Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
Μια φορά ένας νεαρός, που ήτανε ορφανός και τσοπάνης. Κάποτε ένας συγχωριανός του που έμενε στην πόλη τον έπεισε να πουλήσει το κοπάδι και να πάει στην πόλη να ζήσει καλύτερα. Μετά από πολλή σκέψη πήρε την απόφαση να φύγει από το χωριό και πούλησε ούλα τα γίδια του μάζωξε τους παράδες του και κίνησε να πάει στην πόλη.
Όταν έφτασε στην πόλη γυρνοβόλαγε και χάζευε με αυτά που δεν είχε ιδεί ποτέ στην ζωή του. Εκεί που κουσκούτευε, κατά τύχη τον γυρόφερε μια μαγκιώρα και μπασμένη φαραώνα, από εκείνες τις σέρτικες κατάλαβες, και αφού είδε ότι ο γιδοξούρης βλάχος κρατιέται από παράδες, με τα πονηρά καμώματά της και μιας ο βλάχος από την πρώτη φορά καθώς ήτανε ζουμπουρλίδικο και γλυκομουνιάστηκε, τον ξεπαράδιασε μπιτ, μέσα σε μια εβδομάδα, δηλαδή του έφαγε ούλα τα λεφτά από τα γίδια. Αυτή είχε ένα τεμπεσίρι και πάνω από το κρεβάτι ένα πινακάκι και κάθε μια φορά έκανε την δουλίτσα της χραπ… τράβαγε και μια γραμμή. Τον έβαλε με τις φορές και απανώγραφε κάργα, μέχρι που τον ξεπαράδιασε.
Ο τσοπάνης άφραγκος πλιά δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Τι να κάμει έβαλε κάτου το κεφάλι και πήγε σ’ ένα μοναστήρι που ήτανε ηγούμενος ο τρανύτερος αδερφός του, μπας και του δώκει ένα κομμάτι ψωμί και δεν πεθάνει της πείνας. Εκεί του ξομολογήθηκε για το χουνέρι που έπαθε και πως τον ξεπαράδιασε η πουτάνα.
Ο καλόγερος στην αρχή τον μάλωσε.
-Καλά του λέει με τόσους παράδες τι ψώνισες;
-Την κακή μέρα και την μαύρη, να μου τα ’φαγε το ανήμερο θεριό! του λέει ο δόλιος.
αλλά το πήρε λόγο τιμής και βάλθηκε να πάει στην πόλη να βρει την πουτάνα και να της πάρει πίσω τους παράδες του αδερφού του. Έβαλε μπροστά τον αδερφό του και πήγανε ντουγρού στην πόλη και στο στέκι της πουτάνας και την βρήκανε εκεί απίκου.
Εκείνη στην αρχή έκανε τον ανήξερο, αλλά μόλις ο καλόγερος έβγαλε ένα κοπίδι, που είχε στην μέση του στην ζώνη, εκείνη χέστηκε από τον φόβο της. Αλλά έκοψε τον καλόγερο, νόμισε ότι μπορούσε να βάλει και μ’ αυτόν κάτω και να του φάει τους παράδες και είπε και βάλανε ένα στοίχημα:
«Αν πάει με την πουτάνα δέκα φορές συνεχόμενες εκείνη θα του δώσει πίσω τα λεφτά, αλλά αν δεν μπορέσει θα τα χάνει.» Ο καλόγερος το σκέφθηκε λίγο και μετά της είπε:
-Εντάξει κι όπου βγει!
Ξεκινήσανε εκείνη με το τεμπεσίρι της κάθε φορά τράβαγε και μια γραμμούλα στον πίνακα και καθώς φτάσανε στην έβδομη φορά, ο καλόγερος πονηρά έκανε ότι τάχα ότι τάχα δεν δυνώτανε άλλο. Εκείνη όμως βλέποντας ότι ο καλόγηρος είναι νταβρωμένος και κινδύνευε να χάσει το στοίχημα, μισόγραφε και μετρώντας τις γραμμές του λέει:
-Μια, δυό, τρεις, τραβάει ακόμη μια γραμμή και του λέει: Τέταρτη τώρανες.
Ο καλόγερος που ήξερε τι κάνει, της κουνάει πονηρά το κεφάλι και της λέει:
-Σαν δεν μετράς καλααά… έβδομη τώρανες!
-Όχι, του λέει εκείνη, να τις έχω χαραγμένες με το τεμπεσίρι, μια, δυό, τρεις και πάμε για την τέταρτη.
Ο καλόγερος κατάλαβε ότι θέλει να τον φάει, αλλά ξέροντας το χούϊ του της λέει:
-“Σβήστα όλα και φτου… πάμε πάλι από την αρχή!” και αρπάζει το βρακί της, από το κομοδίνο και σβήνει τις γραμμές της λεγάμενης. Πετάει και το τεμπεσίρι και της λέει:
-Γράψεις δεν γράψεις, εδώ θα ξημεροβραδιάζω μέχρι να σε ξεκάμω, και την γονατίζει χάμου και αρχίζουνε από την αρχή πάλενες τα ρογκοβόλια και δώστου να ’χει, με το παλαμάρι του καθώς ήτανε και νταβρωμένος, κόντεψε να ξεκοιλιάσει την μπαγαπόντισσα φαραώνα.
Εκείνη, μόλις νόησε ότι ο καλόγερος είναι θεριό ανήμερο και δεν κάνει πίσω, παραιτήθηκε και τους έδωσε ούλα τα λεφτά και προτού φύγουνε της λέει ο καλόγερος:
-“Να σε φυλάει ο Θεός από πισινά μουλαριού και από μπροστινά καλογέρου!”
Εκείνη που δεν περίμενε να χάσει τέτοιο αναπάντεχο στοίχημα και τα λεφτά, του λέει με στριγκλιά:
-Να πας στον Διάβολο τραγογένη και πισωγύρισμα να μην σώσεις να έχεις!
Φεύγοντας ο καλόγερος φοράει το καλυμμαύχι του και πριν βγει όξω από την πόρτα της, γυρίζει και της λέει:
-Μια συμβουλή θα σου δώκω, με το ράσο να μην τα ξανά βάλεις, γιατί θα βγεις και γαμημένη και χαμένη!
18
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου