Κώστας Περδίκης
Το σπίτι μας ήταν μεγάλο, δίπατο, με κεραμιδένια
στέγη.
Στη δυτική του πλευρά δύο μεγάλα παράθυρα έβλεπαν
προς τη μεριά της θάλασσας και ανάμεσά τους μια
μπαλκονόπορτα έβγαζε στο μπαλκονάκι, με το καλοδουλεμένο κάγκελο και τις
πολλές γλάστρες, μπιγκόνιες, αρμπαρόριζες, γαριφαλιές και κρινάκια.
Tο ένα, από τα δύο δυτικά
δωμάτια, τόχαμε για σάλα και δεν πολυπηγαίναμε.
Το άλλο, ήταν το δωμάτιο των γονιών μας.
Το διπλό κρεβάτι τους, ένα μεγάλο κομό στα πόδια
του, η ραπτομηχανή Singer της μάνας μας, δίπλα στο
παράθυρο και μια καρέκλα, ήσαν όλα κι όλα τα έπιπλά του.
Πάνω από το κομό, ψηλά στον τοίχο ανάμεσα στα
εικονίσματα, το γυάλινο κουτί με τα στέφανα του γάμου τους, ιερό σύμβολο της
δια βίου ένωσης και πιο κάτω το καντήλι.
Εκεί της άρεσε να πηγαίνει, μετά το μεσημεριανό
φαγητό, αφού πρώτα τέλειωνε το πλύσιμο των πιάτων και το συμμάζεμα του
τραπεζιού.
Ξάπλωνε στο κρεβάτι έχοντας πάντα κάτι να διαβάσει,
από απόκομμα εφημερίδας, κάποιο σχολικό η εξωσχολικό βιβλίο, μέχρι Μικρό Ήρωα.
Την ίδια ώρα ο πατέρας έφευγε, με το γαϊδούρι και
την κατσίκα μας, για την απογευματινή του βόλτα στο εξοχικό μας.
Τα χειμωνιάτικα απογεύματα, ο ήλιος, καθώς έγερνε, έμπαινε
από το παράθυρο γεμίζοντας το δωμάτιο με γλυκό, κιτρινωπό φως και θαλπωρή.
Η Singer, στην αριστερή της μεριά,
είχε μια γυαλισμένη τάβλα, κάτι σαν τραπεζάκι, που με βόλευε να ακουμπάω και να
ετοιμάζω τα μαθήματά μου.
Εκεί πάνω, δίπλα στο παράθυρο και στο πλούσιο φως,
έκανα τη γραφή, τη καλλιγραφία, έλυνα τα προβλήματα της αριθμητικής και
ζωγράφιζα τους χάρτες της γεωγραφίας, πολιτικούς και γεωφυσικούς.
Μου άρεσε να την νοιώθω κοντά μου, να μου κάνει
συντροφιά και ας μην μιλάγαμε την πιο πολλή ώρα.
Τις μέρες, όμως, που ο καιρός χάλαγε, χάλαγε μαζί
και η διάθεσή μου.
Χάζευα, μελαγχολικά, τη βροχή να σπάζει με δύναμη
στα τζάμια και τις ρουνιές να τρέχουν
από τα κεραμίδια, μπροστά μου, διάφανες κουρτίνες.
Πολλά χρόνια μετά, μια μουντή Τετάρτη του Νοέμβρη,
παραμονή της Παναγίας, λίγο πριν το μεσημέρι, μαζί με την αδελφή μου, της
κλείσαμε τα μάτια.
Συνέβηκε εκεί, στον άχρωμο και ψυχρό θάλαμο της νέας
πτέρυγας του Ερυθρού.
Μακριά από το σπίτι μας και το δωμάτιό της, εκείνο το
δυτικό, που την ίδια ώρα, θέλω να φαντάζομαι, ο ήλιος θα ετοιμαζόταν να μπει
από το παράθυρο, για να ζεστάνει λίγο την παγεράδα του επελθόντος θανάτου της…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου