Αρετή Πάνου
Κούραση. Πώς
τη μάζεψα τόση κούραση. Από πότε περπατάω. Τα γόνατά μου τρέμουν και πονούν. Τα
πόδια μου τρεκλίζουν. Και τα τρία. Πώς θα ‘θελα να ξαπλώσω κατάχαμα σε μια
γωνιά. Κόσμος πάει κι έρχεται. Μπροστά μου ανοίγονται χλωμοί θολωτοί διάδρομοι
με σκάλες. Για σκαλιά ούτε λόγος. Εγώ ήμουν που τ’ ανεβοκατέβαινα χοροπηδώντας?
Δε θυμάμαι πια. Μια αόρατη δύναμη δε μ’ αφήνει να ξεκολλήσω απ’ το επίπεδο που
βρίσκομαι. Θα την ξεγελάσω. Βλέπω το σήμα με το αναπηρικό καροτσάκι και το
ακολουθώ. Στέκομαι μπροστά στη γυάλινη
πόρτα. Σκύβω να δω τα κουμπιά. Τα μάτια μου θαμπό γυαλί. Και τα τέσσερα. Σα να παλεύανε με κόκκους άμμου. «Προς την αποβάθρα». Λειτουργεί άραγε? Πλησιάζω τη μούρη μου μέχρι που το γυαλί χτυπάει πάνω στο γυαλί. Αόρατο και μαύρο. Ψηλαφώ την πόρτα. Στη μέση μια σχισμή τη χωρίζει στα δύο. Σφραγισμένα χείλη. Γύρω, γύρω γυαλίζει μια μεταλλική κρύα φάσα. Στην αρχή δε βλέπω τίποτα. Σιγά, σιγά διακρίνω μια θηλιά. Ένα λουρί κρέμεται μέσα στο πηγάδι που μοιάζει με σκοτεινή κοιλιά. Τα δύο φύλλα γλιστράνε κι απομακρύνονται μ’ ένα σιγανό βογγητό. Μπαίνω χτυπώντας το μπαστούνι μου. Διερευνητικά. Το δάπεδο μαλακό. Κι άλλο βογγητό, η σχισμή κλείνει. Ένα
ανεπαίσθητο τράνταγμα. Ένα μόνο. Κινείται? Άχρηστα
μηχανήματα. Κοροϊδεύουν τον κόσμο. Σκοτάδι και σιωπή. Από μακριά ακούγεται το
τικ τακ κάποιου ρολογιού. Θα ‘πρεπε να
χουν κάνα φωτάκι εδώ μέσα. Υπάρχουν
άνθρωποι που φοβούνται το σκοτάδι. Δεν καταλαβαίνω, πάει πάνω ή κάτω? Και πόση ώρα είμαι εδώ? Δε λέει να τελειώνει.
Μήπως είναι μια παγίδα? Ένα κακόγουστο
αστείο για ανθρώπους ανήμπορους. Βάρβαροι και σαδιστές. Πρέπει να φωνάξω, να διαμαρτυρηθώ. Θα ζητήσω τον
υπεύθυνο. Να του μιλήσω. Υπάρχουν και άνθρωποι κλειστοφοβικοί κύριε. Στο κάτω κάτω οφείλουν κάποιο σεβασμό. Χρόνια τώρα πληρώνω ανελλιπώς τους φόρους μου. Τρένα
περνάνε από κάπου κοντά. Ακούω βουητά και σφυρίγματα. Και όμως κινείται. Σα να
στενεύει το πηγάδι, να πλησιάζουν τα τοιχώματα. Υγρασία. Σταλαματιές και κελαρύσματα. Ή μήπως είναι ο
ιδρώτας που τρέχει? Μια φυσαλίδα μέσα στο νερό. Τώρα γδέρνεται στα τοιχώματα.
Θα σπάσει. Τα κόκκαλά μου πονάνε. Τα τοιχώματα με πιέζουν. Με σφίγγουν σα ζεστή, υγρή ζακέτα. Είμαι μούσκεμα. Δυσκολεύομαι
ν’ ανασάνω. Εεε εσείς εκεί κάτω, εκεί
πάνω, όπου κι αν είστε. Δεν είναι
συνθήκες μετακίνησης ανθρώπων αυτές. Υπάρχουν και
άνθρωποι με αναπνευστικά προβλήματα. Δε
θ’ αντέξω. Θα σκάσω. Αέρααα. Λίγο φως,
επιτέλους. Δεν καταλαβαίνω από πού έρχεται, αλλά υπάρχει φως. Και μια πόρτα
γυάλινη σαν αυτή που μπήκα. Με μια σχισμή στη μέση. Λες να μ’ έφερε στο ίδιο σημείο? Καλά το κατάλαβα, παγίδα είναι. Κάποιο είδος
τιμωρίας γι’ αυτούς που αποφεύγουν τις σκάλες. Κάποιο διεστραμμένο μυαλό τη σκέφτηκε. Ρωτάς κύριε αν
μπορούν να κάνουν αλλιώς? Μα εδώ υπάρχει πολύ φως, αλλιώτικο φως. Ακούω βογγητά
καθώς η σχισμή ανοίγει με δυσκολία. Θα ‘πρεπε να τα λαδώνουν καλύτερα, να τα
συντηρούν. Αν αργήσει ν’ ανοίξει, θα σκάσω. Κολλάω πάνω στην πόρτα και σπρώχνω
και γω με τα χέρια, με τα πόδια, με τους ώμους. Να προλάβω να βγώ. Η σχισμή
ανοίγει απότομα και με φτύνει στο φως, κατάχαμα. Σα να ξεριζώθηκα και να
γκρεμοτσακίστηκα. Σίγουρα θα ‘σπασα κάνα κόκκαλο. Ψαχουλεύω τα γόνατά μου, τα
λυγίζω. Περίεργο, δεν πονάνε. Δε μπορώ
να σηκωθώ όμως, ούτε να κινηθώ. Είναι που έμεινε το μπαστούνι μου μέσα στη
φυσαλίδα. Κι αυτό το φως που με στραβώνει. Δε διακρίνω τίποτα. Είναι που μου ‘πεσαν και τα γυαλιά μου εκεί
μέσα. Σκιές κινούνται μέσα στο φως. Προσπαθώ να τις ξεχωρίσω. Μην είναι τίποτα
παλιοί γνώριμοι και νομίζουν πως από αγένεια κι αδιαφορία δεν τους χαιρετώ. Συγγνώμη
δεν είν’ αυτό, μόνο να, δε θυμάμαι πια. Προσπαθώ ν’ ακούσω τι λένε. Όμως μιλάνε
μιαν άγνωστη γλώσσα. Ήχοι ακατανόητοι
ανάμεσα στα βογγητά, στα βουητά των
τρένων και στα πλατσουρίσματα. Και στο τικ τακ. Αυτές οι εταιρείες φαίνεται θα
‘χουν προσλάβει ξένους υπαλλήλους που δε μιλάν τη γλώσσα μας. Κοιτάω γύρω μου να δω κάποιο σήμα, μήπως και μου
πει πού βρίσκομαι και τι να κάνω. Βλέπω
φωτεινά γράμματα ν’ αναβοσβήνουν , αλλά δεν καταλαβαίνω τι λένε. Κι αυτή εκεί πρέπει να ‘ναι πλάκα ρολογιού. Οι
δείχτες αστράφτουν. Αλλά δείχνουν μιαν άγνωστη ώρα. Άγνωστη ώρα, άγνωστη χώρα... Πού βρίσκομαι
τέλος πάντων και πώς έφτασα εδώ? Οι σκιές μαζεύτηκαν γύρω μου. Αυτό το φως τις
κάνει να μοιάζουν τεράστιες, απειλητικές. Σκιές γιγάντων. Με ακουμπάνε, με τραντάζουν, με σκουπίζουν,
με βουτάνε πάλι στα νερά. Σίγουρα νοσοκόμοι θα ‘ναι. Δε λέω, ευγενικό εκ μέρους
τους που το σκέφτηκαν, μετά από τόση ταλαιπωρία χρειάζεται κανείς κάποια
περιποίηση. Αλλά πιο μαλακά, πιο προσεκτικά. Δεν είναι τρόπος αυτός να φέρονται
σ’ έναν τίμιο πολίτη μιας τίμιας χώρας. Υπάρχουν και άνθρωποι αδύναμοι, άνθρωποι
εύθραυστοι. Θα διαμαρτυρηθώ, θα φωνάξω. Κάνω ν’ ανοίξω το στόμα μου, αλλά δε βγαίνει λέξη. Ένα κλαψιάρικο ουάα μόνο.
Αμφιβάλλω αν είναι δικό μου ή αν είναι κι αυτό μιας ξένης γλώσσας. Αυτοί δεν
κάθονται να μ’ ακούσουν. Με κουκουλώνουν με κάτι πανιά και με δίνουν στα χέρια
ενός άλλου γίγαντα που είναι ξαπλωμένος παραπέρα. Αυτός μάλιστα, έχει τον τρόπο
του να σε πιάνει. Λουφάζω στην αγκαλιά του. Είναι στεγνά, ζεστά και μυρίζει
ωραία. Μετά από τόση κούραση, επιτέλους χαλαρώνω. Πριν με πάρει ο ύπνος, με όση
δύναμη μου έχει απομείνει, καρφώνω τα μάτια μου στο πρόσωπό του. Αυτόν σίγουρα
κάπου τον ξέρω. Βρε ποιος να ‘ναι, ποιος να ‘ναι?
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου