ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
Ο θάνατος του αστρίτη και άλλες ιστορίες
εκδ. Κίχλη, σελ. 141
Ο θάνατος του αστρίτη και άλλες ιστορίες
εκδ. Κίχλη, σελ. 141
ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ

Δεν υπάρχει νοσταλγία για πατρογονικά χώματα, δεν υπάρχει θώπευση αναμνήσεων ούτε επιθυμία νεκρανάστασης. Ο Δημήτρης Κανελλόπουλος ενδιαφέρεται για την ενσάρκωση ενός αποτυπώματος, προσπερνά την αναμνησιολογία και έλκεται από την τραχύτητα της αληθινής ζωής στο χωριό. Αφηγείται τις ιστορίες του με πάλλουσα γλώσσα, που ρέει ανυπότακτη ανάμεσα σε φυλλωσιές και ξέφωτα, με τα σπέρματα μιας αρχαίας συνθήκης, εκείνης που έδενε τις δοξασίες με την ανάγκη. Γεμάτη μόχθο, θάνατο και σύμβολα, η γη της Ηλείας ανασυστήνεται σαν μήτρα παραδοξοτήτων, που η πραγματική ζωή τις όρισε ως κανονικότητα.
Ο Δημήτρης Κανελλόπουλος πιάνει το νήμα μιας παράδοσης στη διηγηματογραφία (αφιερώνει τη συλλογή στον Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο και ένα διήγημα στον Ηλία Λ. Παπαμόσχο) και προσφέρει τη δική του συμβολή ως πρόσφορο με αγνά υλικά. Οση γνησιότητα μπορεί να έχει η διαδρομή αυτής της συλλογής από λογοτεχνικές μινιατούρες, με άλλη τόση σκληρότητα ορίζεται η επίγευσή της. Εισβάλλει η δίνη του ενιαίου προνεωτερικού κόσμου, φθίνοντος αλλά ζωντανού, εκείνη η τραχιά έλξη του θανάτου, οι σπόροι της γης, η αγάπη του αλόγου, τα γιατροσόφια, τα ερωτικά απωθημένα, οι αιμομιξίες, οι κληρονομιές, το όνειρο της Αυστραλίας, ο θάνατος από δάγκωμα ενός αστρίτη. Οι πολλοί νεκροί στα διηγήματα του Δημήτρη Κανελλόπουλου παρελαύνουν, όπως ο Νικάκης, που «απάγαπε πολύ» και τον κουκούλωσε το ρέμα, η Τριαδούλα που κρεμάστηκε φουρκισμένη και τη βρήκαν μελανιασμένη, η Νταβέλαινα που τη βρήκαν στα μνήματα, από τη μέση και κάτω γυμνή, η Σαραντινιώ που τη βρήκαν στο πλυσταριό, στο καμαράκι της ταράτσας.
Ο κόσμος του Δημήτρη Κανελλόπουλου έχει ενοίκους παλικάρια και κόρες, δουλευταράδες και ακαμάτηδες, ραδιούργες μεσόκοπες, αλλά και τη Ροϊδούλα, που γεννήθηκε «μπαχαλό το δόλιο»... Ολοι συνθέτουν τη μεγάλη πινακοθήκη της ελληνικής επαρχίας, με ημερομηνίες γέννησης το 1890, το 1910 και το 1930. Με τη σκιά του παλιού κόσμου, «με τα βαγένια, τα δικράνια και τις τριχιές, τις καπιστριάνες του αλόγου και τον πάγκο... και τις μυρωδιές και τα χρώματα (...) όλα αυτά που γλιστρούν και χάνονται στη μνήμη...».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου