ΕΥΑΝΘΗΣ
ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ*
«Η
Καθημερινή», 30/9/2018
Καβάλα: η λεγόμενη «γραμμή του
ψωμιού». Γυναίκες περιμένουν στη σειρά για τη διανομή ψωμιού από τον
αμερικανικό Ερυθρό Σταυρό. Αυτές οι διανομές τροφίμων απέτρεψαν τους μαζικούς
θανάτους από λιμό. (Horace S. Oakley, In Macedonia, Chicago, Il: n.p., 1920).
Στις 29 Σεπτεμβρίου 1918 η
βουλγαρική συνθηκολόγηση επέφερε και την απελευθέρωση της Ανατολικής
Μακεδονίας, την οποία τα γερμα-νοβουλγαρικά στρατεύματα είχαν καταλάβει τον
Αύγουστο του 1916. Αυτή ήταν η δεύτερη από τις τρεις βουλγαρικές κατοχές της
περιοχής (πρώτη το 1912-13, τρίτη το 1941-44). Παρά το γεγονός ότι, αντίθετα με
τις άλλες δύο, κατά την κατοχή του 1916-18 δεν έγιναν μαζικές εκτελέ-σεις
άμαχου πληθυσμού, επρόκειτο, με μεγάλη διαφορά, για τη σκληρό-τερη από τις
τρεις. Το 14% του πληθυσμού των 300.000 κατοίκων (Ελλήνων, μουσουλμάνων,
Εβραίων) πέθανε από πείνα, αρρώστιες ή κακομεταχείριση. Περισσότερα από 500
παιδιά Ελλήνων απήχθησαν
και πολλά από αυτά δεν επιστράφηκαν ακόμη και μετά το τέλος του πολέ-μου. Επιπλέον, αμέσως μετά την απελευθέρωση του 1918, έντρομες οι ελληνικές και συμμαχικές αρχές ανακάλυψαν ότι σε όλη την περιοχή, οι κατακτητές είχαν αφαιρέσει τη σοδειά, τους σπόρους, τα αροτριώντα κτήνη, τα οικόσιτα ζώα και τα γεωργικά εργαλεία. Ο πληθυσμός στερείτο κάθε μέσου διατροφής και επίκειτο τρομερός λιμός, ικανός να αφανίσει όλους όσοι είχαν απομείνει. Η εφιαλτική αυτή προοπτική απετράπη μό-νον χάρη στη γιγαντιαία προσπάθεια του ελληνικού κράτους, των Συμμά-χων και της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού, με κρίσιμη τη δράση του βρετανικού Ερυθρού Σταυρού πρωτίστως στις Σέρρες και του αμερικανικού στη Δράμα και κυρίως στην Καβάλα. Επειτα από ελληνικό αίτημα, η κατοχή έγινε αντικείμενο εξέτασης από διασυμμαχική επιτροπή.
και πολλά από αυτά δεν επιστράφηκαν ακόμη και μετά το τέλος του πολέ-μου. Επιπλέον, αμέσως μετά την απελευθέρωση του 1918, έντρομες οι ελληνικές και συμμαχικές αρχές ανακάλυψαν ότι σε όλη την περιοχή, οι κατακτητές είχαν αφαιρέσει τη σοδειά, τους σπόρους, τα αροτριώντα κτήνη, τα οικόσιτα ζώα και τα γεωργικά εργαλεία. Ο πληθυσμός στερείτο κάθε μέσου διατροφής και επίκειτο τρομερός λιμός, ικανός να αφανίσει όλους όσοι είχαν απομείνει. Η εφιαλτική αυτή προοπτική απετράπη μό-νον χάρη στη γιγαντιαία προσπάθεια του ελληνικού κράτους, των Συμμά-χων και της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού, με κρίσιμη τη δράση του βρετανικού Ερυθρού Σταυρού πρωτίστως στις Σέρρες και του αμερικανικού στη Δράμα και κυρίως στην Καβάλα. Επειτα από ελληνικό αίτημα, η κατοχή έγινε αντικείμενο εξέτασης από διασυμμαχική επιτροπή.
Η άφιξη των γερμανοβουλγαρικών
δυνάμεων τον Αύγουστο του 1916 αποτέλεσε μια νέα τραυματική εμπειρία – ιδίως
για όσες πόλεις της πε-ριοχής (Σέρρες, Νιγρίτα, Δεμίρ Χισάρ/Σιδηρόκαστρο,
Δοξάτο, Σαρή Σαμπάν/Χρυσούπολη) είχαν καταστραφεί από τον βουλγαρικό στρατό
κατά τη διάρκεια του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου το 1913, και είχαν πρό-σφατες
τρομερές μνήμες. Από την αρχή της κατοχής αναπτύχθηκε ένα μοτίβο: καταστροφή
των ελληνικών κρατικών αρχείων και αφαίρεση των κειμηλίων των μονών (κυρίως των
Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου στις Σέρρες και Παναγίας Εικοσιφοινίσσης στο Παγγαίο)·
λεηλασία οικιών και κατά-στημάτων των Ελλήνων· πείνα, σε βαθμό ώστε να
κείτονται ετοιμοθάνα-τοι στους δρόμους· συνακόλουθη μαύρη αγορά, στις συνθήκες
της οποί-ας οι πιο ευκατάστατοι έχαναν τις περιουσίες τους και οι φτωχότεροι τη
ζωή τους· αγγαρείες και ξυλοδαρμοί· και σειρά βιασμών ή σεξουαλικών
εξαναγκασμών, κυρίως φτωχών γυναικών που δεν μπορούσαν να διαθρέ-ψουν τα μικρά
τους, ιδιαίτερα αφότου οι άνδρες τους μεταφέρθηκαν στη Βουλγαρία το 1917 ως
όμηροι.
Οι περιοχές που υπέφεραν
περισσότερο ήταν αυτές που βρίσκονταν κοντά σε εδάφη ελεγχόμενα από τους
Συμμάχους. Εκεί, οι κάτοικοι αντιμετωπίστηκαν ως «πράκτορες» των Αγγλογάλλων. Έτσι,
οι Σέρρες (με πληθυσμό 35.000 πριν από τον πόλεμο), μετά τη φυγή πολλών, τον
θάνατο και την ομηρία άλλων, αριθμούσαν κατά την απελευθέρωση μό-λις 5.793
κατοίκους: τόσοι λάμβαναν συσσίτιο από τις ελληνικές Αρχές. Συγκλονιστικές
είναι οι μαρτυρίες του Ακήλ μπέη, του μουσουλμάνου δημάρχου Σερρών το 1916, ο
οποίος απομακρύνθηκε από τους Βουλγά-ρους τον Ιούνιο του 1917 και
επανεγκαταστάθηκε στη δημαρχία από την κυβέρνηση Βενιζέλου το 1918: αναφέρει
ότι στην πόλη έθαβαν 40-50 νεκρούς από την πείνα κάθε ημέρα. Τα χωριά του
Παγγαίου – Ροδολεί-βος, Σέμαλτο (Μικρό Σούλι), Κιούπκοϊ (Πρώτη), Πραβίστα, Μουσθένη,
Πράβι (Ελευθερούπολη, της οποίας ο μητροπολίτης συνελήφθη ως πρά-κτορας των
Συμμάχων) κ.ά. – υπέστησαν τεράστιες καταστροφές και απώλειες, τις οποίες
κατέγραψε σε ειδική αποστολή του, τον Δεκέμβριο 1918, ένας από τους
σημαντικότερους αρχαιολόγους της παγκόσμιας ιστορίας, ο Καρλ Μπλέγκεν, που
(όπως και άλλοι επιστήμονες της Αμε-ρικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην
Αθήνα) άφησε την έρευνά του για να υπηρετήσει ως εθελοντής του αμερικανικού
Ερυθρού Σταυρού στην Ανατολική Μακεδονία.
Δράμα, τέλη 1918: Όμηροι που επιστρέφουν από τη Βουλγαρία,
σε καταυλισμό
κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό.
Η μεγαλύτερη ανθρωπιστική
καταστροφή έγινε στην Καβάλα, την παρά-κτια πόλη της περιοχής, η οποία
βρισκόταν απέναντι από το νησί της Θάσου που ελεγχόταν από τους Συμμάχους. Λόγω
της μαζικής φυγής κατοίκων όσο κατέβαινε ο βουλγαρικός στρατός, ο πληθυσμός
αριθμού-σε μόλις 32.000 τον Δεκέμβριο του 1916 (προφανώς, όχι όλοι Έλληνες). Οι
Έλληνες κάτοικοι της Καβάλας αντιμετωπίστηκαν ως πράκτορες των Συμμάχων: τους
απαγορεύθηκε να προσεγγίζουν τη θάλασσα και να με-τακινούνται στην ενδοχώρα,
ενώ χρησιμοποιήθηκαν σε οχυρωματικά έρ-γα που χτίστηκαν προς αντιμετώπιση μιας
συμμαχικής ενέργειας, με από-τέλεσμα να τους λείπουν τα αναγκαία για την
επιβίωσή τους. Αλλεπάλληλες σχετικές καταγραφές αναφέρονται σε 12-14.000
θανάτους από πείνα και αρρώστιες στην Καβάλα – πολλοί έμειναν άταφοι και φα-γώθηκαν
από τους αρουραίους οι οποίοι πολλαπλασιάστηκαν και εν με-ρει ευθύνονται για το
ξέσπασμα επιδημίας εξανθηματικού τύφου κατά την Κατοχή. Οι αριθμοί αυτοί
παραπέμπουν σε ένα εφιαλτικό ποσοστό απωλειών σχεδόν ενός στους δύο Έλληνες
κατοίκους το 1916-18: την ώρα της απελευθέρωσης στην πόλη είχαν απομείνει μόλις
8.500 άνθρω-ποι. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αρουραίοι κατά την απελευθέρωση
ήταν τόσο πολλοί, ώστε τμήμα της ανθρωπιστικής βοήθειας προς την Καβάλα ήταν η
άφιξη τριών καραβιών με γάτες (!) από τα νησιά του Αιγαίου. Αλλά οι αρουραίοι
εξόντωσαν τις γάτες, και τελικά εξοντώθηκαν οι ίδιοι χάρη σε φάρμακα που έφεραν
οι Σύμμαχοι…
«Όμηροι» σε καταναγκαστικά
έργα επί 16 μήνες
Από το τρίτο δεκαήμερο του Ιουνίου
1917, δηλαδή αμέσως μετά την έξο-δο της Ελλάδας στον πόλεμο, όλοι οι Έλληνες
άνδρες ηλικίας από 15 έως 70 ετών μεταφέρθηκαν στη Βουλγαρία ή στη
βουλγαροκρατούμενη σερ-βική Μακεδονία σε καταναγκαστικά έργα
Οι «όμηροι» μεταφέρονταν με τρένα
στους τόπους συγκέντρωσης στη Βουλγαρία, τα περιβόητα «λάγκερ», όπου διαβίωναν
με ελάχιστη τροφή, σε καλύβες με χορτάρινες σκεπές που δεν κρατούσαν έξω τη
βροχή. Ανάλογες ήταν οι συνθήκες κράτησης στους τελικούς προορισμούς, όπου
εξαναγκάζονταν να εργαστούν από τα ξημερώματα έως το βράδυ σε κα-τάσκευή
δρόμων, σιδηροδρομικών γραμμών έως και στο ξεφόρτωμα πλοίων στον Δούναβη. Σε
τέτοιες συνθήκες οι αρρώστιες και ειδικά ο τύφος έκαναν θραύση. Καταγράφονται
τρομακτικές απώλειες: π.χ. ο πρώην νομάρχης Δράμας (ο ίδιος κρατούμενος)
ανέφερε μετά την απε-λευθέρωση ότι από τους 96 ομήρους από το Σουμπάσκιοϊ (Νέο
Σούλι, στους πρόποδες του Μενοικίου), μόνον τρεις επέζησαν... Από τα στρα-τόπεδα,
διαβόητο έχει μείνει στην ανατολικομακεδονική μνήμη αυτό του Κίτσεβο, στη
βουλγαροκρατούμενη σερβική Μακεδονία, όπου το εγερτή-ριο γινόταν με ξυλοδαρμό,
ενώ σύμφωνα με πολλές μαρτυρίες ξυλοκο-πούνταν ακόμη και όσοι είχαν πεθάνει στη
διάρκεια της νύχτας... Η δια-συμμαχική επιτροπή υπολόγισε σε 12.000 τους Έλληνες
που απεβίωσαν ως όμηροι σε καταναγκαστικά έργα. Αλλά ο πόνος της ομηρίας ήταν
τεράστιος και για όσους έμειναν πίσω. Οπως αναφέρει ένα τραγούδι από τη Χωριστή
Δράμας, που καταχωρίζεται από τη Χρυσούλα Καραντζή, στο Κέντρον Ερεύνης των
Νεοελληνικών Διαλέκτων και Ιδιωμάτων της Ακαδημίας Αθηνών: «Της Βουλγαρίας τα
βουνά/ Θεέ μ’ χαμήλωσέ τα/ Να δω τα ελληνόπουλα/ Και πάλι ψήλωσέ τα».
Μια νέα φάση
του μακεδονικού ζητήματος
Ο βασιλιάς Φερδινάνδος της Βουλγαρίας (κέντρο), μαζί με τους επιτελείς του,
στο Φρούριο της Καβάλας.
Η δεύτερη Κατοχή δεν ήταν απλώς
ένα επεισόδιο του «Πρώτου Παγκο-σμίου Πολέμου». Δεν ήταν μια Κατοχή που
αποσκοπούσε μόνον στον στρατηγικό έλεγχο της περιοχής για τη διεξαγωγή πολέμου
– όπως π.χ. η γερμανική κατοχή στο Βέλγιο και στη Βόρεια Γαλλία. Επρόκειτο για
μια νέα φάση του μακεδονικού ζητήματος, η οποία «κρύφθηκε» μέσα στο παγκόσμιο
ιστορικό γεγονός. Η Βουλγαρία έκανε μια αποφασισμένη προσπάθεια όχι απλώς να
ελέγξει, αλλά να εθνοκαθάρει την περιοχή. Ωστόσο, οι βουλγαρικές αρχές
αντιμετώπιζαν ένα αξιέξοδο: αντίθετα με το 1941-44 (οπότε μπορούσαν να
«σπρώξουν» τον ελληνικό πληθυσμό πέραν του Στρυμόνα), το 1916-18 αυτό ήταν
αδύνατον, καθώς εκεί υπήρ-χε ενεργό στρατιωτικό μέτωπο. Ετσι, προσπάθησαν
συστηματικά να δια-χύσουν τον ελληνικό πληθυσμό, ιδίως τους άνδρες, σε μια
ευρύτερη πε-ριοχή μέσα σε δικούς τους πληθυσμούς. Η ιδιάζουσα σκληρότητα προερ-χόταν
από τις λειτουργίες του μακεδονικού ζητήματος, όχι του Παγκο-σμίου Πολέμου. Δεν
ήταν η πρώτη, και δεν θα ήταν η τελευταία φορά...
Ελληνικό άγημα παρουσιάζει όπλα, καθώς οι συμμαχικές Αρχές εισέρχονται στις
απελευθερωμένες Σέρρες, 21.9.1918 (π. ημ.), μετά την άνευ όρων παράδοση της
Βουλγαρίας.
Είναι όμως σημαντικό να
επισημανθεί ότι αυτή η κληρονομιά του αγώνα ζωής και θανάτου τελικά ξεπεράστηκε
από τις δύο χώρες, Ελλάδα και Βουλγαρία. Ξεπεράστηκε στη μεταπολεμική εποχή,
όταν και οι δύο ανα-γνώρισαν οριστικά τα υφιστάμενα σύνορα και οριοθέτησαν
ξεκάθαρα την ταυτότητά τους στον μακεδονικό χώρο. Οι σοβαρές, ακριβείς και
έντιμες λύσεις, αυτές που μπορούν να αποτελέσουν την εδραία βάση της
συμφιλίωσης, απαιτούν αυτά ακριβώς τα στοιχεία.
* Ο κ.
Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του
Πανεπιστημίου Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου