theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

ΤΟ ΑΛΟΓΟ

πηγή http://navarino-s.blogspot.gr/


Zαχαρία Παπαντωνίου                                                                    


       Ένα κάρο ανέβαινε από τα Σφαγεία*. Μέσα έφερνε ένα βώδι σφαγμένο με τα πόδια στον ουρανό. Απάνω στο σφαχτό ο καρροτσέρης, ένας άνθρωπος μελαχροινός, με ψαρά γένεια, και το παιδί του. Το κάρρο κυλιώταν αργά, νωθρά μέσα στη γαλήνη.
      Ήταν Απρίλης, είχε πέσει το βράδυ κι’ άναβαν τα φώτα. Από το καμουτσίκι, ένα μαδημένο σκοινί, μπορούσε να καταλάβη κανείς πως ο καρροτσέρης αγαπούσε τ’ άλογο. Το καμουτσίκι έπεφτε στα καπούλια πολύ ελαφρά σαν παιγνίδι. Και σ’ όλον τον ανήφορον από τα Σφαγεία ίσα με την πόλι αυτό τ’ άλογο δεν άκουσε βρισιά, μήτε προσταγή, παρά τη φωνή:

     ─Έλα Κύρκο. Άϊντε Κύρκο. Έτσι, μ’ αυτό το χάδι ανέβαινε, σέρνοντας το κάρρο, ένα σφαχτό και δύο ανθρώπους.

     ─Που λες, είπεν ο γέρος καρροτσέρης, φτύνοντας καπνό, που λες βρε, ο Κύρκος έχει φιλότιμο. Να τ’ ακούς εσύ, που κάποτε το χτυπάς. Δεν τα δέρνουν τα ζα. Το ζω είναι άνθρωπος. Και τέτοιο άλογο, βρε, που το βρίσκεις; Σαν τούτο; Μας τρέφει όλους, που λες. Δίνει ψωμί εμένα, εσένα της μάνας σου, των αδερφιών, του σπιτιού. Ένα ζω να θρέφτη οκτώ ανθρώπους!... Θα πης: εγώ δουλεύω. Αμ’ αυτό δουλεύει πρώτα κ’ ύστερα ‘γω. Γιατί αυτό είναι δουλευτής που δε βρίσκεται. Είν’ από τη Σερβία, βρε. Χρεωθήκαμε να το πάρουμε. Δεν τα ξεύρεις εσύ.

     Πέρασε κάμποση ώρα με σιωπή.

     Το παιδί έπαιζε με την ουρά του βωδιού. Ο γέρος έφτυνε τον καπνό, λέγοντας πότε-πότε: Φτου φαρμάκι! Έπειτα ξανάρχισε!

      ─Που λες. Πόσες αραμπαδιές έφερνε ο Κύρκος απ’ τα νταμάρια. Κανένα άλογο δεν κουβάλησε τόση πέτρα, τόσο λιθάρι. Δώδεκα δραχμές την ημέρα, μας έσωσε. Κι’ απ’ την Πεντέλη, πριν πάρωμε κάρρο δικό μας, είχε ζευφχθή και τράβαγε μάρμαρο και κακό. Να μάρμαρο! θεώρατο, για τ’αγάλματα, που λες. Και να πης πως δεν ήτανε άγριο! Ήταν∙ όμως άκουγε κι’ όλας. Εδώ στο Λυκαβητό μπορούσε, αν ήταν άλλος καρροτσιέρης, να βρη το διάολο του στον κατήφορο. Όμως εγώ του μιλώ. «Κύρκο», να του πης, ακούει αυτός. Γιατί το ζω καταλαβαίνει. Τα βάσανά μας, τη φτώχεια… όλα. Και πως εγώ είμαι άρρωστος, το ξέρει κι’ αυτό.

     Το κάρρο πήγαινε βαρειά. Η ρόδες βροντούσαν με το ρυθμό τους, εκείνο το ρυθμό που ξέρετε, που τον ακούτε κάποτε τη νύχτα, μόνον αυτόν, μέσα στην πόλι. Ξανάρχισε ο γέρος:

     ─ Άκου βρε. Αύριο τ’ άλογο και το κάρρο και τη δουλειά θα την πάρης εσύ. Εγώ δεν μπορώ. Ξέρεις που η μέση μου πονεί! Να, θα πέσω. Μούπε ο γιατρός να μη δουλεύω. Και τι να κάμης, έλα ντε. Ζήσε χωρίς δουλειά μια φαμίλια, οχτώ στόματα. Έ! Που καταντήσαμε. Να κουβαλάμε απ’ τα σφαγεία. Δυόμιση δραχμές την ημέρα. Τι να κάμης, πως ν΄ανεβής σε νταμάρι, άρρωστο κορμί!; Κ’η αδελφή σου κίτρινη σε κακό χάλι! Ναι, βρε∙ η Βγενιώ, την είδες πως είναι; Αυτά θέλουν γιατρούς, παράδες… Είμαστε δυστυχισμένοι, άκου βρε παιδί. Κύττα να δουλέψης. Μην το κάνης σαν τον άτιμο το μεγαλείτερο, που πήγε κι’ έγινε θεατρίνος ο άτιμος κ’ έκανε Φασουλή στο Βίντσι. Ο Θεός θα τον παιδέψη αυτόν. Κύτταξε συ να πάρης τη δουλειά. Να πάρης τον Κύρκο να τόνε ξαναπάς στα νταμάρια, να βγάλουμε ψωμί. Να γιατρευτώ κι’ εγώ. Κ’ η μάννα σου να μη ξενοπλένη, κ’ η Βγενιώ να κάνη χρώμα που βήχει το κορίτσι…. Βήχει, μωρέ. Να, το λοιπόν. Πιάσε τα λουριά. Κατέβα κάτω και πιάσε τον Κύρκο. Ν τον βγάλης εδώ τον ανήφορο! Έλα σιγά! Χάϊδευέ τον στο λαιμό. Άειντε Κύρκο…

Το παιδί πήδησε κάτω, έπιασε τ’ άλογο κα τραβούσε. Ο γέρος έβλεπε με ανάπαυση τη λυγερή σκιά του παιδιού, το τολμηρό του χέρι που κρατούσε τα λουριά, έβλεπε τη συνέχειά του. Αυτό το παιδί θα γένη  καλός καρροτσέρης. Ναι, είναι τόσο δύσκολο να ιδή κανείς το παιδί του να μπαίνει στον ίσιο δρόμο, να παίρνη την πατρική δουλειά και να την σέρνη στο μέλλον, να την κάνη κάτι αιώνιο, σαν νάναι ο ίδιος ο γέρος ξαναγεννημένος!

     Πέρασαν εμπρός από κάποιο εικόνισμα του δρόμου. Ο γέρος έβγαλε την ψάθα του και σταυροκοπήθηκε μέσα στο σκοτάδι. Ήταν άρρωστος, σακατεμένος, όμως δε σταυροκοπήθηκε για τον εαυτό του. Είπε: «Θέ ’μου, κάμε να μη βήχη το κορίτσι, η Βγενιώ. Κάμε τούτο το παιδί να πάρη στα χέρια του, το κάρρο με τον Κύρκο. Και για μένα-ότι πης».

     Έπειτα συλλογίστηκε το σπίτι του∙ ένα άθλιο χάλασμα στους Αέρηδες, και μέσα τα παιδιά του που φώναζαν, η γυναίκα του επάνω σε μια σκάφη, το κορίτσι του σ’ ένα κρεββάτι μ’ εκείνο το βήχα, που δεν μπορείς να τον ακούς, κι’ ο γιατρός νάρχεται να λέη «φάρμακα, αέρας, λουτρά», όλα τα πράμματα που δεν γίνονται. Τα συλλογίστηκε όλα. Συλλογίστηκε το λάθος που έκαμε να παντρευτή μεγάλος. Και το δεύτερο λάθος να κάμη έξη παιδιά. Όμως και τα δυό, για να τα ξεφορτωθή, τάρριξε στο Θεό.  Είπεν: «Ο Θεός τώθελε. Υπομοινή». Κ’ έπιασε με τα δυό χέρια τη μέση του, που τον πομούσε δυνατά.

 

                                                ***

 

     Το κάρρο είχε προχωρήσει πολύ μέσα στην πόλι, όταν άκουσε μια φωνή:

     ─Άλτ!

     Η φωνή ερχόταν από μακρυά και δεν κατάλαβεν πως ήταν γι αυτόν. Όμως το «άλτ»! ξανακούστηκε. Το κάρρο σταμάτησε. Τρεις στρατιώτες του πυροβολικού κ’ ένας δεκανέας με τα όπλα στον ώμο, πλησίασαν.

     ─Έλα, κατέβα κάτω. Είπεν ο δεκανέας.

     ─Σ΄εμένα το λες;

     ─Άειντε, γειά σου, κατέβα να μη χάνουμε καιρό.

     ─Και γιατί;

     ─Κουβέντα θέλεις, πατριώτη; Το κάρρο θα το πάμε στον στρατώνα. Επιστρατεία έχουμε. Τώρα το μαθαίνεις;

     ─Επιστρατεία…

     ─Ναι, γειά σου. Αναγκαστική εισφορά. Πιάσε από ’κει να ξεφορτώσουμε…Άειντε, γειά σου. Τι έχεις μέσα;

     ─Κοτζάμ βώδι!

     ─Να το ρίξης κάτω.

     ─Έτσι μες στο δρόμο; Για στάσου, βρέ παιδί, τι είναι τούτα; Θα το πάω στην αγορά. Έχω δουλειά, έχω μεροκάματο.

     ─Το μεροκάματο κυττάς, καϋμένε, ή που φεύγει απόψε το σύνταγμα; χωρατεύεις;

     ─Για εξήγα μου, χριστιανέ … Για πές μου… πως παίρνεις έτσι τ’ άλογο τ’ αλλουνού, απ’ το δρόμο… Έτσι το λέει ο νόμος;

     ─Τώρα θα σου ξηγήσω και το νόμο; Εμπρός.  Βοηθάτε από ’δω. Σύντομα!

Είπεν ο δεκανέας κι’ οι στρατιώτες ανέβηκαν στις ρόδες. Πιάνοντας κι’ οι τρεις, έσυραν το βώδι προς τα έξω. Το μαύρο σφαχτό έπεσε με βρόντο βαρύ κάτω στο πεζοδρόμιο.

     ─ Έλα μάρς! Είπεν ο δεκανέας. Κόπιασε κοντά πατριώτη.

     ─ Που κοντά;

     ─Στον στρατώνα, να πάρης τον αριθμό σου. Κ’ ύστερ’ απ’ τον πόλεμο, αν γίνη πόλεμος, ύστερ’ απ’ την επιστρατεία τέλος πάντων, να ’ρθής να πάρης τ’ άλογό σου και το κάρρο, ή να πληρωθής απ’ το δημόσιο, αν σκοτωθή το ζω.

Ο γέρος γύρισε και κύτταξε το βώδι πούταν πεσμένο στο δρόμο. Είπε στο παιδί του: «Κάτσε αυτού ως που να ’ρθώ». Το παιδί έπεσε απάνω στο βώδι και ξεκουραζόταν. Ο γέρος ακολουθούσε το κάρρο. Δεν έλεγε τίποτα. Ένας στρατιώτης εκεί που πήγαιναν χωρίς καμμιά κουβέντα, γύρισε και τούπε:

     ─Άμ’ ό,τι έχουμε και δεν έχουμε, πατριώτη, θα το δώσουμε για την πατρίδα.

Ο γέρος μετά κάμποση ώρα του απήντησε:

     ─Ποιος λέει όχι. Για την πατρίδα είν’ όλα. Μα ο Θεός δίνει σε κάποιους, βλέπεις, έξη παιδιά. Κ’ ετούτη η δόλια καρδιά που έχουμε, σάμπως μπορείς να την κάμης όποτε θέλεις πέτρα στο νταμάρι; Για να μην ακούη; Πάντα καρδιά είναι.

     ─Καραβάσης! Εφώναξε ο δεκανέας στον στρατιώτη πούσερνε το άλογο. Τράβα γρήγορα.

     Φτάσανε στον στρατώνα κι’ έμπασαν το κάρρο στην αυλή φωνάζοντας «έ! ώ! 'ιπ!». Το σύνταγμα ετοιμαζόταν. Θάφευγε τα μεσάνυχτα. Ο γέρος στάθηκε κι άκουγε το θόρυβο της αυλής. Οι έφεδροι χόρευαν, πηδούσαν, τάραζαν τον κόσμο από της φωνές. Τα τραγούδια, τα λιανοτράγουδα, τα λησμονημένα, τα παληά, ηχούσαν τόσο χαρωπά, σε τόνο που ποτέ δεν τους έδωκε το κρασί, ποτέ ο έρωτας. Τούτο το μεθύσι, κι’ ο χάρος κεραστής, πρώτη φορά τώβλεπεν ο γέρος. Έβλεπε τους χορευτάς, τους τρελούς γύρους, το χορευτή πούτρεμε το κορμί του στον αέρα, το πηλήκιο που σφενδονιζότανε ψηλά. Ανάμεσα στο τραγούδι, χίλιοι θόρυβοι, της καινούργιας αρβύλας το βιαστικό πάτημα, η προσταγή, το κάρφωμα κασσονιών, το φόρτωμα, πετάλων χτυπήματα στη γη, προσταγές ωργισμένες, άφηναν τα τρεξίματα, μεγάλο λαχάνιασμα της επιστρατείας. Πολίταις έμπαιναν μέσα ψάχνοντας για δικούς των, φωνάζοντας ονόματα στο σωρό. Και διαβάτες και χαμίνια. Και φούστες μεταξένιες έκαναν θόρυβο, ακολουθώντας κάποιο παιδί, έφεδρο, που πήγαινε να φορέση το σάκκο, πλέχοντας μέσα στην πλατειά στολή. Κάποιοι κρατούσαν εκεί στην άκρη μια σημαία. Ένας παπάς από κάτω, φορώντας φυσεκλίκια σταυρωτά στο στήθος, μιλούσε στους άλλους για την ελευθερία και το Χριστό. Ένας έφεδρος στο φανάρι διάβαζεν εφημερίδα. Κι’ άλλος έγραφε στο γόνα με το μολύβι. Το τραγούδι χυνόταν δυνατό από στόματα που γελούσαν:

     

     Και παίρνουν τους επίστρατους

     τους παίρνουν απ’ τα σπίτια τους

     να πάνε στην αγιά Σοφιά.

     -κλαιν’ η μαννούλες τα παιδιά-

     με το μέγα μοναστήρι

     κι’ ο Σουλτάνος δεν το δίνει.

 

     Μέσα στο σάλαγο, σκιές, δυό-δυό, γλιστρούσαν κοντά στο τοίχο, στο σκοτάδι∙ χέρια έπεφταν απάνω σε ώμους, απελπισμένα, πολύ απελπισμένα. Τα λόγια γίνονταν συντρίμματα μέσα στα δάκρυα, κ’ ένοιωθες τους μεγάλους χωρισμούς, που έχουν τη σιωπή και την επισημότητα του τέλους, του θανάτου. Χέρια ζαρωμένα έσφιγγαν τα ζωντανά κορμιά των εφέδρων μ’ όση δύναμη αγκαλιάζει κανείς μια ενθύμησι, ένα σημάδι, μια σκιά, κάτι που έπαυσε πια να υπάρχη. Τα δάκρυα έτρεχαν και τα μαντήλια έπιναν. Άκουγες ένα φιλί, μια καρδιά που χτυπούσε στο σκοτάδι.

     Ο γέρος ήταν μόνος σ’ αυτό το πανηγύρι. Κανένα δεν ήξευρε, και δεν τον ήξευρε κανένας. Όμως προχώρησε στο βάθος εκεί που ήταν αραδιασμένα κάμποσα κάρρα και το δικό του μαζί. Ο Κύρκος σήκωσε το κεφάλι προς αυτόν και φύσηξε με τα πλατιά του ρουθούνια. Ο γέρος άπλωσε τα χέρια και τον έπιασε απ΄το λαιμό.

Και εκεί στη γωνιά παράμερα, ένας άνθρωπος μιλούσε μ’ ένα άλογο.

     ─Δε θα σε ξαναϊδώ… ‘Ε, δουλευτή… Έ, παλληκάρι… Και στο σπίτι δεν ξέρουν τίποτα… Μήτε η κυρά σου. Μήτε η Βγενιώ, κατάλαβες. Μια φαμίλια σε χάνει… Ήμουν άρρωστος, βρε Κύρκο, μα τώρα είμαι πεθαμένος. Πας στο καλό. Κ’ ό,τι θα σ’ έδινα στο γιό μου, κατάλαβες… Στα νταμάρια ν’ αναιβής. Να κατεβάσης αραμπαδιές. Δουλευτή, έ δουλευτή… Θα σε πάρουνε… Και ποιός ξέρει που θα πεθάνης… και πως…Στρατιώτης ... Κύρκο,  βρε… έ, Κύρκο! … που μας αφήνεις!

     Ένας στρατιώτης πλησιάζει ψάχνοντας στο σκοτάδι:

     ─Άειντε, καϋμένε γέρο! Τη δουλειά σου θάχωμε; Άειντε να πάρης τον αριθμό.

Ο γέρος μπήκε σ’ ένα γραφείο, πήρε κάποιο χαρτί, τώβαλε στον κόρφο. Έπειτα βρέθηκε στο δρόμο. Πήγαινε αργά, με το κεφάλι κάτου, προς το μέρος που άφησε το σφαχτό με το παιδί. Πολλοί γύριζαν απ’ το στρατώνα, μοναχοί, μα μέσα σ’ αυτούς ο καρροτσέρης, ο πεζός, ο γέρος,  ο πιο μοναχός.

 
*Πρόκειται για την περιοχή του σημερινού Ταύρου που παλιά λεγόταν Σφαγεία. Η διαδρομή είναι από την οδό Πειραιώς προς τη Βαρβάκειο Αγορά.

ZAΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ (1877-1940)

Γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή της Αθήνας αλλά δεν παρακολούθησε μαθήματα γιατί αφοσιώθηκε από νωρίς με πάθος στο Λογοτεχνία. Πρωτοπαρουσιάστηκε σαν δημοσιογράφος και χρονογράφος. Εξέδωσε πολλές ποιητικές συλλογές και συλλογές διηγημάτων. Διετέλεσε διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης. Και το 1938 εξελέγη μέλος τη; Ακαδημίας Αθηνών.

ΥΓ: Η πληκτρολόγηση -με το συνακόλουθο ευνουχιστικό μονοτονικό- έγινε από την Ανθολογία Ελληνικού Διηγήματος 1900-1963, που έχει επιμεληθεί ο λογοτέχνης Αντρέας Νενεδάκης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου