theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

Ένας γραφιάνος στους Μαυροσκούφηδες

       Κυκλοφόρησε πριν από μερικές μέρες σε επανέκδοση από τον εκδοτικό οίκο Δρόμων το κλασικό βιβλίο του Γιώργου Κοτζιούλα «Όταν ήμουν με τον Άρη».                                                         KIKH ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΥ

       Το χαρακτηρίζω κλασικό, διότι ήταν το πρώτο βιβλίο που γράφτηκε για τον Άρη Βελουχιώτη μετά τον θάνατό του, από έναν καταξιωμένο λογοτέχνη ο οποίος έζησε από πολύ κοντά τον πρωτοκαπετάνιο του ΕΛΑΣ το 1944.
b205177Το βιβλίο του Κοτζιούλα είχε εκδοθεί προδικτατορικά από τις εκδ. Θεμέλιο σε επιμέλεια Κώστα Κουλουφάκου, και μετα τη δικτατορία κυκλοφόρησε η δεύτερη έκδοση, ανατύπωση της πρώτης, με το χαρακτηριστικό κόκκινο εξώφυλλο και τη μεγάλη φωτογραφία του Άρη. Η έκδοση αυτή είναι από καιρό εξαντλημένη.
Ο Κοτζιούλας στα χρόνια της Κατοχής είχε επιστρέψει στο χωριό του, την Πλατανούσα, για να γλιτώσει τη φονική πείνα της Αθήνας. Εκεί συνδέθηκε με το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ και συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση. Στην Ήπειρο υπήρχε η ιδιομορφία της παρουσίας και άλλης ισχυρής αντιστασιακής οργάνωσης, πέρα από το ΕΑΜ, του ΕΔΕΣ -και ξέρουμε ότι οι δυο οργανώσεις άλλοτε συνεργάζονταν και άλλοτε συγκρούονταν. Σύνορο των δυο οργανώσεων στην Ήπειρο ήταν ο ποταμός Άραχθος και ο Εαμίτης Κοτζιούλας είχε βρεθεί στη λάθος μεριά. Στις 30 Δεκεμβρίου 1943 αναγκάζεται να περάσει, με κίνδυνο της ζωής του, το φουσκωμένο ποτάμι για να σωθεί -και από τότε βρίσκεται μαζί με τον Άρη.
Φιλάσθενος διανοούμενος, ο Κοτζιούλας κατάφερε να ταιριάξει με τους αντάρτες του Άρη και μάλιστα δημιούργησε το μοναδικό Θέατρο του Βουνού γράφοντας σειρά από μονόπρακτα έργα. Τη λέξη «γραφιάνος» που την έβαλα στον τίτλο τη χρησιμοποιεί ο ίδιος για τον εαυτό του σποραδικά στα ποιήματά του, και σε ένα μάλιστα ποίημα, εκείνο που αφηγείται το επεισοδιακό πέρασμα του Άραχθου, βάζει να τη χρησιμοποιεί ο Άρης:
Μ’ απόφαση θανάτου ή λευτεριάς ελπίδα

σ’ ανήμερο ποτάμι χώθηκα ως τ’ αστήθι
κι εκείνος, σαν απόσωσα, έτσι μου αποκρίθη:
«Σ’ άλλον γραφιάνο τέτοια αποκοτιά δεν είδα».

-έναν έπαινο που έκανε τον Κοτζιούλα να χαρεί πολύ περισσότερο απ’ όλα τα εγκώμια για την ποιητική του αξία.
Αλλά ας επιστρέψουμε στο βιβλίο. Η σημερινή έκδοση είναι μεν επανέκδοση αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί ένα καινούργιο βιβλίο. Θα εξηγήσω γιατί.
Ο Κοτζιούλας είχε στο αρχείο του έναν φάκελο με το κείμενό του και με μαρτυρίες συναγωνιστών του Άρη που τις είχε συγκεντρώσει ο ίδιος. Ο φάκελος αυτός παραδόθηκε από τη χήρα του, την Ευμορφία Κοτζιούλα, στον Κώστα Κουλουφάκο, ο οποίος είχε κάνει την (πολύ καλή) επιμέλεια της πρώτης έκδοσης. Ωστόσο, ο Κουλουφάκος, ίσως για οικονομία χώρου, έκανε την επιλογή να μην συμπεριλάβει όλες τις μαρτυρίες παρά μόνο όσες είχαν άμεση σχέση με τον Άρη Βελουχιώτη. Στη σημερινή έκδοση αποκαθίσταται το πλήρες κείμενο των μαρτυριών, όπως το είχε σχεδιάσει ο Κοτζιούλας, αρκετές δεκάδες επιπλέον σελίδες με πολύ ενδιαφέρουσες μαρτυρίες.
Επίσης, σε σύγκριση με την έκδοση Κουλουφάκου στη νέα έκδοση έχουν προστεθεί ορισμένα στοιχεία που τα γνωστοποίησαν στη χήρα του Κοτζιούλα παλιοί συναγωνιστές του μετά την πρώτη έκδοση (π.χ. μαρτυρίες για την υπόθεση του Οκτωβριανού), σημειώσεις του ιστορικού Βαγγέλη Τζούκα, επίμετρο του καθηγητή Μιχάλη Μερακλή, ενώ το κείμενο διανθίζεται με φωτογραφίες αρχείου και πορτρέτα των αγωνιστών από το «Λεύκωμα του Αγώνα» του Δημήτρη Μεγαλίδη -στο οποίο είχε συμβάλει ο Κοτζιούλας. Το κασέ της έκδοσης έχει αλλάξει κι έτσι ο αριθμός των σελίδων δεν είναι πολύ μεγαλύτερος, αλλά στην πραγματικότητα το υλικό είναι σχεδόν διπλάσιο, γι’ αυτό και ο υπότιτλος της σημερινής έκδοσης είναι «Αναμνήσεις και μαρτυρίες» ενώ της παλιότερης ήταν «Αναμνήσεις». Βρίσκω μερικές από τις νέες μαρτυρίες εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, και σκοπεύω να παρουσιάσω χωριστά, σε επόμενο άρθρο, κάποιες από αυτές.
Βέβαια, το κυρίως κείμενο (οι αναμνήσεις του Κοτζιούλα για τον Άρη) δεν έχει αλλάξει, γι’ αυτό και διατηρήθηκε ο ίδιος τίτλος. Όμως η σημερινή έκδοση διαφέρει αρκετά από την πρώτη, τόσο που δεν θα το μετανιώσουν αν την αγοράσουν και όσοι έχουν ήδη την έκδοση του Θεμέλιου. Η μόνη κριτική παρατήρηση που έχω να κάνω (και που ίσχυε και για την έκδοση Κουλουφάκου/Θεμέλιου) είναι ότι, ενώ υπάρχουν πλήθος υποσημειώσεις πραγματολογικού χαρακτήρα, λείπει ένα γλωσσάρι με τις ηπειρώτικες ιδιωματικές λέξεις. Λίγοι αναγνώστες θα ξέρουν τι σημαίνει «ζάρκος» ή «ορσιδούλα».
Για να πάρετε μια γεύση, παραθέτω ένα κεφάλαιο του βιβλίου, που μου έδωσε και τον τίτλο -αφού περιγράφει τους Μαυροσκούφηδες του Άρη. (Για τεχνικούς λόγους έχω παραλείψει τις υποσημειώσεις).
ΟΙ ΜΑΥΡΟΣΚΟΥΦΗΔΕΣ
Πολύς λόγος έχει γίνει για τους Μαυροσκούφηδες, μα ελάχι­στοι τους γνώρισαν από κοντά. Εγώ είχα την τύχη να ζήσω κάμποσο μαζί τους κι έτσι ξέρω περισσότερα από τον καθέναν.
Οι Μαυροσκούφηδες θα ’ταν καμιά εικοσπενταριά το πολύ. Έμε­ναν κοντά στον Άρη, αλλά στέλνονταν και σε υπηρεσίες. Αυτοί εκτελούσαν και χρέη συνδέσμου με το Γενικό Στρατηγείο, καθώς είχαν κιόλας τα γρήγορα άλογά τους. Πάντως ο μεγαλύτερος αριθ­μός τους βρισκόταν γύρω απ’ τον αρχηγό, σαν προσωπική του ομά­δα.
mpelisΠρέπει να τονίσουμε απ’ την αρχή πως αυτούς ο Άρης δεν τους είχε για φρουρά του. Δε φοβόταν κανέναν ούτε είχε ανάγκη να φυλάγεται. Τον αγαπούσαν όλοι, τον λάτρευαν μπορώ να ειπώ. Κι αν κανένας αντιδραστικός επιβουλευόταν τη ζωή του, ήξερε πως την ίδια στιγμή θα γινόταν κομμάτια.
Οι πιο πολλοί Μαυροσκούφηδες ήταν παλιοί σύντροφοι του Ά­ρη, συμπολεμιστές του, και συνδέονταν με φιλία μαζί του. Ήταν λοιπόν φυσικό, άμα έγινε καπετάνιος του Στρατηγείου, να τους πά­ρει κοντά του, όπως έκαναν κι άλλοι. Είχε εμπιστοσύνη στο χαρακτήρα τους κι ήταν βέβαιος πως μ’ ένα γνέψιμό του μπορούσαν να πέσουν στη φωτιά. Τόσο ήταν ψύχραιμοι και αφοσιωμένοι σ’ αυ­τόν.
Έτσι διαλεγμένοι, δοκιμασμένοι απ’ τον ίδιον, οι Μαυροσκούφηδες τον ακολουθούσαν παντού, πρώτοι στις μάχες, πρόθυμοι για θυσίες. Τους αρκούσε που βρίσκονταν κοντά στον Άρη, που αποτελούσαν την τιμητική του ακολουθία. Πολλοί ζήλευαν τον τίτλο τους, αλλά σε λίγους δινόταν ένα τέτοιο προνόμιο.

Γινόταν ωστόσο κι ένα καινούργιο ξεδιάλεγμα αναμεταξύ τους. Άλλος σκοτωνόταν, άλλος αρρώσταινε κι έφευγε, διώχνονταν κάπου κάπου και κανένας σκάρτος. Απ’ την άλλη μεριά δέχονταν και νέ­ους, αλλά σπάνια, εξαιρετικά. Έπρεπε να ’χεις στο ενεργητικό σου ένα κατόρθωμα ή κάτι ανάλογο για να σε κρατήσει κοντά του ο Ά­ρης. Είδαμε π.χ. πως τον αδερφό του Γάκη Σπύρου τον πήρε για χάρη εκείνου, έπειτ’ απ’ το θάνατό του. Κι αποδείχτηκε αληθινό παλικάρι, σαν εκείνον.
Οι Μαυροσκούφηδες ξεχώριζαν, όπως λέει και τ’ όνομά τους, απ’ τους μαύρους των σκούφους, ίδιους με καλπάκια Κοζάκων. Από κει θα ’χαν πάρει το σχέδιο. Αλλά το χρώμα, η προέλευση έχουν την ιστορία τους. Μου τη διηγήθηκε ο Μπάμπης Κλάρας, όταν αντα­μώσαμε για πρώτη φορά.
Στην αρχή της κατοχής παρουσιάστηκε μια μεγάλη απειλή για τη φυλετική μας ενότητα απ’ ορισμένους βλαχόφωνους της Πίνδου, που ίδρυσαν με την υποστήριξη των Ιταλών τη λεγάμενη λεγεώνα, κατατάσσοντας σ’ αυτήν με τη βία ή με τη δωροδοκία όσους μπορούσαν. Η προπαγάνδα απλωνόταν ολοένα αποσυνθέτοντας το ελληνικό στοιχείο και στηριγμένη πάντα στην τρομοκρατία. Τότε ο Άρης έριξε το σύνθημα: «Θάνατος στους λεγεωνάριους!».
Ένας απ’ τους συνεργάτες του σ’ αυτόν τον τομέα ήταν κι ο Καπετάν Μπελής. Αυτός, αφού εξόντωσε τους πουλημένους Κουτσόβλαχους της Θεσ­σαλίας, πήρε το σκού­φο ενός τους και τον έστειλε στον Άρη, δείγ­μα της νίκης;
Ο Άρης τότε τον φό­ρεσε λέγοντας ικανο­ποιημένος:
– Αυτός ο σκούφος που ήταν ως τώρα έν­δειξη ατιμίας, γίνεται πια εθνικό σύμβολό μας.
Το παράδειγμα του Άρη το μιμήθηκαν ο έ­νας με τον άλλον κι οι σύντροφοί του.
Αργότερα προμηθεύ­τηκαν όλοι ύφασμα α­πό ένα γούνινο πανω­φόρι μιας πλούσιας συνεργάτισσας των Ιταλών που εκτελέοαν οι αντάρτες. Οι υπόλοιποι έπειτα παίρναν όθε βρίσκαν.
Έτσι επικράτησαν οι μαύροι σκούφοι, έμεινε και τ’ όνομά τους.
Οι Μαυροσκούφηδες δεν ήταν όλοι τους μεγαλόσωμοι, επιβλη­τικοί, αλλά πάντως όχι και αδύνατοι, κακοφτιαγμένοι, Ο Άρης ήθε­λε τη ρώμη, την υγεία σε όλες τις εκδηλώσεις. Κι οι σύντροφοί του ήταν εξαιρετικής αντοχής, ψημένοι στις κακουχίες. Μπορούσαν να τρέχουν, να πολεμούν, νηστικοί, άγρυπνοι, μέρες και νύχτες.
Η μόνιμη ασχολία που είχαν ήταν τ’ άλογά τους. Τα ξύστριζαν, τους έδιναν ταή, τα πότιζαν στις βρύσες. Αλλά η διατροφή στις ορεινές περιφέρειες, όπου δεν έβρισκαν χορτάρι, αποτελούσε ολόκληρο πρόβλημα. Τ’ άλογα εκείνα ήθελαν φαΐ. Και με δυσκολία τους εξοικονομούσαν λίγη ροκιά ή καλαμπόκι.
Οι Μαυροσκούφηδες προέρχονταν από διάφορες ηλικίες. Αλλά οι περισσότεροι ήταν νέοι, γύρω στα εικοσιπέντε. Κατάγονταν απ’ τη Ρούμελη, απ’ τη Θεσσα­λία, μα κι από παντού. Όλοι τους ανήκαν στα λαϊκά στρώ­ματα. Κι ελάχιστοι είχαν α­νώτερη μόρφωση, γυμνασια­κή. Ο Άρης δε χρειάζονταν γραμματισμένους, αλλά πολεμιστάδες.
Τα επαγγέλματά τους; Α­νάλογα κι αυτά. Ο μπάρμπα Αχιλλέας ήταν γεωργός, ο Έ­κτορας χωροφύλακας, ο Αντρούτσος αγρότης, ο Αρβανίτης το ίδιο, ο Τζαβέλας σαμαράς, ο Λέων κι ένας άλ­λος τσαγκάρηδες. Τελοσπάντων ήταν όλοι τους άνθρω­ποι της δουλειάς, παιδεμένοι. Κι είχαν βγει στο βουνό από αυθόρμητη κλίση, από μίσος για την τυραννία. Όσο γι’ αυτό, είχαν όλοι μέσα τους το πάθος της ανεξαρτησίας· δε χρειάζονταν να πάρουν μαθήματα απ’ τον Άρη.
Και όμως ζούσαν πειθαρχικά, μονιασμένα. Δεν τραβούσε ο ένας από δω κι ο άλλος από κει. Κάθε εντολή που δινόταν ήταν νόμος γι’ αυτούς. Η παρακοή αποκλείονταν σαν κάτι το ξένο, το μη οργανι­κό. Και κάποτε, όπως θα ιδούμε, τιμωρούνταν σκληρά. Οι Μαυρο­σκούφηδες ήθελαν ν’ αποτελούν μια ομάδα-υπόδειγμα. Και το ’χαν καύχημά τους, κρυφό καμάρι στους άλλους.
Ήταν οργανωμένοι σαν όλους τους αντάρτες βέβαια, αλλά μ’ έναν τρόπο ακόμα πιο αυστηρό. Για όποιον είχε ιδέα καλογερικής, έμοιαζαν κάπως με κοινοβίτες. Είχαν αυτοδιοίκηση, κάναν συνε­λεύσεις. Εκεί γινόταν ελεύθερα κριτική και αυτοκριτική. Σε ξένους όμως απαγορεύονταν να παρακολουθήσουν. Είχαν ακόμα ειδικό­τητες, υπεύθυνους για το καθετί. Ένας μαγείρευε, άλλος έραβε τις μπότες, άλλος έβρισκε θροφή για τα ζώα, άλλοι φύλαγαν βάρδιες με τη σειρά, μέρα και νύχτα. Στέλνονταν και σε αποστολές, μακρι­νές, επικίνδυνες, μες στα δάση, σ’ άγνωστα μέρη. Ένας απ’ αυτούς, ο Καρπενησιώτης, σκοτώθηκε μ’ ενέδρα από εδεσίτες σε μια τέτοια διαδρομή.
Όλοι τους είχαν γένια εξόν απ’ το Λέοντα, τον υπασπιστή του Ά­ρη, και τον Ξάνθο,158 που τυφλώθηκε ύστερα σε μάχη. Αυτοί ήταν παλικαρόπουλα ακόμα, όχι αγριοτρίχηδες σαν τους άλλους.
Και όμως όλοι τους, μ’ όλο που δείχνονταν βλοσυροί, αδιάλλαχτοι, αν τους πλησίαζες και μιλούσες μαζί τους, φανέρωναν μια ή­μερη, παιδιάτικη ψυχή. Δε σου περνούσε απ’ το νου πως μπορούν αυτοί οι άνθρωποι να σκοτώσουν. Ο Χαράλαμπος μάλιστα, ο α­νεψιός του Ψαρού, ήταν ίδιος ευαγγελιστής. Γι’ αυτό τον είχαν βά­λει να οργανώνει και την Αλληλεγγύη στα χωριά.
Εγώ τα είχα καλά μαζί τους, έκανα παρέα με όλους.
Στην αρχή μερικοί θέλησαν να με σκιάξουν.
– Τί, με τους Μαυροσκούφηδες θα πας; Δε φοβάσαι; Αυτοί εί­ναι θηρία!
Μα εγώ έπαιζα μαζί τους, σαν με αρκούδια μερωμένα. Και ποτέ δε με πείραξαν, ούτε καν με τα λόγια. Απεναντίας με περιποιού­νταν, μου έκαναν τόπο μπροστά στη φωτιά.
Συζητούσαν, ενδιαφέρονταν για όλα.
– Δε θα βγάλουμε καμιά χειρόγραφη φημερίδα; με ρωτούσαν στου Βαλκάνου.
Αλλά η πείνα, οι λάσπες, οι ψείρες δε μας άφηναν για τέτοιες δουλειές.
Αργότερα, που είχα την επιμελητεία, έρχονταν να τους δίνω μελισσόχορτο και καμιά κουταλιά χαρουπόμελο να κάνουν τσάι, όποτε ήταν κρυωμένοι. Έπαιρναν πειθήνια όσο τους έδινα, χωρίς αντι­λογία.
Καμιά φορά έκαναν και γούστο μαζί μου.
– Έλα να μπεις λίγο στ’ άλογό μου! πρότεινε ο… ξεχνώ πια τ’ ό­νομά του.
Εγώ δε φαίνομουν πρόθυμος, δεν ήξερα καβάλα. Μήπως εκεί­νοι το αγνοούσαν; Αλλά γι’ αυτό επέμεναν ίσα ίσα.
– Έλα, μη φοβάσαι! Θα το κρατάω γω.
Το βαστούσαν πραγματικά απ’ το χαλινάρι κι εγώ πηδούσα από κανένα πεζούλι στα καπούλια.
Δε χρειάζονταν να του δώσουν καμιά στο λαιμό. Το άλογο ήξερε μόνο του έπειτα. Κινούσε απ’ την πλατεία σα σαΐτα, έπαιρνε κατη­φορίζοντας τις ρούγες, έφτανε απάνω στο γεφυράκι, έδινε μια να με τινάξει καταγής και γυρίζοντας πίσω, καλπάζοντας σα δαιμονισμένο με ξανάφερνε στην πλατεία του Βουργαρελιού, όπου όλοι, προβλέποντας το τέλος και μην έχοντας φύγει, τραντάζονταν στα γέλια.
– Αμ’ δεν το είχες πιασμένο καλά, στάσου να σου δείξω… επέμεναν στο επίφοβο πείραγμά τους.
Η διαδρομή με τις ίδιες περιπέτειες δευτερωνόταν και το χτυ­ποκάρδι μου τρόμαζε να πάρει τέλος. Μ’ αυτά και μ’ αυτά όμως κό­ντευα να μάθω.
– Τί σου ’καμαν πάλι σήμερα; με ρωτούσε το βράδι ο Άρης γελώ­ντας. Παρά λίγο να σε τουμπάρει στο γεφυράκι, ε;
Δεν τους μάλωνε όμως, ούτε κι εμένα με απότρεπε από τέτοια. Οι αντρίκιες ασκήσεις πάντα του άρεσαν. Και ήξερε βέβαια πόσο ανυπόταχτα ήταν τα μαυροσκούφικα άλογα όταν ένιωθαν στην πλάτη τους ξένον αναβάτη. Ο καθένας θα το πάθαινε αυτό την πρώτη φο­ρά.
Ο Άρης αγαπούσε τους Μαυροσκούφηδες σαν παιδιά του. Τους ήξερε, τους πρόσεχε όσο ένας ηγούμενος τους καλογέρους. Μαζί τους έτρωγε, μαζί τους κοιμόταν. Τίποτε δεν κράταγε για τον εαυτό του χώρια από αυτούς, παρά μόνο όσα σχέδια ή μυστικά επιβάλ­λονταν από τη θέση του. Μην έχοντας παιδιά, δικούς του κοντά, ε­κείνους αισθάνονταν σαν οικογένειά του. Κατανόηση κι αφοσίωση τους συνένωναν αμοιβαία. Δεσμός προσωπικός, σφραγισμένος μ’ αίμα, τους έδενε σφιχτά, κι η απόφασή τους για θάνατο ήταν ρητή.
Αυτό το σώμα, δημιουργημένο μες στη φωτιά του αγώνα, μας μεταφέρει σε παλιές εποχές, σ’ έθιμα αρχαία, στον Αλέξανδρο με τους επιλέκτους του, στο Δαρείο με τους αθανάτους. Σπάνια η επιβολή ενός αρχηγού φανερώθηκε με τέτοιον έντονο τρόπο, να υπο­βάλλονται για χάρη του σε σκληρή πειθαρχία πολεμόχαρες φύσεις. Όλοι τους αυτοί, λιοντάρια στο πρόσταγμά του, ξαναγίνονταν μ’ ένα γνέψιμο αρνιά.
Ο Άρης, έχοντας σ’ αυτούς εμπιστοσύνη, βλέποντας την αφο­σίωσή τους, ήταν επόμενο να τους έχει και κάποια αδυναμία. Τους έβλεπε σαν όργανα, γεννήματά του. Δεν του περνούσε απ’ το μυα­λό πως του τα παράλεγαν καμιά φορά. Κι έτσι παρασύρονταν κά­ποτε από σφαλερές τους εισηγήσεις.
Μια μέρα ο πάτερ Ανυπόμονος λογόφερε με κάποιον νεαρό της ομάδας.
– Πήγαιν’ από δω, του λέει. Εγώ δεν έχω σχέση με αλήτες.
Ήταν αυτό μια φράση που μπορούσε να την πει κανείς απάνω
στο θυμό του.
Αλλά το βράδι είδε τον Άρη κατσουφιασμένο.
– Τί συμβαίνει αρχηγέ; Σε βλέπω άκεφον. Γιατί δε μιλάς;
– Τι να σου πω, παπούλη! Εσύ δε θέλεις κουβέντα με αλήτες. Ε­μείς είμαστε όλοι μας αληταριό…
Τα λόγια του έδειχναν πίκρα μεγάλη, προσβολή. Είχε πιστέψει την καταγγελία και το πήρε κατάκαρδα. Τρόμαξε ο πάτερ Ανυπό­μονος να του εξηγήσει πως το νεύριασμά του αφορούσε μόνο ε­κείνον κι όχι όλη την ομάδα. Έτσι τα έσιαξαν πάλι.
Οι Μαυροσκούφηδες, με το να ’ναι δίπλα στον Άρη, το ’χαν πάρει λίγο απάνω τους. Είχαν πάρει αέρα απ’ τον τίτλο, απ’ τ’ όνομά τους. Κάποτε, όταν στέλνονταν έξω για υπηρεσία, έκαναν κατά­χρηση εξουσίας και φέρνονταν αυταρχικά. Οι χωριάτες βαρυγκομούσαν. Καμιά φορά μουρμούριζαν κι οι αντάρτες που τους έβλε­παν φιγουράτους, με καμτσίκια στα χέρια, σαν έξτρα αντάρτικο.
Γι’ αυτά οι πολιτικές οργανώσεις αναφέρονταν στον Άρη, που ήταν ο άμεσος υπεύθυνός τους.
– Σήμερα τον είχαν δυο ώρες στο μέσα οντά, μου εμπιστεύτηκε μια μέρα η κυρά Θυμία, η νοικοκυρά όπου φιλοξενούμουν. Έκλεισαν την πόρτα κι έλεγαν, έλεγαν. Τον έφεραν από πάνω, ένας αυτός κι εκείνοι δυο, με πολιτικά. Τι να τον ήθελαν, γιε μου!
Για παράπονα τον ήθελαν, κι ήταν της Πανηπειρωτικής. Ο Άρης τ’ άκουγε χωρίς υπεροψία, με πνεύμα δημοκρατικό, και διόρθωνε ό,τι μπορούσε. Αλλά τι να προφτάσει απ’ όλα! Οι άνθρωποι είναι ανοικονόμητοι κι οι αντάρτες ακόμα περισσότερο.
Απ’ όλους δυο τρεις φαίνονταν ζόρικοι κι αυτοί με την ανοχή του Άρη δυσφήμιζαν όλους.
– Αυτός; έλεγε ο πάτερ Ανυπόμονος για έναν. Εγώ, αν είναι να τον κρεμάσουν, ευχαρίστως θα του τραβούσα το σκοινί…
Άλλοτε πάλι ο Οκτωβριανός με το παράξενο σουλούπι δείχνοντάς μου το Τζαβέλα, που έστεκε πιο πέρα ν’ ακούει, μου τόνιζε με τη νησιώτικη προφορά του, σε ύφος αστείο:
– Ξέρεις ποιόν φοβάται αυτός; Να σου πω εγώ… σκύψε ν’ ακούσεις (κι υψώνοντας επίτηδες τη φωνή του καμπάνιζε) – εσένα, την πένα σου, το γράψιμό σου!
Λένε πως κάποτε έκαμαν μεγάλα παράπονα για τον ίδιον στον Άρη.
– Τί να τον κάμω; τους είπε. Να τον σκοτώσω; Δε μου δίνει αφορμή. Είναι διάβολος σωστός. Έπειτα τί νομίζετε πως τον έχω; Μέσα σ’ ένα σπίτι είναι λογιών λογιών έπιπλα, ντουλάπες, καθρέφτες, ζωγραφιές. Θα υπάρχει όμως κι ένα καθίκι, τι να γίνει. Σιχαμένο είναι, αλλά χρήσιμο, έ;
– Ναι, μα δεν το βάνουν και στην πόρτα για μόστρα, του παρατήρησαν πικρόχολα οι πολιτικοί.
Ο Τζαβέλας ήταν αληθινά, σε περίοδο δράσης, παραχέρι του Ά­ρη. Αλλά πρέπει να ομολογηθεί πως ο άνθρωπος αυτός, διαβολε­μένος στο μυαλό, αδίσταχτος στην πράξη, εξυπηρετούσε την κατά­σταση όσο κανένας άλλος. Και φυλαγόταν με το παραπάνω να μην ξεστρατίσει πουθενά.
Όσο για την αφοσίωσή του, την απόδειξε στο τέλος. Έμεινε πιστός Μαυροσκούφης, σκοτώθηκε μαζί με τον αρχηγό του. Δυσκολεύτηκαν μάλιστα οι διώχτες να τους ξεχωρίσουν, ποιος απ’ τους δυο τους ήταν ο Άρης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου