Αννέτα Καββαδία ΕΠΟΧΗ
Η αλήθεια είναι πως ανιστόρητα, χυδαία, υβριστικά συνθήματα σαν αυτά που ακούστηκαν στην προηγούμενη παρέλαση της 25ης Μαρτίου από άγημα της Σχολής Μόνιμων Υπαξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού –«η Κύπρος είναι ελληνική» ή «γαμ…ται η Τουρκία»– συνθήματα που έκαναν τον Θάνο Πλεύρη να… φουσκώσει τότε από εθνική περηφάνια και να δηλώνει πως «εγώ τέτοιους ναύτες θέλω, όχι να λένε περνά, περνά η μέλισσα και να τραγουδάνε το μικρό μου πόνι», αυτή τη φορά, στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου, δεν είχαμε.
Είχαμε, βέβαια, τα «ζήτω ο Μεταξάς» και «σκούπα στα σκουπίδια τους εκπαιδευτικούς που δεν σέβονται τη σημαία μας» της Λατινοπούλου, το «να είσαι αριστερός έχει καταλήξει να μην είσαι έλληνας» του εκλεκτού της Ομάδας Αλήθειας και της ΝΔ, wanna be opinion maker Δρυμιώτη, την κατάπτυστη τροπολογία για τον Άγνωστο Στρατιώτη, που ήρθαν να μας υπενθυμίσουν πως δεν επιτρέπεται ο εφησυχασμός και πως οι ιδεολογικές μάχες πρέπει να δίνονται καθημερινά.
Βγαλμένες από τα σκοτάδια της Ιστορίας
Με αυτή τη λογική, το ομολογουμένως προκλητικό θέμα της κατάργησης των παρελάσεων, δεν μπορεί να μην μπαίνει καν στη δημόσια συζήτηση. Μιλάμε για έναν θεσμό που επινοήθηκε από τον Φρειδερίκο της Πρωσίας, κορυφώθηκε στη Γερμανία του Χίτλερ, αποτέλεσε βασικό σύμβολο της δικτατορίας του Μεταξά και επανήλθε δυναμικά κατά τη διάρκεια της χούντας.
Βγαλμένες από τις πιο σκοτεινές στιγμές της σύγχρονης Ιστορίας, από το φαντασιακό του εθνικισμού και του ολοκληρωτισμού όπου η δύναμη του κράτους προβαλλόταν μέσα από την ομοιομορφία των σωμάτων και τον συγχρονισμό της κίνησης, οι παρελάσεις εμφανίστηκαν ως εργαλεία εθνικιστικής προπαγάνδας, ως επίδειξη ισχύος και υπακοής, ως θέαμα ενότητας υπό κρατική καθοδήγηση. Και όσο κι αν παρουσιάζονται ως «εθνικό χρέος», ως πράξη μνήμης και τιμής προς όσους αγωνίστηκαν για την ελευθερία, αν κοιτάξουμε βαθύτερα, πίσω από τη βιτρίνα της συγκίνησης και της παράδοσης, θα διαπιστώσουμε πως ο θεσμός αυτός όχι μόνο δεν υπηρετεί τη δημοκρατία αλλά αντίθετα τη νοθεύει. Δεν ενισχύει τη συλλογική μνήμη αλλά την καθυποτάσσει σε μια μηχανική, κρατικά ελεγχόμενη τελετουργία.
Ποιος δεν αντιλαμβάνεται πως μέσα από τις παρελάσεις, το κράτος επιδιώκει να επιβάλει μια συγκεκριμένη αφήγηση για την Ιστορία; Μια εθνικιστική, μονοδιάστατη αφήγηση όπου ο λαός εμφανίζεται ενωμένος και άψογος –αρκεί μια ματιά στους Δωσίλογους του Μενέλαου Χαραλαμπίδη για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος της διαστρέβλωσης αυτού του αφηγήματος –όπου η ελευθερία προβάλλεται μόνο ως στρατιωτική νίκη και όχι ως κοινωνική κατάκτηση. Χάνεται έτσι η ουσία του ιστορικού βιώματος: οι αντιφάσεις, οι ταξικοί αγώνες, οι θυσίες των «ανώνυμων» ανθρώπων, οι γυναίκες και οι εργάτες που κράτησαν ζωντανό το όνειρο της απελευθέρωσης.
Γιατί βλέπει τον άνθρωπο ως γρανάζι ενός κρατικού μηχανισμού και όχι ως ελεύθερο, σκεπτόμενο υποκείμενο. Και όταν μια κοινωνία μαθαίνει να τιμά μόνο τους «ένδοξους» της Ιστορίας της, αρνείται να κοιτάξει κατάματα τις σκοτεινές της πλευρές άρα και να μάθει από αυτές. Η μνήμη δεν είναι επίδειξη, είναι γνώση, αυτοκριτική, επανανοηματοδότηση. Το να θυμόμαστε δεν σημαίνει να παρελαύνουμε, αλλά να κατανοούμε τι συνέβη, ποιοι αγωνίστηκαν, ποιες αποκλείστηκαν, τι σημαίνει σήμερα να υπερασπίζεσαι την ειρήνη, τη δικαιοσύνη, την αξιοπρέπεια. Και στην παρούσα συγκυρία, με τη φρενήρη κούρσα των εξοπλισμών, με τις κοινωνικές ανισότητες να βαθαίνουν, με τους πολέμους και τις προσφυγικές κρίσεις να πολλαπλασιάζονται, το να συνεχίζουμε να «γιορτάζουμε» την ελευθερία με στρατιωτικά βήματα, το να επιμένουμε στη διαιώνιση ενός ξεπερασμένου υπολείμματος του παρελθόντος και στη συγκεκριμένη -μιλιταριστικής μορφής- διαπαιδαγώγηση, είναι τουλάχιστον προκλητικό.
Η Αριστερά οφείλει να τολμήσει
Υπάρχει, βεβαίως, το αντεπιχείρημα ότι οι παρελάσεις ενισχύουν την εθνική συνοχή, υπενθυμίζουν τη συλλογική μνήμη και λειτουργούν ως γέφυρα ανάμεσα στις γενιές. Ωστόσο, η συνοχή που βασίζεται στην ομοιομορφία και στην επιβολή δεν είναι δημοκρατική συνοχή, είναι συμμόρφωση. Και τι αλήθεια εισφέρει μια αναχρονιστική, ψυχροπολεμική, εκδήλωση όπως η παρέλαση –που, ανάμεσα στα άλλα, ξύνει και πληγές ενός αυταρχικού παρελθόντος– σε μια κοινωνία που θα έπρεπε να επενδύει στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση: στην ανάπτυξη ενός φιλειρηνικού, αντιπολεμικού κινήματος;
Ας το πούμε καθαρά: η Αριστερά οφείλει να τολμήσει. Και να διεκδικήσει την κατάργηση των παρελάσεων. Όχι γιατί απορρίπτει την ιστορική μνήμη, αλλά γιατί θέλει να την αναβαθμίσει σε κάτι αληθινό: σε μια ζωντανή συνθήκη που καλλιεργεί πολίτες και όχι υπηκόους. Να το τολμήσει ακόμα και αν «η κοινωνία δεν είναι ώριμη», ακόμα και αν η Ακροδεξιά παγκοσμίως καλπάζει, ακόμα κι αν ο εθνικισμός φουντώνει και η κυβέρνηση της ΝΔ όχι μόνο έχει ενσωματώσει αλλά και επιβραβεύει με υπουργικούς θώκους εκπροσώπους της Άκρας Δεξιάς. Να το τολμήσει. Γιατί όπως έχουμε ξαναπεί, απέναντι στις ιδεολογικές μάχες που δίνει η Δεξιά, η Αριστερά πρέπει να απαντάει με τον ίδιο τρόπο, με τα δικά της όπλα, βγαλμένα από τη δική της φαρέτρα, χωρίς να υπολογίζει το πολιτικό κόστος.
Να το τολμήσει. Γιατί κατάργηση των παρελάσεων δεν σημαίνει διαγραφή της Ιστορίας. Σημαίνει απελευθέρωσή της. Σημαίνει να ξαναδώσουμε τη μνήμη στα χέρια της κοινωνίας, όχι του κράτους. Να τιμούμε το ’21 και το ’40 μέσα από δημόσιες συζητήσεις, θεατρικά δρώμενα, εκθέσεις, μαθητικές πρωτοβουλίες, έργα τέχνης, εκδηλώσεις ειρήνης και δημοκρατίας. Να μετατρέψουμε τις επετείους από σκηνές πειθαρχίας σε πεδία δημιουργίας.
Η κατάργηση των παρελάσεων δεν θα σήμαινε λήθη. Θα σήμαινε ωριμότητα. Θα ήταν ένα βήμα προς μια κοινωνία που δεν φοβάται να ξανασκεφτεί τα σύμβολά της, να αποδεσμεύσει την ιστορική μνήμη από τον κρατικό πατερναλισμό και να την επαναφέρει εκεί όπου πραγματικά ανήκει: στη δημοκρατική παιδεία και στη συνειδητή πολιτειότητα. Η ελευθερία που τιμούμε δεν χρειάζεται να παρελαύνει. Χρειάζεται να σκέφτεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου