theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ ΑΝΑΣΤΕΝΑΖΕΙ ΣΤΗΝ ΟΜΟΝΟΙΑ!!! {Μέρος Α}

ΜΈΣΑ ΑΠΌ ΤΟ ΔΙΉΓΗΜΑ - ΓΡΟΘΙΑ- ΚΡΑΥΓΗ "Μια βραδιά στο θέατρο" ΤΗΣ 
ΑΡΕΤΗΣ ΠΑΝΟΥ.
Υπόψη είναι ένα ζωντανό ρεπορταζ της πραγματικότητας. Τα πρόσωπα υπαρκτά, εκ των οποίων τα τέσσερα συχνά παρελάυνουν σε αυτό το blog. Εάν δε αναποδογυρήσετε τα πρόσωπα του κάθε ζευγους ...κατά φύλλο, εμφανίζονται τα πραγματικά ονόματα.  
                                                                                                                       
Μια βραδιά στο θέατρο
                                                                                                              
                         
 Πρόσωπα κατά σειρά εμφάνισης  
                           Αλέκος και Δήμητρα
                         Αργύρης και Κωνσταντίνα
                         Έκτορας και Θεοδώρα 
       Ένας Αλγερινός και ένας Μαροκινός
Τα παιδιά της δίκυκλης αστυνομίας ΔΙΑΣ
Πρεζόνια και βαποράκια διαφόρων εθνικοτήτων
Κλεφτρόνια διαφόρων εθνικοτήτων
Ένας ταξιτζής
Ένας μάγειρας
Ένα ζευγάρι άστεγων με επίσημα ρούχα
 Μία πρώην ηθοποιός
 Το προσωπικό του αστυνομικού τμήματος


Για όλα φταίει αυτή η μαλακισμένη η γυναίκα μου. Της την είχε καρφώσει από μέρες. Μου έφαγε τ’ αυτιά. Να πάμε στο Εθνικό. Να δούμε το κτήριο που το ‘χουν ανακαινίσει. Έχει και μια παράσταση που την είχαμε δει παλιά στον Κουν και η ηθοποιός που τότε έκανε την κόρη, τώρα κάνει τη μάνα. Ε, λοιπόν; Εγώ δε θυμόμουνα τίποτα, ούτε για τότε, ούτε για τώρα. Δεν πολυγουστάρω το θέατρο, ζορίζομαι, να βλέπεις τον άλλο σε απόσταση αναπνοής, να ξερνάει το γάλα της μάνας του. Προτιμώ το σινεμά. Υπάρχει απόσταση ασφαλείας. Αλλά κι αυτό ξινό μου το βγάζει. Θέλει σκοτάδι και πονεμένες ιστορίες, ανθρώπινες λέει. Μην ακούσει γι’ αμερικάνικα. Δος της ιρανικά, τούρκικα, κινέζικα… Πού πάει και τα βρίσκει;
 Για τη συγκεκριμένη παράσταση είχα πολλές αντιρρήσεις. Γιατί να πάω σ’ ένα έργο, μόνο και μόνο για να δω πόσο έχω γεράσει, λες και δεν το ξέρω κι από μόνος μου. Δε μου το λένε κάθε μέρα τα πόδια μου, τα μάτια μου, τα μαλλιά μου; Και στο κάτω κάτω, τότε που πηγαίναμε στον Κουν, στην Αθήνα μπορούσες να κυκλοφορείς. Για να δούμε μέσα μας, λέει, γι’ αυτό πάμε, αυτό είναι το θέατρο, ένας καθρέφτης. Και νομίζεις ότι μ’ αρέσει να βλέπω τα μούτρα μου στον καθρέφτη; Με δυσκολία ξυρίζομαι πια. Πρόσεχε, λέει, αν δεν κοιτάς στον καθρέφτη μπορεί να κοπείς, κινδυνεύεις. Κινδυνεύω εκεί που θες να με πας, της λέω, στο στόμα του λύκου, δεν ακούς τι γίνεται κάθε μέρα στο κέντρο; Ποιος σώφρων άνθρωπος, στην ηλικία μας, θα κατέβαινε σ’ εκείνη την περιοχή αν δεν τον ανάγκαζε κάποια δουλειά που δε σήκωνε αναβολή. Και τι θα κάνουμε, λέει, θα κλειστούμε σαν τα ποντίκια στα σπίτια μας, να λιώνουμε τους καναπέδες μπροστά στην τηλεόραση, να κλαίμε στις ειδήσεις και να γελάμε στα σίριαλ, είναι ανθρώπινο αυτό; 
Μου τα ‘χει πρήξει μ’ αυτό τ’ ανθρώπινο. Όλο ανθρώπινο κι ανθρώπινο. Λες κι η ανθρωπιά είναι κάποια αποκλειστικότητα δική της και του αιώνα του διαφωτισμού. Και σάμπως καταλαβαίνει τι εννοεί; Γιατί δηλαδή είναι πιο ανθρώπινο να πηγαίνεις στο θέατρο από το να πηγαίνεις στη λαϊκή ή να βλέπεις τις ειδήσεις. Δε βρίσκεις άκρη με τις γυναίκες.
 Τελικά τα κανόνισε με δυο φίλες της, δυο σιτεμένες καρακαηδόνες σαν του λόγου της, που δος τους  τέχνη και κουλτούρα και παρ’ τους και τις κιλότες και οι αρσενικοί απλώς ακολουθήσαμε. Θα ‘χει και αφτεράδικο μετά, θα πάμε για κάνα ποτηράκι, ρώτησε ο Αργύρης και η δικιά μου του το ‘ταξε κι αυτό για να τον τουμπάρει. Ότι θέλουν γίνεται. Τελεία και παύλα. Αλλά δεν έχουν μυαλό.
Το περίεργο είναι ότι το έργο μου άρεσε. Δε θυμόμουν να το είχα ξαναδεί. Ίσως τότε να ήμουν πολύ νέος για να καταλάβω. Κατατρεγμένοι άνθρωποι, έλληνες μετανάστες στη Γερμανία, με το διχασμό στο πετσί τους, το διχασμό στη  φυλή, το διχασμό στην οικογένεια, το διχασμό μέσα στον ίδιο τον εαυτό τους, μου έφεραν στο νου πολλά δικά μου. Ειδικά εκεί που αυτός έλεγε, πουθενά δεν ήταν το σπίτι μου, ούτε στο χωριό, ούτε στην πόλη, ούτε και δω στη Γερμανία, πάντα ξένος ήμουνα.   Λένε ότι ο χρόνος κλείνει πληγές, αλλά ο χρόνος τις ανοίγει. Πώς αλλιώς όλο και μαζεύω πληγές και βάσανα καθώς μεγαλώνω.
Βγαίνοντας από το θέατρο, πάντως, είχα καλή διάθεση. Στο δρόμο δεν υπήρχε ψυχή και κατηφορίζαμε προς το πάρκινγκ συζητώντας πότε για το έργο, πότε για το αφτεράδικο. Ο Αργύρης που ψοφάει για ρεμπέτικα σιγοτραγουδούσε, περιπλανώμενος, ξεριζωμένος, από της μάνας μου την αγκαλιά... Έκανε πολύ κρύο, όλη μέρα έριχνε ένα ψιλό χιονόβροχο. Οι κυρίες που θέλουν και σουλάτσο στις κακόφημες γειτονιές έχουν προβλήματα με τα πόδια τους και κανείς μας δεν είναι ελαφρύς και σβέλτος σαν ξεπεταρούδι. Σερνόμασταν πάνω στη γλίτσα του πεζοδρομίου προσέχοντας τα βήματα μας, χαλαρά, σα φώκιες στην ακρογιαλιά ή σαν πλοία που εξόκειλαν.   
                      
Ξαφνικά μια μαύρη σκιά πετάχτηκε απ’ το πουθενά, έσκισε το χώρο σα σκοτεινή αστραπή κι άκουσα τη γυναίκα μου να σκούζει. Γύρισα προς το μέρος της κι είδα κάποιον να τραβάει την τσάντα της σα σκυλί λυσσασμένο. Όρμησα χωρίς δεύτερη σκέψη. Την άλλη στιγμή βρέθηκα πεσμένος χάμω και την έβλεπα κι εκείνη μπρούμυτα να γλείφει τη γλίτσα. Ήθελές τα κι έπαθές τα, αλλά αμέσως σκέφτηκα την τσάντα και πετάχτηκα απάνω. Έσφιξα τα δόντια και χύθηκα πίσω από την αστραπή που κρατούσε τη λεία της, σα σκύλος πίσω από το ντορό του, φωνάζοντας κλέφτες, κλέφτες, αλλά κανένας πούστης δεν κουνήθηκε από τη θέση του.  Άκουγα τους φίλους που έρχονταν ξοπίσω μου, να φωνάζουν κι αυτοί, κι από πιο πίσω τη φωνή της γυναίκας μου, πού πας, γύρνα πίσω, θα πάθεις κανένα κακό. Με υποχρέωσε.
Η τσάντα χάθηκε μέσα στα σκοτάδια κι εγώ έμεινα από αναπνοή. Γύρισα στους άλλους με άδεια χέρια και άδεια πνευμόνια. Οι γυναίκες είχαν κιόλας τηλεφωνήσει στην Άμεση Δράση. Μια κοπέλα, να είναι καλά, βγήκε από τη ρεσεψιόν ενός ξενοδοχείου και μας έβαλε μέσα. Με μάλωσε γλυκά, τι ‘ναι αυτά που κάνετε κύριε, μπορεί να σας μαχαιρώσουν, για μία τσάντα…. Τι έχεις μέσα, ρώτησα τη γυναίκα μου, ενώ ήξερα κιόλας την απάντηση. Βιβλιάρια, κάρτες, λογαριασμοί, δικά της, της μάνας της που είναι ανήμπορη κι ενός ξαδέλφου της που είναι στην Αμερική, ταυτότητα και δίπλωμα, γυαλιά, κινητό, τα φάρμακα που έχει πάντα μαζί της μην την πιάσει κρίση.  Κατάλαβες κορίτσι μου, είπα στη ρεσεψιονίστ, για το περιεχόμενο έτρεχα, όχι για το περιέχον. Ούτε εγώ δε λείπω από μέσα. Κι ας της φωνάζω συνέχεια, τι τα κουβαλάς όλ’ αυτά, για να στα πάρουν μια κι έξω.   Τρεις μήνες στις ουρές δε μας φτάνουν για να διορθώσουμε τη ζημιά. Και για το περιέχον…, είπε η γυναίκα μου σαν παράπονο και θυμήθηκα ότι η εν λόγω τσάντα ήταν δώρο του παιδιού που τώρα είναι στα ξένα.
Δεν αφήνετε τα λόγια, να ακυρώσετε τις κάρτες καλύτερα, είπε η Θεοδώρα. Το τρίμηνο στην κόλαση είχε αρχίσει. Έπιασα το κινητό μου για να κάνω το πρώτο βήμα, αλλά εκείνη τη στιγμή άρχισε να χτυπάει από μόνο του. Είδα τον αριθμό της και νόμισα ότι τηλεφωνούσε ο κλέφτης για να ζητήσει λύτρα. Κράτα τα λεφτά κι ότι άλλο θέλεις, είπα πριν τον ακούσω και δώσε μου την τσάντα με τα χαρτιά. Αρχιφύλακας Γιαννάκης της ομάδας Δίας, μου απάντησε, μόλις συλλάβαμε δύο αλλοδαπούς με την τσάντα της γυναίκας σας. Ο Δίας κι όλο το δωδεκάθεο να σας έχουν καλά, πού είναι η τσάντα, ρώτησα, γιατί δε μπορούσα να πιστέψω στ’ αυτιά μου. Ελάτε στο αστυνομικό τμήμα, να καταθέσετε και να την πάρετε.
Πήγαμε στο τμήμα και οι έξι. Ο Γιαννάκης μας διηγήθηκε τα καθέκαστα. Καθώς έστριβαν με τις μοτοσικλέτες τους από την Πειραιώς προς την Αγίου Κωνσταντίνου, είδαν δυο αλλοδαπούς που έτρεχαν κατά πάνω τους. Ο ένας πέταξε τη γυναικεία τσάντα που κρατούσε. Τους υποδέχτηκαν κυριολεκτικά με ανοιχτές αγκαλιές. Ο Γιαννάκης άνοιξε την τσάντα, πήρε το κινητό και στο δεύτερο τηλεφώνημα μας βρήκε. Οι γυναίκες είχαν κρεμαστεί από το στόμα του, σαν να έβλεπαν τον Άη Γιώργη αυτοπροσώπως. Πόσων χρονών είσαι, ρώτησε η δικιά μου κι όταν άκουσαν εικοσιπέντε έλιωσαν όλες μαζί. Θα πρέπει να περιμένετε λίγο για να δώσετε κατάθεση στον αξιωματικό υπηρεσίας, έχει πολλή δουλειά, είπε ο Γιαννάκης. Θα περιμένω όσο θέλετε είπε η γυναίκα μου, μόνο φέρτε μου την τσάντα, να την πάρω στα χέρια μου. Μα απ’ τα χέρια σας την πήραν, είπε ο Γιαννάκης και πήγε και της την έφερε. Σώα και ανέπαφη. Σε ποιον να το πω και να με πιστέψει.
Πού μένετε, ρώτησε ο αρχιφύλακας κι εγώ του απάντησα. Μένουμε μακριά από την Αθήνα, για να ‘χουμε την ησυχία μας, αλλά ερχόμαστε πότε πότε, βλέπεις, για να κάνουμε τις δουλειές μας, γιατρούς, υπηρεσίες και τράπεζες. Για να δούμε κάναν άνθρωπο,  κάνα θέατρο, να κάνουμε κάτι ανθρώπινο, είπε η γυναίκα μου και της έριξα μια ματιά που αν ήταν μαχαίρι θα την είχε κάνει κομμάτια. Για κάνε μου τη χάρη, αλλά η περίοδος χάριτος, το διάστημα κάνω τη βρεγμένη γάτα είχε κιόλας τελειώσει. Άξιζε, αλήθεια η παράσταση, ρώτησε ο Γιαννάκης κι εκείνη τη στιγμή τα άλλα παιδιά της ομάδας έφεραν τους δύο κλέφτες δεμένους με χειροπέδες. Μαυριδεροί, αδύνατοι σα σκελετοί, ο ένας πιο ψηλός από τον άλλο. Θυμόμουνα μόνον τον έναν, αυτόν που κρατούσε την τσάντα. Σκατόφατσα. Ένας Αλγερινός κι ένας Μαροκινός, μας είπαν, γνωστοί πελάτες. Άρχισαν το μάθημα γεωγραφίας. Οι Αλγερινοί είναι ύπουλοι και μαχαιροβγάλτες, πιο σκληροί είν’ οι Αλβανοί και πιο καλά οπλισμένοι, οι Νιγηριανοί δεν κωλώνουν, μια ζωή κοστίζει όσο και μια σφαίρα γι αυτούς, οι Σομαλοί την πορνεία, οι Αφγανοί το όπιο και πάει λέγοντας.
Στο μεταξύ η ώρα περνούσε, στο τμήμα είχε μεγάλη φασαρία και είπαμε να πάμε να περιμένουμε κάπου έξω. Καθίσαμε στα υπαίθρια τραπεζάκια ενός καφενείου που είχε κλείσει. Το κρύο ξούριζε. Δεν είμαι καν σίγουρη ότι ήταν αυτοί, είπε η γυναίκα μου. Έπεσα μπρούμυτα και δεν είδα τίποτα. Άστ’ αυτά, τα σάπια, της είπα, εγώ τον θυμάμαι πολύ καλά τον κοντό που σου πήρε την τσάντα.  Μα εγώ νόμιζα ότι την πήρε ο ψηλός, είπε η Κωνσταντίνα. Εγώ δεν είδα κανένα, είδα μόνον τον Αλέκο να τρέχει, είπε η Θεοδώρα. Έξι είμαστε, πώς είχαμε δώδεκα διαφορετικές εκδοχές για το συμβάν, ακόμα δε μπορώ να καταλάβω. Ότι και να ‘ναι πρέπει να τιμωρηθούν, είπε ο Έκτορας. Δεν είναι κιόλας τιμωρημένοι, είπε η Θεοδώρα κι η Κωνσταντίνα ρώτησε τη δικιά μου, είδες τα μάτια του, πώς σε κοιτούσαν, σα να σου ζητούσαν συγγνώμη. Λες και ήταν συνεννοημένες. Κι από τα μάτια του κλέφτη πέταξαν στα μάτια του Γιαννάκη, τι ωραία μάτια που έχει αυτό το παιδί, είπε η Κωνσταντίνα και πόσο ευγενικά παιδιά όλα τους, είπε η Θεοδώρα και να μου ξεραθεί το στόμα αν ξαναπώ μπάτσους τους μπάτσους, είπε η δικιά μου. Δεν έχουν ούτε ιερό ούτε όσιο. Δε μπορεί, όλ’ αυτά τα έργα που βλέπουν, τα τριτοκοσμικά, θα φταίνε για τη ζημιά που έχουν πάθει στο μυαλό. Κόφτε τις μαλακίες επιτέλους, οι άνθρωποι είναι κλεφτρόνια, επαγγελματίες κι αν τους αφήσουν θα κάνουν το ίδιο αύριο, και συ να μη θες να καταθέσεις θα καταθέσω εγώ, είπα. Ο νόμος είναι νόμος είπε ο Έκτορας, δεν μπορούμε να τον αγνοούμε όποτε μας καπνίσει, όπως όταν είμαστε έφηβοι θυμωμένοι με τον πατέρα μας. Σαν απόκληρος γυρίζω, στην κακούργα ξενιτιά…., σιγοτραγουδούσε ο Αργύρης.
Είχαμε παγώσει. Παιδιά φύγετε, τους είπα, δεν υπάρχει λόγος να ταλαιπωρούμαστε όλοι. Οι φίλοι μας έφυγαν κι εγώ με την κυρά μπήκαμε πάλι στο τμήμα, μήπως και κει έκανε λιγότερο κρύο. Πήγαμε στην αίθουσα υποδοχής. Χαμός. Κρατούμενοι με χειροπέδες, άλλοι καθισμένοι στο παγωμένο δάπεδο, άλλοι πίσω από τα κάγκελα,  όργανα με στολή και με πολιτικά. Σε μια γωνιά δύο αστυνομικοί ζύγιζαν κάτι πραγματάκια που έμοιαζαν με καραμέλες τυλιγμένες σε χαρτάκια και κάτι σημείωναν. Σε μια άλλη γωνιά ένα ψηλό βουνό από τσάντες, τσαντάκια, πορτοφόλια, σάκους, βαλίτσες, μπουφάν, κράνη, παπούτσια. Εκεί θα ‘βρισκες και την τσάντα σου, τσαλαπατημένη και άδεια, αύριο μεθαύριο, αν δεν εξαφανιζόταν τελείως, είπα. Κι αν δεν ήταν ο Δίας.  Τα παιδιά του Δία κάθονταν δίπλα στους συλληφθέντες τους. Πλησίασα. Τα πρόσωπά τους ήταν γκρίζα, αυτό το χρώμα θα παίρνουν οι μαύροι όταν πεθαίνουν, σκέφτηκα. 
ΑΥΡΙΟ ΤΟ Β ΜΕΡΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου