ΓΙΑ ΤΗ ΛΙΜΝΗ ΑΥΤΗ δὲν
γράφουν οὔτε μιλοῦν φωναχτά. Κι ὅλοι οἱ δρόμοι ποὺ ὁδηγοῦν σ’ αὐτὴν εἶναι
ἀποκλεισμένοι, σὰ νὰ ἐπρόκειτο γιὰ κάποιο μαγικὸ κάστρο. Πάνω ἀπ’
ὅλους τοὺς δρόμους κρέμεται μιὰ ἀπαγορευτικὴ πινακίδα, μὲ μιὰ ἁπλή,
βουβὴ γραμμή. Ὁ ἄνθρωπος ἢ τὸ ἄγριο ζῶο ποὺ θὰ δοῦν στὸν δρόμο τους αὐτὴ
τὴ γραμμὴ θὰ πρέπει νὰ τὸ στρίβουν. Τούτη τὴ γραμμὴ τὴν τοποθετεῖ ἐκεῖ
ἡ ἐπίγεια ἐξουσία. Σημαίνει: ἀπαγορεύεται τὸ ταξιδεύειν, ἀπαγορεύεται
τὸ ἵπτασθαι, ἀπαγορεύεται τὸ βαδίζειν καὶ ἀπαγορεύεται τὸ ἕρπειν.
Ἡ λίμνη Σεγκντὲν
εἶναι στρογγυλή, σὰν νὰ χαράχτηκε μὲ διαβήτη. Ἂν φωνάξεις ἀπὸ τὴ μία
ὄχθη (ὅμως δὲν θὰ φωνάξεις, γιὰ νὰ μὴν σὲ πάρουν χαμπάρι), στὴν ἄλλη ὄχθη
θὰ φτάσει μόνο μιὰ ἀλλοιωμένη ἠχώ. Ἡ λίμνη βρίσκεται μακριά. Εἶναι
περιτριγυρισμένη ἀπὸ τὸ παρόχθιο δάσος. Τὸ δάσος εἶναι ἐπίπεδο,
τὸ ἕνα δέντρο εἶναι δίπλα στὸ ἄλλο, καὶ δὲν ὑπάρχει χῶρος οὔτε γιὰ ἕναν
παραπανίσιο κορμό. Ὅταν φτάσεις στὸ νερό, βλέπεις ὅλη τὴν περιφέρεια
τῆς ἀπομονωμένης ὄχθης: ἀλλοῦ ὑπάρχει μιὰ κίτρινη λωρίδα ἄμμου,
κάπου ἕνα γκρίζο καλαμάκι προβάλλει ἀμυνόμενο, κάπου ἀλλοῦ ἁπλώνεται
τὸ νεαρὸ γρασίδι. Τὸ νερὸ εἶναι ἐπίπεδο, λεῖο, δίχως ρυτίδες, κάπου-κάπου
στὴν ὄχθη εἶναι καλυμμένο μὲ νεροφακές, κι ἔπειτα ἕνα διάφανο ἄσπρο
– κι ὁ ἄσπρος βυθός.
Νὰ μποροῦσε κανεὶς
νὰ ἐγκατασταθεῖ ἐδῶ γιὰ πάντα… Ἐδῶ ἡ ψυχή, σὰν τὸν ἀέρα ποὺ τρεμίζει,
θὰ ρυάκιζε ἀνάμεσα στὸ νερὸ καὶ στὸν οὐρανό, κι οἱ σκέψεις θὰ κυλοῦσαν
καθάριες καὶ βαθειές.
Ὅμως ἀπαγορεύεται. Ὁ θηριώδης πρίγκιπας, ὁ ἀλλήθωρος κακοῦργος,
κατέλαβε μὲ τὴ βία τὴ λίμνη: νά ἡ ντάτσα του, νά καὶ τὸ μέρος ὅπου κολυμπάει.
Τὰ παιδιά του ψαρεύουν καὶ πυροβολοῦν πάπιες μέσα ἀπὸ τὴ βάρκα. Στὴν
ἀρχὴ ἐμφανίζεται λίγος γαλάζιος καπνὸς πάνω ἀπὸ τὴ λίμνη, κι ἔπειτα
ἀπὸ λίγο ἀκοῦς τὴν τουφεκιά.
Ἐκεῖ, πίσω ἀπὸ τὰ
δάση, καμπουριάζει καὶ σέρνεται ὅλη ἡ γύρω περιοχή. Ἐνῶ ἐδῶ, γιὰ νὰ
μὴν τοὺς ἐνοχλήσει κανείς, οἱ δρόμοι εἶναι κλειστοί, ἐδῶ οἱ ὑποτακτικοί
τους ψαρεύουν καὶ κυνηγοῦν τὰ θηράματα ἀποκλειστικὰ γι’ αὐτούς. Ἰδοὺ
καὶ τὰ ἴχνη: κάποιος ἑτοίμαζε φωτιά, κι αὐτοὶ τὴν ἔσβησαν μὲ τὴν πρώτη
καὶ τὸν ἔδιωξαν.
Ἀλεξάντρ Ἰσάγιεβιτς Σολζενίτσιν (Александр
Исаевич Солженицын) (Κισλοβόντσκ, 11 Δεκεμβρίου
1918 – Μόσχα, 3 Αὐγούστου 2008). Συγγραφέας, δημοσιολόγος, ποιητής,
πολιτικὸς καὶ κοινωνικὸς παράγων. Πέρασε τὴν παιδική του ἡλικία
στὴν πόλη Ροστὼφ ἐπὶ τοῦ Ντόν. Ἀποφοίτησε ἀπὸ τὸ τμῆμα τῆς Φυσικομαθηματικῆς
Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Ροστὼφ τὸ 1941. Τὸ 1945 δικάστηκε ἐρήμην
σὲ ὀκτὼ χρόνια καταναγκαστικῆς ἐργασίας. Τὸ 1974 στερήθηκε τὴν ἰθαγένειά
του καὶ ἀπελάθηκε στὴ Δυτικὴ Γερμανία. Τὸ 1975 ἐγκαταστάθηκε μὲ τὴν
οἰκογένειά του σὲ μιὰ ἀπομονωμένη περιοχὴ τοῦ Βερμόντ, στὶς Η.Π.Α.,
ὅπου ἔζησε γιὰ εἴκοσι χρόνια. Τὸ 1995, ἀφοῦ εἶχε πλέον καταρρεύσει ἡ
Σοβιετικὴ Ἕνωση, ἐπέστρεψε στὴν πατρώα του γῆ. Τὸ συγγραφικό
του ἔργο εἶναι ὀγκῶδες. Σ’ αὐτὸ περιλαμβάνεται ἡ πασίγνωστη μαρτυρία Ἀρχιπέλαγος
Γκουλάγκ, ὅπως καὶ τὰ ἔργα Μιὰ ἡμέρα τοῦ Ἰβὰν Ντενίσοβιτς, Ὁ
πρῶτος κύκλος, Πτέρυγα καρκινοπαθῶν, Ὁ κόκκινος
τροχός κ.ἄ. Τὸ 1970 τοῦ ἀπονεμήθηκε τὸ βραβεῖο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ρωσικά:
Γιῶργος Χαβουτσᾶς (Πειραιᾶς, 1965). Ἀσχολεῖται
μὲ τὴν ποίηση καὶ τὴ μετάφραση. Δημοσίευσε τὶς ποιητικὲς συλλογὲς Ἡ
φοινικιά (Γαβριηλίδης, 2005) καὶ Σημεῖο Πετρούπολης (Πλανόδιον,
2011). Ἔχει μεταφράσει ἐπίσης τὸ πεζογράφημα Ταξίδι στὴν Ἀρμενία,
τοῦ Ὄσιπ Μαντελστάμ (Ἴνδικτος, 2007).
ΠΗΓΗ: oikologein.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου