Τον Αλέξανδρο Βέλιο δεν τον
γνώριζα προσωπικά. Δεν έτυχε να συναντηθούν οι επαγγελματικές μας
περιπλανήσεις. Τον παρακολουθούσα, όπως συνηθίζω να παρακολουθώ σχεδόν όλους
τους συναδέρφους γραφιάδες επειδή από σχεδόν όλους, είτε συμφωνώ είτε διαφωνώ
μαζί τους, με κάτι μπολιάζεται η σκέψη μου.
Η ιδεολογική πορεία μας ήταν πολύ
διαφορετική και οι διαφορές μου με τις δικές του ιδεολογικές και πολιτικές
προσεγγίσεις ήταν μεγάλες. Παρ όλα αυτά, του αναγνώριζα το γεγονός ότι σ αυτές του τις προσεγγίσεις, είτε με τα
γραπτά του είτε με τον ραδιοφωνικό είτε με τον τηλεοπτικό του λόγο ήταν Κύριος.
Κύριος, είναι ένας άνθρωπος, που
κυρίως σέβεται τον άλλον. Για να σέβεσαι τον άλλον πρέπει να σέβεσαι πρώτα τον
εαυτό σου. Και ο Αλέξανδρος το είχε αυτό.
Ο τρόπος που επέλεξε να δώσει
τέλος σ αυτή τη μορφή ζωής του την Κυριακή μαρτυρά ότι αυτό που είχε δεν ήταν
φτιαχτό. Όχι μόνο αυτό. Είχε το ανάστημα, αυτό που ήταν να το υπερασπιστεί κι
όλας στην πράξη. Όχι στη θεωρία και στα λόγια.
Ο Αλέξανδρος Βέλιος, ένας
άνθρωπος που δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι θα τον μνημονεύσω στη ζωή μου
και μάλιστα έτσι, επέλεξε να φύγει από αυτή τη ζωή με ευθανασία, που έκανε ο
ίδιος στον εαυτό του, έτσι ώστε τις τελευταίες ώρες της ζωής του να είναι
Όρθιος, Αρτιμελής, Διαυγής, Κυρίαρχος του εαυτού του, με μια λέξη Αξιοπρεπής, έτσι
όπως δικαιούται κάθε άνθρωπος που δεν τον έχει καθηλώσει καμιά συμφορά να
φύγει. Να πεθάνει.
Και εδώ ακριβώς είναι η αφορμή γι
αυτή την αθέλητη νεκρολογία. Όχι επειδή δεν αξίζει κανείς να τον νεκρολογούν,
το αντίθετο μάλιστα. Αλλά, επειδή εγώ δεν το έχω κάνει ποτέ, ούτε για τον
πατέρα μου, και γιατί μου πάει τους ανθρώπους να του χαιρετώ βουβά.
Ο Αλέξανδρος, όμως, έφυγε με μια
αξιοπρέπεια που είναι ταυτόχρονα και μια κραυγή. Κραυγή εναντίον μιας
πρωτόγονης και οπισθοδρομικής, για να μην πω σκοταδιστικής νοοτροπίας, που
απαγορεύει στους ανθρώπους που το επιθυμούν να φύγουν από αυτή τη ζωή την ώρα
που το επιλέγουν, με τον τρόπο που το επιλέγουν. Με ευθανασία.
Υπάρχουν αρρώστιες που ΠΗΓΗ Liberal
είναι
εξαιρετικά επώδυνες και άλλες που είναι εξαιρετικά αποδομητικές. Όποιος δεν
έχει ζήσει ανθρώπους να υποφέρουν από τους πόνους, άλλους να είναι ζόμπι από τα
αναλγητικά και άλλους να λειώνουν κάθε μέρα από το σαράκι που τους τρώει ψυχή
και σάρκα δεν ξέρει για τι μιλάω. Και είναι χιλιάδες.
Ο Αλέξανδρος ήταν ένας από
αυτούς. Και δικαιούτο στον 21ο αιώνα να επιλέξει τη στιγμή, που είτε στο σπίτι
του είτε σε ένα νοσοκομείο, ένας γιατρός ή ένα μηχάνημα με την άδεια της
επιστήμης θα του χάριζε την αξιοπρεπή ευθανασία. Καθαρά και νόμιμα.
Ο Αλέξανδρος αναγκάστηκε αυτό το
πικρό ποτήρι να το πιεί μόνος του, μακρυά από την ιατρική θαλπωρή και φροντίδα
επειδή η ιατρική και η θρησκεία βρίσκονται ακόμα στον 15ο αιώνα και θεωρούν η
μεν πρώτη την αθανασία μια ευθύνη στα όρια του εγκλήματος η δε δεύτερη την
κυριότητα του καθενός κυριότητα ενός άγνωστου Θεού!
Δεν μπορώ να τα βάλω με τις
μεσαιωνικές, ατεκμηρίωτες απόψεις μιας εκκλησίας σ αυτό το θέμα. Η εκκλησία
στηρίζεται στην τυφλή πίστη κι εγώ στη λογική και τη μόρφωση. Μας χωρίζει χάος.
Μπορώ, όμως, σαν αποχαιρετιστήριο
στον Αλέξανδρο να καλέσω την ιατρική κοινότητα να σταματήσει την ευθυνόφοβη και
επιστημονικά ατεκμηρίωτη άρνησή της να προχωρά σε ευθανασία σε ανθρώπους που
έχουν σώας τας φρένας, την επιθυμούν και δεν έχουν αποδεδειγμένα καμιά ελπίδα
αξιοπρεπούς ζωής. Αντιθέτως, καταρρέουν σε συνθήκες άθλιες σωματικά και ψυχικά,
σε μια συνέχεια ζωής, που είναι κόλαση και όχι ζωή.
Έζησα μια μητέρα, που την έλιωσε
ο καρκίνος, ενώ εκείνη παρακαλούσε για ευθανασία όταν ήταν ακόμα όρθια και
αξιοπρεπής και οι γιατροί αρνούνταν με ανόητες δικαιολογίες νομικού
περιεχομένου και μιας «δεοντολογίας», που δεν έχει σχέση με τον άνθρωπο, τον
ασθενή και την επιστήμη (που είχε προδιαγράψει το τέλος), αλλά με τη δική τους
ασφάλεια!
Έζησα έναν πατέρα και τον
καλύτερό μου φίλο να λειώνουν ενώ ήθελαν να φύγουν όταν ήταν ακόμα με πλήρη
συνείδηση και αρτιμελείς. Έναν αδερφό της μητέρας μου. Που οι γιατροί στο
νοσοκομείο αρνούνταν την ένεση της ευτυχίας παρά τα παρακάλια του ίδιου και του
γιού του. Μέσα από ανόητες και αντιεπιστημονικές και απάνθρωπες δικαιολογίες.
Έζησα ανθρώπους δίπλα σε όλους
αυτούς και σε άλλους αγαπημένους, που έφυγαν αποσαθρωμένοι, ζόμπι, ανθρώπινα
ράκη, ενώ μπορούσαν να έχουν φύγει αποχαιρετώντας τους αγαπημένους τους όταν
ήταν όρθιοι, μ ένα φιλί και πλήρη συνείδηση και με ένα άγγιγμα συνειδητό, ένα
χάδι. Ένα φωναχτό ή σιγανό αντίο.. Έτσι όπως αξίζει να φύγει κανείς αν μπορεί
κι αν θέλει. Όχι βουβό και άψυχο υπόλειμμα ανθρώπου.
Επειδή η ζωή του καθενός του
ανήκει. Και δεν ανήκει σε κανέναν θεό και σε κανέναν άλλον άνθρωπο, εκτός ίσως
από εκείνους που αγαπάμε ή μας αγαπούν τόσο, που τους την παραδίνουμε.
Ας τους την παραδίνουμε όρθια
τουλάχιστον.
Στο καλό Αλέξανδρε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου