Η "Ταβέρνα του Ηλία" για όσους δεν την ξέρουν, βρίσκεται σε μια μαγευτική θέση. Πολύ κοντά στο Θησείο, δίπλα στις γραμμές προς την πλευρά της Ακρόπολης. Οπότε όλες οι διαδραματιζόμενες ...θυσίες, τσίκνες και καταβροχθίσεις (πωπώ κάτι παϊδάκια!) μετά του άκρατου οίνου είναι υπό τη σκέπη και της Αθηνάς αλλά και του Αγίου Αθανασίου που το εκκλησάκι του είναι παραδίπλα.
Εκεί, τώρα τελευταία, είχαμε διοργανώσει (μπράβο στον Μάριο που πήρε την πρωτοβουλία) βραδινή μάζωξη για το σχετικό τσιμπούσι, καμιά εικοσιπενταριά άτομα. Όλοι συνάδελφοι και συνταξιούχοι, απόμαχοι κυρίως της Κεντρικής Κτηνιατρικής Υπηρεσίας του πάλαι ποτέ Υπουργείου Γεωργίας. Η χαρά και η συγκίνηση κυριαρχούσαν σε όλα τα πρόσωπα. Είναι μεγάλο πράγμα όταν τα πιο ωραία σου χρόνια τα έχεις περάσει στον ίδιο χώρο με τους ίδιους ανθρώπους. Σε συνδέουν κοινές, γλυκύτατες αναμνήσεις και ισχυρά βιώματα. Ο πανδαμάτωρ χρόνος πλέον έχει απαλύνει τις όποιες προσωπικές αντιπαραθέσεις και ανούσιους διαπληκτισμούς, που φυσικά δεν λείπουν ποτέ από μαζικούς χώρους εργασίας.
Η Αγγελική και η Δώρα... |
Αλλά τι σου είναι και η μνήμη; Ρε την κερατένια. Είναι βέβαια αχειραγώγητη, πανελεύθερη, όμως μαζί είναι παράξενη και εκλεκτική. Το μεγάλο στραπάτσο γίνεται με τα ονόματα. Να συναντάς κάποιον να μιλάς πολύ φιλικά και εγκάρδια και να μη θυμάσαι το όνομά του. Κατά τα άλλα όμως οι θύμησες και οι αναμνήσεις, όσο μεγαλώνεις και περνάς τα δεύτερα ήντα θεριεύουν και σε πνίγει πολλάκις ή συγκίνηση. Περίπου όλες είναι πλέον τρυφερά παιχνιδίσματα του νου. Και δώστου αφηγήσεις και παλιές ιστορίες, που είναι τα σκευάσματα της μνήμης. Υπόψη αρκετοί κτηνίατροι είχαν κύριο αντικείμενο τα ....κρεατοσκευάσματα.
Ας έρθουμε στη βραδιά της σύναξης των συνταξιούχων. Σιγά σιγά έρχονταν και οι άλλοι, οπότε άντε μια από τα ίδια, χαιρετούρες και φιλιά. Πλέον δεν υπήρχε θέμα καθότι πήρα την κατάσταση με τα ονόματα και δεν είχα κανένα πρόβλημα. Συνάμα δε κοιτώντας βλέπω το όνομα Δώρα κι αμέσως πήγε το μυαλό μου στην πρώτη μου έκλειψη με την κυρία που λέγαμε. Μα είναι δυνατόν να ξεχάσω την καλή μας Δώρα που πάντα είχε μια καλή κουβέντα και μάλιστα με το χαμόγελο για όλους; Ειδικά η Δώρα είχε και ένα άλλο χαρακτηριστικό, είχαμε το ίδιο όνομα και κάθε χρόνο στη γιορτή μας προσφέραμε τα γλυκά μας. Κι όμως ξέχασα το όνομά της!!!
Ζήτησα από όλους τους αγαπητούς συναδέλφους
να μου στείλουν ένα μικρό κείμενο με ότι θέλουν από
εκείνα τα παραγωγικά χρόνια. Πρώτος και καλύτερος
ο Μάριος που αμέσως ανταποκρίθηκε.
Περιμένω τον(η) επώμενο(η)
Περιμένω τον(η) επώμενο(η)
Η ιστορία μας...
Ηρθα στην κεντρική υπηρεσία από τη Χαλκίδα, τον Οκτώβριο του 89.
Διευθυντής στην ΚΔΥ ήταν ο Δημήτρης Δημητρίου, ένας άνθρωπος ικανός, ζωηρός, διάβολος σκέτος .. με την καλή έννοια.
Σε εμάς τους νέους έκανε μεγάλη εντύπωση και μας προκαλούσε σεβασμό και ένα μικρό δέος.
Εγώ ιδίως που δεν ήθελα επ' ουδενί να ξαναπάρω την άγουσα προς την επαρχία, μετά από 3 χρόνια πήγαινε-έλα στη Χαλκίδα, φρόντιζα να είμαι τύπος και υπογραμμός.
Το γραφείο μου ήταν στον 4ο όροφο της Καπνοκοπτηρίου, με την καρέκλα να αντιστοιχεί στο άνοιγμα της πόρτας, από όπου έβλεπα όλο το διάδρομο που οδηγούσε στο γραφείο του Δημητρίου και τελείωνε ο διάδρομος στο συμμετρικό γραφείο με το δικό μου, όπου αντιστοίχως καθόταν η Σίσσυ Συμεωνίδου και κατά καιρούς κοιταζόμαστε.
Σε κάποια στιγμή, ανεβαίνει από τον 3ο όροφο ο Συρρής, χαλαρός-κουνιστός, λέει γειάαα και μπαίνει στο γραφείο του Δημητρίου
Αλέκος, Μάριος και η αφεντιά μου |
Μετά από λίγη ώρα, βγαίνει, κλείνει πίσω του την πόρτα του διευθυντή, και με εκείνο το υφάκι που χαρακτηρίζει τον Αλέκο, λίγο πειρακτικό, λίγο γελαστό, λέει σε μένα που τον κοίταζα να βγαίνει, "νέος.. σε θέλει ο Δημητρίου.." και φεύγει για το γραφείο του.
Τον άτιμο, λέω εγώ, μου κάνει πλάκα για να πάω στον Δημητρίου χωρίς λόγο και να με κατσαδιάσει... Και δεν κουνιέμαι από τη θέση μου
Φαντάζεστε την ταραχή μου όταν μετά από κανένα δεκάλεπτο, βγαίνει ο Δημητρίου ημιέξαλλος και μου φωνάζει: "Τι θα γίνει βρε Μάριε, θα περιμένω πολύ ακόμη;...!"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου