Συντάκτης: Παντελής Λ. Καλαϊτζίδης *
«Εγώ με μια λέξη θα έλεγα σήμερα, επειδή διάβασα τα καινούργια προγράμματα [για το Μάθημα των Θρησκευτικών] και τα είδα, πως είναι απαράδεκτα. Είναι επικίνδυνα. Είναι πράγματα που δεν θα αποδώσουν καρπούς αλλά μεγάλη ζημιά στην Παιδεία γενικότερα, στην κοινωνία μας και ρήξη στις σχέσεις της Εκκλησίας με την Πολιτεία», δήλωσε πρόσφατα ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες, περιστοιχιζόμενος από μέλη της αρτηριοσκληρωτικής Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων (την οποία ο ίδιος φρόντιζε μέχρι πρότινος να κρατά σε απόσταση ασφαλείας, εγκαλώντας τους θεολόγους-εκπροσώπους της για τις παρωχημένες ιδέες τους).
Ώστε λοιπόν δεν αποτελούν κίνδυνο (και όνειδος) για την Εκκλησία ο αντισημιτισμός του Μητροπολίτη Πειραιώς ή η απροκάλυπτη εξύμνηση των πρωτεργατών της στρατιωτικής δικτατορίας και της εγκληματικής οργάνωσης της «Χρυσής Αυγής», καθώς και τα κηρύγματα μνησικακίας και οι κατάρες που εξαπολύει προς κάθε κατεύθυνση και με κάθε ευκαιρία ο Μητροπολίτης Καλαβρύτων. Κίνδυνο για την ηγεσία της θεσμικής Εκκλησίας (και τις σχέσεις της με το κράτος...) αποτελούν οι θεολόγοι εκπαιδευτικοί και τα νέα Προγράμματα για το ΜτΘ! Δεν φαίνεται όμως να απασχολεί την ηγεσία της θεσμικής Εκκλησίας η όλο και μεγαλύτερη αποξένωσή της από την κοινωνία, από τους μορφωμένους και σκεπτόμενους πολίτες και τους νέους, των οποίων εξάλλου δεν μίλησε ποτέ τη γλώσσα ούτε έκανε κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια για να τους προσεγγίσει.
Στις παραπάνω δηλώσεις του ο Αρχιεπίσκοπος είναι σαν να ακούει και να διαβάζει για πρώτη φορά για τα νέα Προγράμματα Σπουδών για το ΜτΘ. Όσοι, όμως, παρακολουθούν τα εκκλησιαστικά πράγματα γνωρίζουν πως αυτό δεν είναι ακριβές. Τα Προγράμματα εκπονήθηκαν από τους εμπειρογνώμονες θεολόγους το έτος 2010-11, ενώ από τη σχολική χρονιά 2011-12 και για τρία χρόνια τέθηκαν σε πιλοτική εφαρμογή σε αρκετά σχολεία ανά την επικράτεια. Η σχετική δε συζήτηση (με συνέδρια, ημερίδες, δημοσιεύσεις, παιδαγωγικές και επιμορφωτικές συναντήσεις, κλπ) για την αλλαγή της φυσιογνωμίας του ΜτΘ κρατάει τουλάχιστον από το 1999, και σε αυτήν έλαβαν μέρος όχι μόνο θεολόγοι καθηγητές, αλλά και ιεράρχες, οι οποίοι και συχνά φιλοξένησαν τις σχετικές διοργανώσεις.
Η ίδια η Εκκλησία της Ελλάδος, εξάλλου, επί των ημερών του σημερινού Αρχιεπισκόπου συζήτησε εν συνόδω τις προτεινόμενες αλλαγές στο ΜτΘ, τις οποίες είδε μάλλον θετικά, όπως μαρτυρούν και οι σχετικές εισηγήσεις των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών Αλεξανδρουπόλεως (Μάιος 2012) και Μεσσηνίας (Νοέμβριος 2012),
το Δελτίο Τύπου της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (5-11-2012), η ημερίδα που διοργανώθηκε στο Διορθόδοξο Κέντρο της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Πεντέλη, τον Φεβρουάριο του 2013, αλλά και δημόσιοι ενθαρρυντικοί λόγοι του ίδιου του Αρχιεπισκόπου σε ενημερωτικές συναντήσεις με τους θεολόγους εμπειρογνώμονες-συντάκτες του νέου Προγράμματος, όπου γινόταν λόγος για «το έργο της αναβάθμισης του θρησκευτικού μαθήματος» με βάση τους άξονες και τις αρχές του Προγράμματος αυτού. Ο δε εισηγητής εκ μέρους του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων των νέων Προγραμμάτων για το ΜτΘ, ο Σύμβουλος του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) Δρ. Σταύρος Γιαγκάζογλου, τυγχάνει από τον Οκτώβριο του 2008 στενός συνεργάτης του Μακαριωτάτου και Διευθυντής του επιστημονικού περιοδικού της Εκκλησίας της Ελλάδος «Θεολογία».
Αντί λοιπόν για την έκπληξη και δυσφορία του Μακαριωτάτου, θα πρέπει μάλλον να καταθέσουμε τη δική μας (και πολλών άλλων!) έκπληξη, απορία και ανησυχία για ορισμένες κρίσιμες αποφάσεις της ηγεσίας της θεσμικής Εκκλησίας που δεν αφορούν μόνο το ΜτΘ, αλλά σηματοδοτούν μιαν ευρύτερη συντηρητική στροφή (όποιος κάνει τον κόπο να διαβάσει το κείμενο «Ποιον Αρχιεπίσκοπο θέλουμε;» που υπέγραψαν 26 προσωπικότητες του ευρύτερου εκκλησιαστικού χώρου παραμονές των αρχιεπισκοπικών εκλογών του 2008, θα διαπιστώσει ποιες ελπίδες επενδύθηκαν τότε στις αρχιεπισκοπικές υποψηφιότητες, βλ.http://panagiotisandriopoulos.blogspot.gr/2008/02/blog-post_9678.html). Απαριθμώ, λοιπόν, χωρίς να εξαντλώ, ορισμένα μόνο από τα στοιχεία που σηματοδοτούν την συντηρητική αυτή «στροφή»:
- Τι συνέβη και εντός λίγων μηνών (αρχής γενομένης από τον Ιανουάριο του 2016) η παραπάνω θετική στάση της Διοικούσας Εκκλησίας έναντι των νέων Προγραμμάτων, μεταβάλλεται βαθμιαία από ήπια κριτική σε ευθέως καταδικαστική; (Σε αυτό το παιχνίδι τακτικισμών και παλινωδιών που χαρακτηρίζει μάλλον διαχρονικά τη στάση της Εκκλησίας της Ελλάδος σε παρόμοια ζητήματα, αξίζει να αναφέρουμε ότι τα προηγούμενα προγράμματα και διδακτικά εγχειρίδια για το ΜτΘ που η ηγεσία της θεσμικής Εκκλησίας υπερασπίζεται σήμερα ως ακραιφνώς ορθόδοξα, είχαν καταγγελθεί το 2006 από τον τότε Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο με επιστολή του προς το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο ως νεωτερίζοντα και εκτός εκκλησιαστικής παράδοσης!)
- Για ποιο λόγο άραγε ο Αρχιεπίσκοπος συμμάχησε με τους πλέον ακραίους και υπερσυντηρητικούς ιεράρχες και θεολόγους; Τι τον οδήγησε να θυσιάσει τον επί χρόνια συνεργάτη του Σταύρο Γιαγκάζογλου και να τον απομακρύνει από τη διεύθυνση του περιοδικού «Θεολογία», ικανοποιώντας έτσι, καθώς λέγεται, την εκδικητική και τιμωρητική διάθεση των καινοφανών «συμμάχων» του; (Θεωρώ υποχρέωσή μου να σημειώσω εδώ ότι ο Σταύρος Γιαγκάζογλου, λαμπρός ορθόδοξος θεολόγος ειδικευμένος στη θεολογία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του ησυχασμού, παρότι στοχοποιήθηκε και συκοφαντήθηκε από τους ορθόδοξους ταλιμπάν, έμεινε σταθερός και εδραίος στις απόψεις του αναφορικά με την ανάγκη ανανέωσης του ΜτΘ, δίνοντας μαθήματα ήθους και συνέπειας. Παράλληλα επί των ημερών του η «Θεολογία» κατάφερε να συνταιριάξει το υψηλό επιστημονικό επίπεδο, με την αισθητική αρτιότητα και τον ζωντανό και δημιουργικό θεολογικό λόγο, ανεβάζοντας έτσι πολύ ψηλά τον πήχυ των απαιτήσεων για όποιον τον διαδεχτεί).
- Ποια ύψιστα συμφέροντα της Εκκλησίας διακυβεύονται με τα νέα Προγράμματα, ώστε ο Αρχιεπίσκοπος να αρθρώνει πλέον έναν λόγο πολιτικό και πολωτικό (όπως o προκάτοχός του την εποχή της διαμάχης για τις ταυτότητες!), που κινδυνεύει όχι μόνο να διχάσει το σώμα των θεολόγων, αλλά και την κοινωνία ευρύτερα;
- Είναι τυχαίο άραγε ότι τα παραπάνω λαμβάνουν χώρα παράλληλα με την τουλάχιστον αμφίσημη και διφορούμενη στάση της Εκκλησίας της Ελλάδος έναντι της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου; Όπως από πολλούς ομολογείται, λόγω της ανασφάλειάς της σχετικά με το ζήτημα των λεγομένων «Νέων Χωρών», η Εκκλησία της Ελλάδος με τη στάση της λίγο πριν τη Σύνοδο της Κρήτης, άνοιξε το χορό των αμφισβητήσεων των ομοφώνως εγκεκριμένων από τη Σύναξη των Προκαθημένων στη Γενεύη σχεδίων των τελικών κειμένων (και ιδιαίτερα αυτού που αναφερόταν στις σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο, όπου για πρώτη φορά στην ιστορία της η Εκκλησία της Ελλάδος αμφισβήτησε την χρήση του όρου «Εκκλησίες» προκειμένου για τις Δυτικές χριστιανικές Εκκλησίες), προσφέροντας έτσι το πρόσχημα που αναζητούσε η Ρωσική Εκκλησία και οι δορυφόροι της προκειμένου να ματαιωθεί η Πανορθόδοξη Σύνοδος και να πληγεί το κύρος και το πρωτείο διακονίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Ευτυχώς, μέχρι στιγμής, η «στροφή» αυτή του Αρχιεπισκόπου δεν συμπαρέσυρε όλο το σώμα της Ιεραρχίας. Τον Μάρτιο και τον Μάιο του 2016, σε δύο Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος (Δημητριάδος και Αλεξανδρουπόλεως) διοργανώθηκαν σε συνεργασία με την Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών και υπό την αιγίδα του ΙΕΠ και του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, επιμορφωτικά σεμινάρια για τα νέα Προγράμματα του ΜτΘ, ενώ και άλλες Μητροπόλεις εκδήλωσαν ενδιαφέρον για τη διοργάνωση ανάλογων σεμιναρίων. Όσοι δε είναι σε θέση να γνωρίζουν τα εκκλησιαστικά πράγματα εκ των έσω, ξέρουν ότι και άλλες φωνές εντός του εκκλησιαστικού χώρου που δεν έχουν ακόμη ακουστεί, αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα των αλλαγών και των ανοιγμάτων, και κυρίως την επείγουσα ανάγκη συνειδητοποίησης της πραγματικότητας των πλουραλιστικών και πολυπολιτισμικών κοινωνιών.
Ο ορθόδοξος παραδοσιακός κόσμος βρίσκεται εδώ και δεκαετίες, αν όχι αιώνες ήδη, καθηλωμένος στην ακινησία με το βλέμμα στραμμένο στο παρελθόν. Οι έννοιες της ανανέωσης, της εξέλιξης και της μεταρρύθμισης συνεχίζουν να προκαλούν φόβο και αμηχανία. Αρνούμενη, όμως, να στοχαστεί και να συζητήσει πάνω στις αναγκαίες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, κλείνοντας τα μάτια στην εξέλιξη της κοινωνίας και στις ριζικές —ενίοτε μάλιστα και βίαιες— ανατροπές, που επηρεάζουν το ίδιο της το ποίμνιο, η Εκκλησία στην Ελλάδα κινδυνεύει να παρακολουθεί ως απλός θεατής την εκδήλωση πολύ μεγαλύτερης κλίμακας αλλαγών που θα σαρώσουν τόσο τα μοντέλα κατήχησης και χριστιανικής αγωγής, όσο και το ευρύτερο πλαίσιο συγκρότησης του εκκλησιαστικού σώματος, με ορατό πλέον τον κίνδυνο της ιστορικής περιθωριοποίησης της Ορθοδοξίας.
Ας μην μας ξεγελούν τα φαινόμενα και οι φευγαλέες εντυπώσεις. Οι γεμάτοι ναοί τις ημέρες των Χριστουγέννων, της Μεγάλης Εβδομάδας ή του Πάσχα και η συρροή στις εκκλησίες αναξιοπαθούντων λόγω της δεινής οικονομικής κρίσης, δεν μπορούν να συγκαλύψουν το γεγονός ότι στην επόμενη γενιά, στη γενιά των παιδιών μας, για πολλούς και διάφορους λόγους η Εκκλησία στην Ελλάδα θα κινδυνεύσει με πλήρη κατάρρευση και ιστορική περιθωριοποίηση. Η εικόνα μιας εκτός τόπου και χρόνου ιεραρχίας, που επιμένει συνήθως να επιλέγει για επισκόπους άχρωμα στελέχη του γραφειοκρατικού της μηχανισμού (ευτυχώς υπάρχουν και εξαιρέσεις!) και που ανέχεται επισκόπους/μέλη της ιεραρχίας να πλειοδοτούν σε αντισημιτικές, αντιισλαμικές, αντιοικουμενικές, ακόμη και φιλορατσιστικές και φιλοναζιστικές εξαλλοσύνες· η προϊούσα επαγγελματοποίηση του κλήρου και η πλήρης, σχεδόν μέχρι γνωσιομαχίας, αποξένωσή του από θεολογικά κριτήρια και ευαισθησίες· τα συνεχώς συρρικνούμενα, μέχρις εξαφανίσεως πολλές φορές στις τάξεις του Λυκείου, κατηχητικά σχολεία και η κραυγαλέα απουσία ορθόδοξης κατήχησης στο υποτιθέμενο «ορθόδοξο» πλήρωμα· το αποκαρδιωτικό επίπεδο της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης, όλα αυτά ειδοποιούν για την επερχόμενη κατάρρευση.
Η θορυβώδης συζήτηση για τα νέα Προγράμματα του ΜτΘ επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά τη διαπίστωση ότι η ελληνική Ορθοδοξία έχει επειγόντως ανάγκη από ριζικές τομές και μεταρρυθμίσεις, από ένα νέο «καινοτομείν τα ονόματα» για να θυμηθούμε τη διατύπωση του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, και όχι από στασιμότητα και ακινησία. Η θεσμική Εκκλησία πρέπει επιτέλους να μιλήσει στους σημερινούς ανθρώπους και στη δίψα τους για πλήρωμα ζωής και ελευθερίας, να αρθρώσει λόγο πειστικό «περί της εν υμίν ελπίδος» (πρβλ. Α΄ Πέτρου 3:15), και όχι να επικαλείται συνεχώς την προσφορά της στους αγώνες του έθνους προκειμένου να διατηρήσει προνόμια και κεκτημένα μιας άλλης εποχής και ενός άλλου πολιτικού και πολιτισμικού παραδείγματος.
Η Ορθοδοξία κινδυνεύει από τη στασιμότητα και την ακινησία, από την απειλούμενη ιστορική περιθωριοποίηση, και όχι από την οικεία, από την παράδοσή της, εν Αγίω Πνεύματι δημιουργική συνάντηση με το καινούργιο. Όπως σημειώνει και ο μεγάλος ορθόδοξος θεολόγος Βλαδίμηρος Λόσκι, «δεν παραμένει τις εν τη Παραδόσει δια μιας ιστορικής αδρανείας φυλάττων ως "παράδοσιν ληφθείσαν εκ των Πατέρων" παν ό,τι δια της δυνάμεως της συνηθείας κολακεύει θεοσεβή τινά συναισθηματισμόν. Αντιθέτως, τότε είναι που τας πλείστας φοράς κινδυνεύει τις να ευρεθή τελικώς εκτός του Σώματος του Χριστού, όταν υποκαταστήση την Παράδοσιν του ζώντος εν τη Εκκλησία Αγίου Πνεύματος με το είδος αυτό των "παραδόσεων". Δεν πρέπει να πιστεύωμεν ότι μόνη η συντηρητική στάσις είναι σωτηριώδης, ούτε ότι οι αιρετικοί υπήρξαν πάντοτε "νεωτερισταί"». Ο νοών νοείτω!
ΠΗΓΗ efsyn
* δρος Θεολογίας, διευθυντή της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου