[...] Το κόμμα έκανε λάθη, και στην υποχώρηση γίνηκαν ολοφάνερα. Είναι φοβερά στην τραγικότητά τους. Βαριά η κριτική, μα γίνηκε. Ασύλληπτη στη σημασία της η υποχώρηση αυτή, τραγική στο μεγαλείο της, τρομερή στη γυμνή δυστυχία της. Όλοι τα 'χαν χαμένα. Όμως, παρ' όλα αυτά, παντού φάγανε, κοιμηθήκανε, βρήκαν τον δρόμο.
Τι κι αν ματώσανε πόδια, τι κι αν θάφτηκαν στον δρόμο εκείνοι που δεν είχαν δύναμη να σύρουν άλλο τα πόδια τους, τι κι αν καταράστηκαν, βρίστηκαν, πίκραναν και πικράθηκαν. Όλοι ηρωικά βάσταξαν και αυτό το μαρτυρικό βάρος στους ώμους και το σύρανε ώς το τέλος. Και είναι πάλι έτοιμοι για νέους αγώνες. Τι κι αν ξύπνησε μέσα στον καθένα το αίσθημα της αυτοσυντήρησης, και ο εγωισμός κυριάρχησε συχνά. Θα 'λεγε κανείς πως δεν ήταν παρά μονάχα ο καθείς μονάχος του άξιος για σωτηρία. Όλοι οι άλλοι ήταν περιττοί. Λάθη από τα πάνω, αδιαφορία και σαστιμάρα από τα κάτω.
Μας πήραν την Αθήνα μόνο για ένα μήνα
νανούμ, νανούμ, νανούμ
μας ήρθαν οι Εγγλέζοι
τζουμ-τρια-λαρό
μα ο λαός τους χέζει
Κάπα Κάπα Έψιλον
γεια σου Κουκουέ
Αυτό το τραγουδάκι, σε ρυθμό βήματος πεζοπόρου, πότε κανονικού, πότε γρήγορου κι επιταχυνόμενου, συνήθως αργόσυρτου και κουρασμένου, συνόδευε την πορεία των Ελασιτών και των αμάχων που έφευγαν από την Αθήνα μετά τα Δεκεμβριανά. Το τραγουδούσαν καθώς περνούσαν απ’ τα Δερβενοχώρια για τη Θήβα, για τα Καμμένα Βούρλα, για το Γαλαξίδι, για τον Βόλο ως και τα Τρίκαλα όπου συγκεντρώθηκαν, καραβοτσακισμένοι, οι πολλοί. Το τραγούδησαν αργότερα σε συνάξεις χαρμολύπης, ως τα χρόνια της δικτατορίας και μετά από αυτήν, όταν πια στο στόμα των νεότερων τραγουδιστών δεν ήταν παρά ένα αθυρόστομο σκώμμα σαν να ψιλοκορόιδευε την ηρωική μεγαλοστομία των αντάρτικων εμβατηρίων. Σαρκαστικό, αθυρόστομο κι οργισμένο, μελαγχολικό, αφηγείται στιγμές από τις τριάντα τρεις μέρες που συγκλόνισαν και τραυμάτισαν την Αθήνα. Πάνω σ’ ένα μοτίβο απλό κάποιοι ανώνυμοι στιχοπλόκοι κατέγραψαν τα σκληρά βιώματα της μάχης.
τους βγάλαμε το μάτι
Στον Βύρωνα σα μπαίνουν
στον Άι-Σώστη βγαίνουν
Την αφήγηση συνοδεύει το γεμάτο ανεμελιά,
πρόκληση και σκανταλιά «τζουμτριαλαρό», που στον δεύτερο στίχο ζευγαρώνει με το ράθυμο, σχεδόν νυσταλέο και υποταγμένο «νανούμ, νανούμ, νανούμ», μονότονο και αργόσυρτο, όπως τα κουρασμένα και κυνηγημένα βήματα των Ελασιτών που έπρεπε να καταβροχθίσουν τα χιλιόμετρα, να μεταφέρουν τη μαχόμενη Αθήνα έξω από την Αθήνα, να μεταφέρουν σε μέρος ασφαλές κορμιά, πληγωμένους ομήρους, υλικά και ζώα, μακριά από τη σφαίρα του πυρός, όπου θέριζαν τα εγγλέζικα τανκς και αεροπλάνα. Κι είναι περίεργο∙ ενώ ποτέ δεν θεωρήθηκε ότι αποδίδει κάτι από το πνεύμα της εποχής, κάτι από την εποποιία του Αγώνα, ενώ ποτέ, απ’ όσο ξέρω και όπως φαντάζομαι, οι αριστεροί όταν έγιναν πρώην Ελασίτες και πρώην Εαμίτες, δεν το θεώρησαν κατάλληλο και άξιο λόγου να κοσμήσει τα μουσικά ρεπερτόρια των επετειακών τους εκδηλώσεων, γιορτών, χορωδιών και συλλογών με αντάρτικα τραγούδια, ενώ λοιπόν ο επίσημος, ας πούμε, λόγος της Αριστεράς το παραγκώνιζε στη λησμονιά, αυτό επέμενε να επιζεί μέσα από την προφορική παράδοση, από στόμα σε στόμα, στα αυθόρμητα τραγουδίσματα των παρεών. Είναι ένα γνήσιο, σύγχρονο δημοτικό τραγούδι, ίσως από τα τελευταία που φτιάχτηκαν. Η μελωδία του προέρχεται από κάποιο αμερικάνικο «κάντρυ» και αρχικά, πριν από τον πόλεμο, χρησιμοποιήθηκε σαν σκοπός προσκοπικός. Αλλά μέσα στην Κατοχή εξελίχθηκε σε τραγούδι αντιστασιακό. Φαίνεται όμως ότι στα Δεκεμβριανά, και μετά από αυτά, άλλαξε πάλι αντικείμενο και οι άνθρωποι προτίμησαν αυτήν τη σχεδόν χαζοχαρούμενη και απλοϊκή μελωδία, με το μονότονο «νανούμ νανούμ» και το σκανταλιάρικο «τζουμτριαλαρό», για να διηγηθούν κάποια συμβάντα που έζησαν στον Δεκέμβρη του 1944 και να σχολιάσουν, προσθέτοντας την επωδό «Κάπα Κάπα Έψιλον, γειά σου Κουκουέ» που μοιάζει με εγκάρδιο χαιρετισμό, αλλά και σκώμμα μαζί.Μαζί με την αφήγηση του περιστατικού που από μια μεριά σκόπευε τον αντίπαλο, τους Εγγλέζους, και από την άλλη χλεύαζε τη συμφορά, εμφανίζεται και ο έτερος πρωταγωνιστής της σύγκρουσης, το Κουκουέ, και τα ανάμεικτα συναισθήματα των τραγουδιστών-πολεμιστών σα να ’λεγαν «γεια σου δικέ μου» αλλά και γεια σου εσύ που μας έφερες από το θαύμα στην καταστροφή. Ίσως να βλέπω εγώ αμφιθυμία σ’ αυτό το τραγούδι, αλλά νομίζω ότι είναι εξόφθαλμη και το διαπερνά απ’ άκρη σ’ άκρη. Δεν είναι μόνο η αντίθεση ανάμεσα στο νυσταλέο «νανούμ, νανούμ, νανούμ» και το απείθαρχο «τζουμτριαλαρό»∙ σ’ όλα τα δίστιχα υπάρχει η ίδια δυαδική αντίθεση:
μα ο λαός τους χέζει
Μας μάντρωσαν σαν γίδια
μας ξύρισαν τ’ αρχίδια
Μας πήραν το Παγκράτι
τους βγάλαμε το μάτι
Μας πήγαν στην Ελ Ντάμπα
ταξίδι είχαμε τζάμπα
Μας πήραν την Αθήνα
μόνο για ένα μήνα
[…] Ο ΕΛΑΣ της Αθήνας και των βουνών, άφησε την πόλη, πέρασε πέρα από τη Λαμία, εξαντλημένος και αποδεκατισμένος συγκεντρώθηκε στο Βόλο, στην Καρδίτσα και τα Τρίκαλα. Μερικά τμήματα διάβηκαν προς Γαλαξίδι και Άμφισσα. Ύστερα από τριάντα τρεις μέρες σκληρού αγώνα μέσα στην πόλη. Μαζί του έφυγαν και χιλιάδες άμαχοι: μέλη των πολιτικών οργανώσεων του ΕΑΜ, του ΚΚΕ, της Αλληλεγγύης, γυναίκες, ακόμα και παιδιά, πλήθος τεράστιο. Οι γειτονιές άδειασαν. Πόσοι ήταν; Κανείς δεν μπορεί να πει. Δεν γύρισαν όμως όλοι∙ πολλοί έμειναν στον δρόμο από τις κακουχίες κι απ’ τα πυρά των Εγγλέζων. Οι αντίπαλοί τους, όμως, αργότερα, θα μιλήσουν μόνο για τους ομήρους που μάζεψε η ΟΠΛΑ, σαν αντίδραση στην τακτική της μαζικής ομηρίας Εαμιτών που εφήρμοσαν οι Εγγλέζοι, συγκεντρώνοντας χιλιάδες αμάχους κι αιχμαλώτους Ελασίτες στην Αγία Παρασκευή, στο Χασάνι κι από κει στην Ελ Ντάμπα της Αιγύπτου.
Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, όλος αυτός ο κόσμος, άμαχοι, αφοπλισμένοι Ελασίτες και μέλη πολιτικών οργανώσεων, επιστρέφοντας στην Αθήνα, τον Μάρτη του 1945, θα δεχθεί τους προπηλακισμούς των χιτών, των ταγματασφαλιτών (που μεταμορφώθηκαν στο άψε-σβήσε σε εθνοφρουρούς) και των «αγανακτισμένων πολιτών». Η «Σκομπία», η Αθήνα που ήλεγχαν οι δυνάμεις του στρατηγού Σκόμπυ, θα υποδεχθεί τους Ελασίτες με τα ρόπαλα και τις κραυγές Ε-ε-έρχεται ο βασιλιάς. Δεν υπήρχε πια κάποια δύναμη να εμποδίσει τον ερχομό του μονυελοφόρου άνακτος. Θα πάρουν έτσι μια πρόγευση για το τι έμελλε να υποστούν στον Εμφύλιο και στη λευκή τρομοκρατία τα επόμενα τριάντα χρόνια.
Άγγελος Ελεφάντης


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου