«…Είτα οι
πιστοί όλοι με
ανημμένας λαμπάδας εξήλθον
εις το ύπαιθρον, υπό
το αμαυρωθέν φέγγος
της φθινούσης σελήνης, ενώ
η αυγή έλαμπεν
ήδη ροδίνη και
ξανθή, προπέμποντες τον Επιτάφιον
αγλαόφωτον με σειράς
λαμπάδων. Και η αύρα
πραεία εκίνει ηρέμα
τους πυρσούς , χωρίς να
τους σβήνη και
η άνοιξις έπεμπε
τα εκλεκτότερα αρώματά
της εις τον
Παθόντα και Ταφέντα,
ως τα συνέψαλλε
και αυτή, «ώ γλυκύ
μου έαρ, γλυκύτατόν μου
τέκνον !»και η θάλασσα
φλοισβίζουσα και μορμύρουσα
παρά τον αιγιαλόν
επανελάμβανεν , «οίμοι
γλυκύτατε Ιησού!».
…Ο Ευαγγελινός
και η Μόρφω
εξήλθον εις το
προαύλιον. Τι ωραίον, τι ήμερον, τι
λευκόμαλλον πού ήτο το αρνί ! Και
πώς εβέλαζε (μπέ! μπέ!) το καημένο. Εν
τούτοις, δεν εφαίνετο πολύ
δυσαρεστημένον, διότι έμελλε σφαγή. Και
άλλος Αμνός άμωμος , Αμνός
αίρων την αμαρτίαν
του κόσμου, και άλλος
ατίμητος Αμνός εσφάγη…Την
εσπέραν έφερεν οίκαδε
ο πατήρ τας
πασχαλινάς λαμπάδας , με άνθη
τεχνητά, με χρυσόχαρτα. Ο Ευαγγελινός
ήθελε να πάρη
την της αδελφής
του, λέγων, ότι εκείνη είναι
μεγαλυτέρα. Η μήτηρ του
την έδωκεν, αλλ’ ο μικρός
την έσπασε, εκεί που
έπαιζε με αυτήν, έσπασε
και την ιδικήν
του , και ύστερον έβαλε
τα κλάματα. Ο πατήρ
του ηγόρασεν άλλην, αφού
τον υπεχρέωσε να
υποσχεθή ότι δεν
θα την πιάση
εις την χείρα , έως
τα μεσάνυκτα, όταν θα υπάγουν
εις την Ανάστασιν. Ο
μικρός απεκοιμήθη κλαίων
και χαίρων….»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου