Τούτο το κείμενο έχει αναρτηθεί πέρυσι, στις 17 Νοεμβρίου, τα επαναδημοσιεύουμε σήμερα ως στέφανο τιμής και μνημοσύνης στον μακαριστό πλέον αξέχαστο εξάδελφο Κανάρη, που μάθαμε ότι μας χαιρέτησε και οδεύει στους ουρανούς.
Στο τέλος από τότε έγραφα::
Η ζωή τραβάει την ανηφόρα. Οι κλί(ή)σεις αυξάνουν
και οι στροφές πληθαίνουν.
ΑΙΩΝΙΑ ΤΟΥ Η ΜΝΗΜΗ!!!
Τούτη η αναφαρά είναι είναι ένα από τα πιο τρυφερά μου κείμενα
Ο Κανάρης ..τότε
|
Με όλα αυτά ξενιτεύτηκε νέο παλικαράκι στην Αυστραλία, κοντά
στο 1970. Και να το 2006 επισκέφθηκε το χωριό, μετά από τόσα χρόνια.
Από τις πολλές και ωραίες πλάκες που έχει κάνει ο Κανάρης,
διάλεξα τη τελευταία που έλαβε χώρα στο χωριό, το καλοκαίρι του 2006 που λέμε.
Καλά λένε: «ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του,
μήτε τη γνώμη άλλαξε,μήτε τη κεφαλή του».
Ένα απομεσήμερο λοιπόν ο Κανάρης επισκέφθηκε τον Άγιο Ηλία,
το χωριό που είναι η μητρόπολη και η μάνα του Γιαννιτσοχωριού. Όπως
αναφέρεται κι αλλού, ο Αλιάς είναι η μήτρα για τους περισσότερους κατοίκους του χωριού.
Πάει λοιπόν και σταματά έξω από ένα σπίτι, όπου μπροστά στα κάγκελα του μικρού
κήπου, έστεκε μια κυρία, ώριμη και καλοστεκούμενη.
– Γεια και χαρά σας,της λέει Ο Κανάρης με όλα τα μέα και τα σέα του.
– Γεια σας, απαντά η κυρία.
– Δε μου λέτε κυρία μου, να με συμπαθάτε πρώτα, να σας
ρωτήσω κάτι. Από εδώ είσαστε;
– Ναι, από το χωριό είμαι, αλλά μένω στην Αθήνα και έρχομαι
κάθε καλοκαίρι. Εσείς ποιος είστε; Τι θέλετε; Απόρησε η γυναίκα. Αυτόν τον άνθρωπο δεν τον είχε ξαναδεί,
της ήταν εντελώς άγνωστος.
– Ξέρεις κυρά μου είμαι ξένος από αυτά τα μέρη. Κατάγομαι
από τη Λυνίσταινα, αλλά λείπω 40 χρόνια στην Αμέρικα. Ήρθα στο χωριό σας γιατί
ενδιαφέρομαι να αγοράσω ένα παλιό σπίτι. Μου αρέσει εδώ. Υπάρχει κανένα;
– Τι να σας πω, υπάρχουνε κάτι μισογκρεμισμένα, αλλά τα
πουλάνε ακριβά, γιατί τα παίρνουν οι Γερμανοί.
– Δόξα σοι ο Θεός, από ντόλαρς έχω αρκετά, άλλα πράγματα μου
λείπουν. Δε μου λες καλή μου κοπέλα... (Ο Κανάρης άρχισε τα κόλπα του…) Δε μιλάς
στον άντρα σου; Αυτός θα ξέρει καλύτερα.
– Τι να σου κάνω καλέ μου άνθρωπε; Τέτοια ώρα είναι στο
κρεβάτι.
– Γιατί; Είναι άρρωστος ο καημένος;
– Χτύπα ξύλο καλέ, μια χαρά είναι ο άνθρωπος. Απλώς κοιμάται
γιατί ήρθαμε από τη θάλασσα.
– Καλά λέω εγώ ότι εσείς οι γυναίκες υπερέχουτε και στη ψυχή
και στο σώμα. Δεν ξέρω καλή μου κυρία αλλά όταν σε είδα... δεν ξέρω κάτι μου
ήρθε... ίσως να μου θύμισες την αδελφή μου στην Καλαμάτα που έχω να τη δω πολλά χρόνια
και θα τη δω αύριο. Έχω μεγάλο καημό. Συγκινήθηκα πολύ... (Κι ο Κανάρης τρίβει με τα
χέρια του τα μάτια, έτσι για να συγκρατήσει τάχατες τα δάκρυα του).
– Φαίνεσαι καλόβολος άνθρωπος και πονεμένος… αλλά μη κάνεις
έτσι. Η ζωή είναι μία πάνω, μία κάτω...
–Τι να σου πω ωραία μου κοπέλα τι έχω περάσει στα ξένα.
Έφυγα μικρό-μικρό παλικαράκι και νάμαι πώς γύρισα... (και σκύβει το κεφάλι ο
Κανάρης).
Η κυρία πολύ τον συμπόνεσε. Οίκτος, περιέργεια, όλα ανάκατα.
Δεν ήξερε τι να
κάνει. Να τον καλέσει για καφέ έναν άγνωστο άνδρα;
Πα...πα...πα.... Κάπως ήθελε να
– Καλή μου ...δε μου δίνεις ...ένα φιλάκι ...στο μάγουλο κι
αυτό φτάνει και παραφτάνει...
– Άντε καημένε από κει που ήρθες. Ακούς εκεί, δε κοιτάς τα
χάλια σου. Θέλεις και φιλάκι.
– Για περίμενε λίγο... μη κάνεις έτσι... σε λίγο θα πέσεις
στην αγκαλιά μου κι εγώ...
– Τι λες καημένε, δεν ντρέπεσαι; Και γυρίζει θυμωμένη να
μπει στο σπίτι.
– Έλα εδώ μωρή σουσουράδα. Εσύ δεν είσαι η Κανέλλα η κόρη
τού Γιάννη Κόλλια τού Κανάτα; Καλά λες και καλά κάνεις γιατί δεν με γνωρίζεις
καθόλου. Αχ ρε Κανέλλα..
Αλλά η Κανέλλα πού να γνωρίσει τον Κανάρη; Τον ήξερε
σταυραετό, περήφανο και ωραίο.
Η κυρία ήταν η Κανέλλα, η μικρότερη κόρη του Γιάννη
Κόλλια. Πρώτη εξαδέλφη του Κανάρη. Ο Θοδωρής, αδελφός του παπούλη μου του Ηλία, πατέρας της μάνας
μου, είχε τέσσερα κορίτσια, την Ασήμω του Βλάμη, τη Φωτούλα του Γεντίμη, την Τασία του Μπέσικου
και τη Βασίλω του Λάμπρου και ένα αγόρι, το Γιάννη Κόλλια. Οπότε ο Κανάρης και η Κανέλλα είναι
πρώτα ξαδέλφια και με μένα δεύτερα.
Σίγουρα εκείνη τη στιγμή θα σκέφθηκε: «μα ποιος να
είναι αυτός που μιλάει έτσι; Ξέρει ποια είμαι, ξέρει το μακαρίτη τον πατέρα μου και
μάλιστα με το παρατσούκλι του;»
Στεκόταν αμήχανη και κοίταζε. Πίεζε το μυαλό της αλλά πού να
πάει στον Κανάρη.
– Αχ ρε Κανελλίτσα, ακόμη δεν με γνώρισες. Ούτε χαμένος στην
Κορέα να ήμουνα ρε ξαδελφούλα... (λέει με πολύ λυπημένο ύφος ο άνδρας). Ο
Κανάρης είμαι, ο Καναράκος...
Δυο δάκρυα στρογγυλά και μικρά, τόσο δα, έτρεξαν από τα
μάτια του και κύλησαν γρήγορα-γρήγορα στα μαγουλά του.
Τι να ιστορήσω στη συνέχεια; Όλοι καταλαβαίνουν...
Η ζωή τραβάει την ανηφόρα.
Οι κλί(ή)σεις αυξάνουν και οι στροφές πληθαίνουν.
Κανάρη ΟΛΟΙ σε αγαπάμε και σου στέλνουμε χίλια φιλιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου