τα εγγλέζικα τανκς και αεροπλάνα. Κι είναι περίεργο∙ ενώ ποτέ δεν θεωρήθηκε ότι αποδίδει κάτι από το πνεύμα της εποχής, κάτι από την εποποιία του Αγώνα, ενώ ποτέ, απ’ όσο ξέρω και όπως φαντάζομαι, οι αριστεροί όταν έγιναν πρώην Ελασίτες και πρώην Εαμίτες, δεν το θεώρησαν κατάλληλο και άξιο λόγου να κοσμήσει τα μουσικά ρεπερτόρια των επετειακών τους εκδηλώσεων, γιορτών, χορωδιών και συλλογών με αντάρτικα τραγούδια, ενώ λοιπόν ο επίσημος, ας πούμε, λόγος της Αριστεράς το παραγκώνιζε στη λησμονιά, αυτό επέμενε να επιζεί μέσα από την προφορική παράδοση, από στόμα σε στόμα, στα αυθόρμητα τραγουδίσματα των παρεών. Είναι ένα γνήσιο, σύγχρονο δημοτικό τραγούδι, ίσως από τα τελευταία που φτιάχτηκαν. Η μελωδία του προέρχεται από κάποιο αμερικάνικο «κάντρυ» και αρχικά, πριν από τον πόλεμο, χρησιμοποιήθηκε σαν σκοπός προσκοπικός. Αλλά μέσα στην Κατοχή εξελίχθηκε σε τραγούδι αντιστασιακό. Φαίνεται όμως ότι στα Δεκεμβριανά, και μετά από αυτά, άλλαξε πάλι αντικείμενο και οι άνθρωποι προτίμησαν αυτήν τη σχεδόν χαζοχαρούμενη και απλοϊκή μελωδία, με το μονότονο «νανούμ νανούμ» και το σκανταλιάρικο «τζουμτριαλαρό», για να διηγηθούν κάποια συμβάντα που έζησαν στον Δεκέμβρη του 1944 και να σχολιάσουν, προσθέτοντας την επωδό «Κάπα Κάπα Έψιλον, γειά σου Κουκουέ» που μοιάζει με εγκάρδιο χαιρετισμό, αλλά και σκώμμα μαζί.

Μαζί με την αφήγηση του περιστατικού που από μια μεριά σκόπευε τον αντίπαλο, τους Εγγλέζους, και από την άλλη χλεύαζε τη συμφορά, εμφανίζεται και ο έτερος πρωταγωνιστής της σύγκρουσης, το Κουκουέ, και τα ανάμεικτα συναισθήματα των τραγουδιστών-πολεμιστών σα να ’λεγαν «γεια σου δικέ μου» αλλά και γεια σου εσύ που μας έφερες από το θαύμα στην καταστροφή. Ίσως να βλέπω εγώ αμφιθυμία σ’ αυτό το τραγούδι, αλλά νομίζω ότι είναι εξόφθαλμη και το διαπερνά απ’ άκρη σ’ άκρη. Δεν είναι μόνο η αντίθεση ανάμεσα στο νυσταλέο «νανούμ, νανούμ, νανούμ» και το απείθαρχο «τζουμτριαλαρό»∙ σ’ όλα τα δίστιχα υπάρχει η ίδια δυαδική αντίθεση:



Μας ήρθαν οι Εγγλέζοι
μα ο λαός τους χέζει
Μας μάντρωσαν σαν γίδια
μας ξύρισαν τ’ αρχίδια
Μας πήραν το Παγκράτι
τους βγάλαμε το μάτι
Μας πήγαν στην Ελ Ντάμπα
ταξίδι είχαμε τζάμπα
Μας πήραν την Αθήνα
μόνο για ένα μήνα

[…] Ο ΕΛΑΣ της Αθήνας και των βουνών, άφησε την πόλη, πέρασε πέρα από τη Λαμία, εξαντλημένος και αποδεκατισμένος συγκεντρώθηκε στο Βόλο, στην Καρδίτσα και τα Τρίκαλα. Μερικά τμήματα διάβηκαν προς Γαλαξίδι και Άμφισσα. Ύστερα από τριάντα τρεις μέρες σκληρού αγώνα μέσα στην πόλη. Μαζί του έφυγαν και χιλιάδες άμαχοι: μέλη των πολιτικών οργανώσεων του ΕΑΜ, του ΚΚΕ, της Αλληλεγγύης, γυναίκες, ακόμα και παιδιά, πλήθος τεράστιο. Οι γειτονιές άδειασαν. Πόσοι ήταν; Κανείς δεν μπορεί να πει. Δεν γύρισαν όμως όλοι∙ πολλοί έμειναν στον δρόμο από τις κακουχίες κι απ’ τα πυρά των Εγγλέζων. Οι αντίπαλοί τους, όμως, αργότερα, θα μιλήσουν μόνο για τους ομήρους που μάζεψε η ΟΠΛΑ, σαν αντίδραση στην τακτική της μαζικής ομηρίας Εαμιτών που εφήρμοσαν οι Εγγλέζοι, συγκεντρώνοντας χιλιάδες αμάχους κι αιχμαλώτους Ελασίτες στην Αγία Παρασκευή, στο Χασάνι κι από κει στην Ελ Ντάμπα της Αιγύπτου.

Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, όλος αυτός ο κόσμος, άμαχοι, αφοπλισμένοι Ελασίτες και μέλη πολιτικών οργανώσεων, επιστρέφοντας στην Αθήνα, τον Μάρτη του 1945, θα δεχθεί τους προπηλακισμούς των χιτών, των ταγματασφαλιτών (που μεταμορφώθηκαν στο άψε-σβήσε σε εθνοφρουρούς) και των «αγανακτισμένων πολιτών». Η «Σκομπία», η Αθήνα που ήλεγχαν οι δυνάμεις του στρατηγού Σκόμπυ, θα υποδεχθεί τους Ελασίτες με τα ρόπαλα και τις κραυγές Ε-ε-έρχεται ο βασιλιάς. Δεν υπήρχε πια κάποια δύναμη να εμποδίσει τον ερχομό του μονυελοφόρου άνακτος. Θα πάρουν έτσι μια πρόγευση για το τι έμελλε να υποστούν στον Εμφύλιο και στη λευκή τρομοκρατία τα επόμενα τριάντα χρόνια.

Άγγελος Ελεφάντης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου