Αφήγηση Πανάγος Κλημαντήρης
Τότε μαθητής στην Ογδόη τάξη και
τώρα δικηγόρος στην Αθήνα.
Και συνεχίζει ο κυρ-Παναγιώτης με τρυφερότητα και νοσταλγία με ένα πάθος ερωτοχτυπημένου εφήβου για εκείνα τα χρόνια τα αλλοτινά και τους παλιούς συμμαθητές του (1):
«Τι χρόνια ήταν κι εκείνα; Αξέχαστα…Την Κυριακή το απογι0ματάκι ροβολάγαμε και τα τέσσερα γυμνασιόπαιδα από το Γολέμι και από το Μπισχίνι κατεβαίναμε στη Ζαχάρω που ήταν το Γυμνάσιο. Από τα άλλα ορεινά χωριά, Άλβαινα, του Μπαράκου, τις Τρύπες και λοιπά, καμιά δεκαριά πήγαιναν πέρα από την Αρήνη. Είμασταν φορτωμένοι με ένα σακούλι στον ώμο με όλα τα φτωχικά μας εφόδια, ότι είχε ο καθένας για να βγάλουμε τη βδομάδα. Άσε που με αρκετά από αυτά φιλεύαμε τη σπιτονοικοκυρά. Το καρβέλι πάντως δεν έλειπε από κανένα σακούλι. Είχαμε 4,5 αυγά, 15 ελιές, άλλος μια μασέλα τυρί γιδίσιο και κάπου-κάπου καμιά τσιγαρίδα με λίγδα που τη μοιράζαμε για όλες τις ημέρες. Ωραίες ιστορίες, τα παιδιά τα θυμάμαι ένα-ένα…»
- Τα κορίτσια τα θυμάσαι καλύτερα;
«Ου..ου, ακόμη ευωδιάζει η θύμησή μου. Μοσχομύριζαν …. Αλλά μην πάει το μυαλό πονηρά...αδέλφια.. Που λες είχαμε και κάτι σεβαστούς καθηγητάδες, με πρώτους την τετράδα: ο μπάρμπα Μήτσος ο Καρατζάς, Ο Θανάσης Κακαβούλης, ο Στάθης Αλεξανδρόπουλος και ο μαθηματικός Κώστας Λαμπρόπουλος. Λοιπόν μια μέρα μας ανακοίνωσαν ότι αύριο θα πάμε εκδρομή. Πετάγαμε τα καπέλα στον αέρα από τη χαρά μας. Εγώ και η παρέα μου κανονίσαμε μια ωραία κατάσταση. Δε θυμάμαι τα ονόματα των παιδιών εκτός από έναν, αν και αυτός ήταν της Εβδόμης, το Βασίλη Πετρόπουλο.
Από την προηγούμενη πήραμε ένα γραμμόφωνο με 20 πλάκες από το Θεοφίλη το Ρουμελιώτη, τον Αλμπάνη πέρα από τον Καϊάφα και στείλαμε ένα αρνί στο φούρνο. Οπότε την άλλη μέρα το πρωί τα φορτώσαμε σε ένα γαϊδούρι μαζί μάλιστα με δυο χιλιάρες κρασί. Αράξαμε κάτω από μια ελιά και με το γύφτικο να παίζει στο τέρμα αρχίσαμε το γλέντι από νωρίς. Πιο πέρα ήταν η παρέα των καθηγητάδων που είχαν ένα μικρό γραμμόφωνο και προσπαθούσαν να ψήσουν κάτι παϊδάκια. Στην παρέα τους είχαν και τις μαθήτριες οι οποίες μετά από λίγο τους παράτησαν και ήρθαν στην παρέα τη δική μας. Οι καθηγητάδες νεύριασαν και ήρθαν να μας διώξουν, αλλά πού εμείς, τους γράψαμε κανονικά. ...
- Για πιο λόγο νευρίασαν;
" Θα σου πω εγώ γιατί, τα κορίτσια τα χαλβάδιαζαν, τα έκοβαν σαν ξερολούκουμα! Χα...χα ..... Αξίζει να πούμε ότι πάνω που αρχίσαμε να τρώμε και να πίνουμε εννοείται κρυφά κι αυθαίρετα, έρχεται ο Μπάρμπα Μήτσος ο Καρατζάς και μας λέει: "Ρε για να μου κρατήσουτε και μένα κανά μεζέ γιατί εκεί στην εξουσία δε βλέπω να κάνουν τίποτα, μόνο τη γλώσσα θα αλείψω. Τι να φθάσουν δυο κιλά για οχτώ νομάτους. Κι ας μη φάει κι ο κυρ Στάθης, που νηστεύει.." Πραγματικά λίγο μετά ήρθε ο μπάρμπα Μήτσος, που τον βάλαμε και έκατσε στο σαμάρι του γαϊδουριού και ντερλίκωσε. Μάλιστα από πάνω ρούφηξε και δυο κούπες κράσο στο άψε - σβήσε. Τι κρασί και κείνο; . Να πίνει η μάνα κρυφά από τον κύρη! Εκείνη η μέρα μου έχει μείνει αξέχαστη. Ακόμα θυμάμαι και τι σκεπτόμουνα...Ξέρεις εκείνη τη μέρα έγινε και το συμβάν με τον Μπόκολο και τη Μαριώ....
Μπράβο ρε Πανάγο, μερακλή, που νίκησες το μπούρμπουλα και πήρες ένα κοσάρι και τόδωκες και πήρες ένα φέσι..
{Τη συνέχεια θα μας την πεί ο Μπόκολος σήμερα στο ταβερνάκι στα Εξάρχεια....}.
Από την προηγούμενη πήραμε ένα γραμμόφωνο με 20 πλάκες από το Θεοφίλη το Ρουμελιώτη, τον Αλμπάνη πέρα από τον Καϊάφα και στείλαμε ένα αρνί στο φούρνο. Οπότε την άλλη μέρα το πρωί τα φορτώσαμε σε ένα γαϊδούρι μαζί μάλιστα με δυο χιλιάρες κρασί. Αράξαμε κάτω από μια ελιά και με το γύφτικο να παίζει στο τέρμα αρχίσαμε το γλέντι από νωρίς. Πιο πέρα ήταν η παρέα των καθηγητάδων που είχαν ένα μικρό γραμμόφωνο και προσπαθούσαν να ψήσουν κάτι παϊδάκια. Στην παρέα τους είχαν και τις μαθήτριες οι οποίες μετά από λίγο τους παράτησαν και ήρθαν στην παρέα τη δική μας. Οι καθηγητάδες νεύριασαν και ήρθαν να μας διώξουν, αλλά πού εμείς, τους γράψαμε κανονικά. ...
Η συνέχεια παρακάτω
ΔΑΜΩΝ ΚΑΙ ΦΙΝΤΙΑΣ
Μήτσος και Πανάγος |
«Με το Μήτσο, το Δημητράκη τον Μπόκολο είμαστε φίλοι από παιδιά μικρά 4 χρονών. Είναι μια βδομάδα μεγαλύτερος. Τι φίλοι όμως! Αγαπημένοι σαν τα καλύτερα αδέλφια! Από τότε δεν έχουμε αλλάξει ούτε μια κουβέντα, ούτε μια στραβή ματιά. Μόνο για μια μέρα μου κράταγε μούτρα και δεν μου μίλαγε , όταν είμαστε στην Ογδόη για τα μάτια της Μαρίας από την Κορδόρουγα. Ανταλλάξαμε δυο λόγια με το κορίτσι κι ο Μήτσος το πήρε πολύ βαριά γιατί ήταν ψιλοκαψούρης, χωρίς βέβαια να ξέρει κανείς τίποτα. Ούτε και το κορίτσι βέβαια. Έτσι από μακρυά. Ο Μήτσος ήταν πολύ καλός μαθητής στο Γυμνάσιο, αλλά με τη φτώχεια και την ανέχεια, πού παραπάνω σπουδές. Έφυγε μετανάστης στη Γερμανία….Τον Μπόκολο τον αγαπώ πάρα πολύ, ίσα με τα παιδιά μου. Κι αυτός το ίδιο!!! "
- Για πιο λόγο νευρίασαν;
" Θα σου πω εγώ γιατί, τα κορίτσια τα χαλβάδιαζαν, τα έκοβαν σαν ξερολούκουμα! Χα...χα ..... Αξίζει να πούμε ότι πάνω που αρχίσαμε να τρώμε και να πίνουμε εννοείται κρυφά κι αυθαίρετα, έρχεται ο Μπάρμπα Μήτσος ο Καρατζάς και μας λέει: "Ρε για να μου κρατήσουτε και μένα κανά μεζέ γιατί εκεί στην εξουσία δε βλέπω να κάνουν τίποτα, μόνο τη γλώσσα θα αλείψω. Τι να φθάσουν δυο κιλά για οχτώ νομάτους. Κι ας μη φάει κι ο κυρ Στάθης, που νηστεύει.." Πραγματικά λίγο μετά ήρθε ο μπάρμπα Μήτσος, που τον βάλαμε και έκατσε στο σαμάρι του γαϊδουριού και ντερλίκωσε. Μάλιστα από πάνω ρούφηξε και δυο κούπες κράσο στο άψε - σβήσε. Τι κρασί και κείνο; . Να πίνει η μάνα κρυφά από τον κύρη! Εκείνη η μέρα μου έχει μείνει αξέχαστη. Ακόμα θυμάμαι και τι σκεπτόμουνα...Ξέρεις εκείνη τη μέρα έγινε και το συμβάν με τον Μπόκολο και τη Μαριώ....
Μπράβο ρε Πανάγο, μερακλή, που νίκησες το μπούρμπουλα και πήρες ένα κοσάρι και τόδωκες και πήρες ένα φέσι..
{Τη συνέχεια θα μας την πεί ο Μπόκολος σήμερα στο ταβερνάκι στα Εξάρχεια....}.
1. Όπως τονίζει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος στο βιβλίο του "ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ " σε αυτό το όρο συμπεριλαμβάνονται όχι μόνο τα πρόσωπα, αλλά και οι δρόμοι, οι αλάνες, τα παιχνίδια ...και όλα τα πράγματα εκείνων των αλλοτινών χρόνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου