Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
Ο Αγγελής το 1949 ήταν αντάρτης στα βουνά της Πελοποννήσου καταδιωκόμενος από την Ενάτη Μεραρχία. Στο χέρι του φορούσε ένα χρυσό δακτυλίδι που απεικόνιζε την Παναγία και στο κάτω μέρος είχε τ’ αρχικά του ονόματός του.
Αυτό το πανάκριβο και ολόχρυσο δακτυλίδι, το είχε φτιάξει κατά παραγγελία ο μπάρμπας του, ο Αμερικάνος. Αυτός επειδή δεν είχε παιδιά, ο μικρότερος αδελφός του ο Μήτσος το ένα του παιδί, τον ξανάνιωσε δίνοντας του το όνομά του.
Ο μπάρμπας του, από την όταν ήλθε το 1939 από την Αμερική, πήγε σ’ ένα χρυσικό και κατά παραγγελία του, έφτιαξε δύο ολόιδια και ολόχρυσα δακτυλίδια. Ανήμερα της Παναγίας το Δεκαπενταύγουστο τα πήγε στην εκκλησία τα διάβασε και τα μύρωσε, μετά το ένα το κράτησε ο ίδιος και τ’ άλλο το έδωκε στον Αγγελή, τον ανιψιό του που είχε το ίδιο όνομα. Όταν του το πέρασε στο δάκτυλό του, τον έβαλε και ορκίστηκε ποτέ να μην το βγάλει από το χέρι του, γιατί η Παναγία που εικονιζότανε επάνω ήταν η Προστάτιδά του και θα τον πρόσεχε σ’ όλη του την ζωή.
Το ίδιο ορκίστηκε και αυτός, ακόμη άφησε διάτα στους δικούς του, ότι όταν πεθάνει να τον θάψουν μαζί με το χρυσό δακτυλίδι του.
Ο Αγγελής έμπλεξε με το αντάρτικο και το ’49 σκοτώθηκε στις επιχειρήσεις της Ενάτης Μεραρχίας. Στην οικογένεια είπανε ότι σκοτώθηκε στο τάδε μέρος και εκεί στο διπλανό χωριό τον έχουνε θάψει. Όταν ησυχάσανε τα πράγματα, η οικογένειά του έψαξε να βρει τον τάφο του Αγγελή, αλλά μάταια δεν βρήκαν τίποτα.
Όμως στις ψυχές της οικογενείας πάντα περιπλανιόταν η αναζήτησή του και προσπαθούσαν πάση θυσία να ψάχνουν ερμητικά για να βρουν στοιχεία για την τύχη του, είτε ως ζωντανός είτε και σαν πεθαμένος.
Πέρασαν κάμποσα χρόνια και ο αδελφός του Αγγελή, ο Πάνος, είχε παντρευτεί και είχε αποκτήσει παιδιά. Ο δεύτερος γιος του Πάνου, ο Βασίλης είχε πάει στην Αθήνα για δουλειά. Εκεί έμπλεξε με μια κοπελιά και αφού γνωρίστηκαν για τα καλά κανόνιζαν να παντρευτούν. Έτσι ένα Σαββατοκύριακο ο Βασίλης πήρε την κοπελιά του την Κατίνα και κατέβηκαν στο χωριό του, για να την γνωρίσουν οι γονείς του. Εκεί οι γονείς και το σόι του την υποδέχθηκαν με χαρά και αφού γνωρίσθηκαν έδωσαν την συγκατάθεσή τους.
Ο Βασίλης και η Κατίνα πλήρως ευχαριστημένοι από την αποδοχή των δικών του, έπειτα από δυο μέρες γύρισαν στην Αθήνα. Μετά από ένα μήνα αποφάσισαν και πήγαν στους γονείς της Κατίνας, οι οποίοι ήσαν και αυτοί από ένα χωριό, στο άλλο άκρο της Πελοποννήσου και πολύ μακριά από το χωριό του Βασίλη.
Εκεί οι γονείς της Κατίνας τον καλοδέχθηκαν και έδωσαν κι αυτοί την συγκατάθεσή τους για τον μέλλοντα γαμπρό τους. Ο πατέρας της Κατίνας που ήταν άκρα δεξιός, σε κάποια στιγμή την ξεμόνιασε και τη ρώτησε για τα κοινωνικά φρονήματα του Βασίλη, αυτή του είπε ότι ο γαμπρός είναι αριστερός. Του ξινοφάνηκε πολύ και της άρχισε την μουρμούρα, αλλά η Κατίνα με τον τρόπο και την πειθώ της τον έβαλε στην θέση του.
Η Κατίνα αφού έπεισε τον πατέρα της και το αποδέχθηκε, έπειτα από λίγο καιρό επισημοποίησαν την σχέση τους και προχώρησαν σε επίσημο αρραβώνα.
Κάποια Κυριακή του Ιουλίου, μετά την εκκλησία θα γινόταν ανοικτός αρραβώνας στην πλατεία του χωριού που ήταν μπροστά από το σπίτι της Κατίνας. Εκεί είχαν καταφθάσει και οι στενοί συγγενείς του Βασίλη. Ο πατέρας της, που την είχε και μοναχοπαίδι του, έβαλε το ακριβό του κουστούμι φόρεσε το καλό του το ρολόι και έβαλε και το χρυσό του δακτυλίδι.
Ποιο δακτυλίδι; Το δακτυλίδι αυτό ήταν ίδιο και απαράλλαχτο μ εκείνο του μπάρμπα του Αγγελή, που είχε σκοτωθεί στο αντάρτικο. Αφού αρραβωνιάσανε και φάγανε μετά πιαστήκανε στον χορό. Απάνου στο τσακίρ κέφι, ο πατέρας της νύφης παρήγγειλε στα βιολιά ένα τσάμικο τραγούδι, και σηκώθηκε να το χορέψει και από κοντά σηκώθηκε ο συμπέθερός του ο Πάνος να τον κρατήσει. Εκεί, που ο Πάνος τον κρατούσε από το μαντήλι, έκπληκτος, είδε το δακτυλίδι του χαμένου αδελφού του, στο χέρι του συμπέθερου.
Του ήρθε ο ουρανός κολοκύθι κατακιτρίνισε και πριν καταλάβει τι έγινε έπεσε κάτω αναίσθητος. Όλοι προσφέρθηκαν να τον βοηθήσουν, τον σήκωσαν έβαλαν σε μια καρέκλα τον ένιψαν και προσπάθησαν να τον συνεφέρουν. Αυτός ναι μεν συνήλθε, αλλά δεν επειδή ήθελε να συνεχιστεί το γλέντι, το έπαιζε άρρωστος και τον πήγαν μέσα στο σπίτι της νύφης. Σε κάποια στιγμή αφού το σκέφθηκε καλά, έκανε σιγά – σιγά πως συνέρχεται και μετά από λίγο ζήτησε τον συμπέθερο μέσα στο δωμάτιο να μείνουνε μόνοι.
Εκεί τον ρώτησε που βρήκε το δακτυλίδι. Αυτός μην περιμένοντας τέτοια εξέλιξη, τα ’χασε και μάσαγε τα λόγια του. Ο συμπέθερος μη θέλοντας να χρονοτριβεί, του είπε ότι το δακτυλίδι ήταν του αδελφού του που σκοτώθηκε στις επιχειρήσεις της Ενάτης το ’49. Κι από τότε και στο εξής αναζητούσε τον χαμένο αδερφό του και σήμερα ανακάλυψε ότι στα χέρια του πατέρα της νύφης του βρίσκεται το δακτυλίδι του.
Αυτός, για να καλύψει πάσα υποψία και να δώσει τέλος στο σθμβάν, είπε ότι τάχα τ’ αγόρασε από κάποιον λαθρέμπορα σερμπέση. Τότε ο συμπέθερος σηκώνεται όρθιος ζητάει το δακτυλίδι να το εξετάσει καλύτερα και λέει στον συμπέθερο.
-Κάτσε εδώ και περίμενε λίγο. Πήρε το δακτυλίδι βγήκε έξω και ρώτησε την συμπεθέρα. Εκείνη του είπε σύμφωνα με τα όσα είχε ακούσει από τον άνδρα της, ότι το δακτυλίδι ήτανε οικογενειακό κειμήλιο από τον προπάππου του. Τότε ο Πάνος κατάλαβε τα ψέματα του συμπέθερου. Αμέσως κάλεσε τα παιδιά, και τους εξήγησε τι έγινε και τους είπε ότι δεν πρόκειται να κάνει συμπέθερο τον φονιά του αδερφού του και έτσι το συμπεθεριό χάλασε πάνω στις χαρές του αρραβώνα!
Κάλεσε πάλι τον συμπέθερο και του είπε να του δώσει το δακτυλίδι του χαμένου αδερφού του, με αντάλλαγμα να μην κάνει κουβέντα για το πώς βρέθηκε στα χέρια του το δακτυλίδι.
Μετά το άδοξο τέλος του αρραβώνα ο πατέρας της Κατίνας, της είπε ότι από τότε που συζήτησαν για τα κοινωνικά φρονήματα του γαμπρού, κάτι τον έτρωγε μέσα στα σωθικά του, ότι τάχα κάτι δεν θα πάει καλά με δαύτους και να η ντροπή τους!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου