Πεντέμισι χρόνια στη Κτηνιατρική Σχολή Θεσσαλονίκης, είκοσι-οχτώ μήνες αεροπορία, πέντε χρόνια δουλειά σε χοιροστάσια στο Άργος και στη Κόρινθο και
να ‘μαι στην ηλικία του Χριστού, στην Ανδραβίδα,
σαν κρατικός κτηνίατρος.
Η Ανδραβίδα είναι μια αγροτική μικρή πόλη (4-5 χιλιάδες
κατοίκους) στον κάμπο της Ηλείας.
Τον καιρό της Φραγκοκρατίας ήταν πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου του Μορέως. Η μετέπειτα πορεία της και
μάλιστα στα νεώτερα χρόνια, παρά τη πλούσια γεωγραφική θέση, ακολούθησε εντελώς
φθίνουσα πορεία. Η κατάληξη πλέον να βρίσκεται η Ανδραβίδα κάτω από την απόλυτη
ιμπεριαλιστική επικυριαρχία των πολύ κοντινών πόλεων, Λεχαινών και Γαστούνης.
Πάντως για μένα, αυτός ο τόπος υπήρξε το πρώτο κοινωνικό και επαγγελματικό
σχολείο. Γι’ αυτό το λόγο, τα περισσότερα περιστατικά και γεγονότα, που αναφέρω
σε αυτό το πόνημα της ψυχής μου, έχουν διαδραματισθεί στην ευρύτερη περιοχή της
Ανδραβίδας. Εδώ γνώρισα από ανθρώπους
κάθε καρυδιάς καρύδι : το φιλόξενο, το
νομοταγή, τον πλεονέκτη, το νεόπλουτο, τον κεμπάρη, το χασικλή, τον ψευτόμαγκα,
το ρουφιάνο... Και με τι δε με τραπέζωσαν. Φαραώνι με κρεμμύδια, κόκορα με
χυλοπίτες, βραστό μουνούχι με αβγόσυκα, μέχρι φασολάδα και χλωρή
κρεμμυδοσαλάτα. Όσο φτωχός ήταν ο άνθρωπος τόσο ζεστός και καλός ήταν
μαζί μου. Οι έχοντες και περισσότερο οι κατέχοντες μου έβγαζαν πρώτα το λάδι
και μετά με φίλευαν κάτι. Αλλιώς ούτε μια απλή πορτοκαλάδα. Βέβαια ο νους σας
να μην πάει σε αμοιβές, παροχές και τοιαύτα καθότι απ’ αυτά τα τυχερά του
επαγγέλματος έβγαζα δεν έβγαζα τα τσιγάρα μου.
Δεν είχα προλάβει να γυρίσω στο σπίτι μου εκείνο το βράδυ.
Η ώρα θα ήταν γύρω στις δέκα με δέκα και μισή κι ό,τι είχα βγάλει τα παπούτσια
μου στο διάδρομο. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε το χερούλι της πόρτας να χτυπά σαν
δαιμονισμένο. Αμάν-λέω μέσα μου-για να δούμε τι θα μας τύχει κι απόψε.
Ήταν ο πρώτος
καιρός οπότε λόγω της σχετικής απειρίας κυριαρχούσε το συναίσθημα της φοβίας
και το σύμπτωμα της εφίδρωσης με όλα τα συνακόλουθά τους, αν και - όπως έλεγαν-
επεδείκνυα την ανάλογη πρεμούρα για τη δουλειά και την επιστήμη μου. Από το
χτύπο της πόρτας ξεχώριζα αν
ζητούσαν βοήθεια του κτηνιάτρου ή
όχι, οπότε έπραττα τα δέοντα, που καμιά φορά ήσαν και συμφέροντα.
Με το που αντίκριζα τα μάτια του ζώου που εκλιπαρούσαν για
βοήθεια και μάλιστα τα θεόρατα μάτια της αγελάδας, όλες οι φοβίες μου
εξαφανίζονταν. Πάντως τα επείγοντα περιστατικά και οι επίμονες αναζητήσεις του
κτηνιάτρου συμβαίνουν σε συχνή βάση κατά τις βραδυνές ώρες κυρίως για τα μεγάλα
ζώα. Οι φοράδες παραδείγματος χάρη
γεννούν πάντοτε το βράδυ, μετά το μεσάνυχτα.
Το μεγάλο μπέρδεμα γίνεται
στις δυστοκίες. Αρκετοί, κτηνοτρόφοι προσπαθούν να ξεγεννήσουν την
αγελάδα και αφού δεν τα καταφέρνουν τότε καλούν το κτηνίατρο, όταν πλέον το
πράγμα έχει φθάσει στο αμήν. Με τις πολύωρες καταπονήσεις το ζώο εξαντλείται σε μεγάλο βαθμό κι έτσι
δεν αντιδρά καθόλου φυσιολογικά (ωδίνες και ωθήσεις της ίδιας της μήτρας) και η
επέμβαση και του πιο καλού κτηνιάτρου αποβαίνει
μάταιη. Στην κακή πρόγνωση και στη δυσάρεστη απόληξη σε μεγάλο βαθμό συντελεί
και το εξής γεγονός. Τα νεογέννητα, ως έμβρυα μέσα στη μήτρα, περικλείονται
από έναν λεπτό μυώδη σάκο, τον πλακούντα.
Εντός του σάκου υπάρχει μεγάλη
ποσότητα υγρού, το αμνιακό υγρό, που
περιβάλει και περιβρέχει πανταχόθεν το έμβρυο. Το αμνιακό υγρό συμβάλλει στη
προφύλαξη και μερικώς στη θρέψη του εμβρύου. Η θρέψη γίνεται κυρίως μέσω των
αγγείων του ομφάλιου λώρου, που
τροφοδοτούν με θρεπτικές ουσίες το έμβρυο από τον οργανισμό της μητέρας. Στις
διεργασίες του τοκετού το αμνιακό υγρό παίζει μεγάλο βοηθητικό ρόλο. Υγραίνει
όλη τη γεννητική οδό (κόλπο, μήτρα) ώστε το νεογέννητο να γλιστρά και να
εξέρχεται όσο το δυνατό πιο εύκολα, απλά και μόνο με την επίδραση των
προωθητικών κινήσεων της μήτρας και των κοιλιακών τοιχωμάτων. Έτσι, λοιπόν,
όταν επί τέσσερις με πέντε ώρες παλεύει η μάνα να γεννήσει και τα υγρά έχουν
αποβληθεί, τότε η γεννητική οδός ξεραίνεται εντελώς με αποτέλεσμα το
νεογέννητο, που σ΄ αυτές τις περιπτώσεις παρουσιάζει ανώμαλη θέση και στάση,
είναι πολύ δύσκολο να γεννηθεί. <<Ήταν στραβό το κλίμα το έφαγε κι ο
γάιδαρος>>, άντε μετά να ξεγεννήσεις την αγελάδα.
Εκείνο λοιπόν το βράδυ, ανοίγω την πόρτα και να ο μπάρμπα
Κώστας με τη τραγιάσκα ψηλά στη κορυφή του κεφαλιού και το μισο-σαλιωμένο
τσιγάρο στα χείλη. Η τραγιάσκα, το τσιγάρο και οι γαλότσες ήσαν οι μόνιμες
ακολουθίες της παρουσίας του οποιαδήποτε
ώρα κι αν τον συναντούσες. Αν και ήμουν στην Ανδραβίδα μερικούς μήνες
μόνο, με αρκετούς κτηνοτρόφους γνωριζόμουν αρκετά καλά και η οικειότητα είχε υπερπηδήσει τους φράχτες και το κέλυφος
της φαινομενικής ευγένειας και τυπικότητας. Τέτοια ήταν και η σχέση με τον
μπάρμπα Κώστα .
-Θοδωράκη να με συμπαθάς για το ακατάλληλο της ώρας,
αλλά η Μαριώ δεν περιμένει κι όπου να ‘ναι γεννάει. Πάρε τα εργαλεία σου και
πάμε.
-Τι λες ρε μπάρμπα
Κώστα ; Είσαι σίγουρος ;
-Μα σοβαρά μιλάς,
τόσα χρόνια είμαι με τα ζώα, δε ξέρω πότε γεννάει η αγελάδα ;
-Εντάξει, έτσι το
είπα, περίμενέ με δυο λεπτά και φύγαμε.
Μέχρι να φορέσω μια φόρμα τα έβαλα με τον εαυτόν μου για
το άστοχο του ερωτήματος. Μια ζωή ο άλλος με τα ζώα, μέχρι που έφθασε να μιλούν
την ίδια γλώσσα, κι εγώ τον ρωτούσα εάν ήταν σίγουρος ότι γεννάει η αγελάδα. Οι
κτηνοτρόφοι με το που μπαίνουν το πρωί στο στάβλο αμέσως το μάτι τους πάει με
την πρώτη στο ζώο που κάτι έχει. Έστω οι
τρίχες κάποιου ζώου να είναι λίγο ανασηκωμένες ή αν αυτό δεν έχει φάει όπως
πρέπει ή έχει παραφάει λίγο και γενικά το παραμικρό μη φυσιολογικό το
αντιλαμβάνονται με το τσακ. Ας αφήσουμε τη βαρυστομαχιά, που την καταλαβαίνουν
και τα μικρά παιδιά τον καλούμενο Μετεωρισμό[1]. Πρώτη τους φροντίδα είναι
το πιάσιμο των αυτιών με τα χέρια, οπότε αμέσως καταλαβαίνουν αν το ζώο έχει
πυρετό ή όχι. Πόσο μάλλον όταν το ζώό πρόκειται να γεννήσει. Τότε είναι πολύ
ανήσυχο, χτυπάει τα πόδια του στο δάπεδο, πολλές φορές φτιάχνει τη φωλιά του
και γενικά κάνει μπαμ από μακριά. Οι
κτηνοτρόφοι είναι τζιμάνια και καταλαβαίνουν πάνω-κάτω και την ώρα που θα
γεννήσει το ζώο τους.
Μπαίνουμε, λοιπόν,
στο ‘’γιουγκάκι’’, που είχα τότε και ξεκινάμε.
Τις περισσότερες φορές με έπαιρναν οι ίδιοι οι κτηνοτρόφοι
με τα αγροτικά τους αυτοκίνητα, αλλά σε τέτοιες περιπτώσεις έπαιρνα το δικό μου
γιατί είχα μέσα όλα τα απαραίτητα υλικά και εφόδια. Μη νομίσετε κανά κινητό γιατρείο, απλά μερικά εργαλεία και φάρμακα πρώτης ανάγκης
(κορτιζόνη, τοπικό αναισθητικό, απομορφίνες και ατροπίνες για δηλητηριάσεις,
οξυτοκίνη για να φέρνει τους πόνους του
τοκετού, βελόνες , ράμματα, βελονοκράτη
και μερικά άλλα πρώτης ανάγκης που λέμε.).
Ύστερα από καμιά δεκαριά χιλιόμετρα ντάκα-ντούκα στις
λακκούβες με λασπόνερα, να ‘μαστε στο στάβλο. Με το κατέβασμα, δεν πρόλαβα να
κλείσω την πόρτα του αμαξιού, κι ακούω ένα μακρόσυρτο μούγκρισμα . Ήταν τόσο
σπαρακτικό σαν τους θρήνους της χαροκαμένης μανιάτισας. Συνήθως τα ζώα του
στάβλου όταν έρχεται το αφεντικό τους, το παίρνουν χαμπάρι και όλα μαζί
φωνάζουν ζητώντας τροφή. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, θρηνούσε απεγνωσμένα
η επίτοκος αγελάδα, η κυρά Μαριώ. Καλούσε σε βοήθεια. Είχε γυρίσει το κεφάλι
και τα πελώρια της μάτια και πρόσμενε. Το
βαθύ βλέμμα και η φωνή της, γεμάτη καημό και εγκαρτέρηση, σου κομμάτιαζαν την καρδιά.
- Έλα ρε γιατράκο,
να σε φιλήσω. Άντε μου βιάσου και βάλε ένα χεράκι γιατί κάπου το μωρό έχει
πιαστεί κι όσο να τανιέμαι δε γίνεται τίποτα, μου λέει η Μαριώ όταν με αντίκρισε.
Η ουρά ήταν ανασηκωμένη και τα χείλη του αιδοίου είχαν
ανοίξει στα δύο όπως το γινωμένο ρόδι μετά από βροχή ή καλλίτερα, όπως το περιγράφει ο Εμπειρίκος στο «Μέγαλο
Ανατολικό», χαίνον και απύθμενον.
Πρώτη δουλειά να
ανασκουμπώσω το αριστερό μου χέρι μέχρι ψηλά τον ώμο, να φορέσω ένα μεγάλο
γάντι και ΄΄επί τω έργω΄΄. Με το που έχωσα λίγο το
χέρι, έτσι για να αποκτήσω μια άμεση και γρήγορη αντίληψη της όλης κατάστασης,
πιάνω ένα σκληρό όγκο μεγέθους γροθιάς,
διαιρεμένο στη μέση. Αμέσως εντοπίζω ότι πρόκειται για τη χηλή[2] ενός μπροστινού ποδιού του
μοσχαριού. Ψάχνω να βρω και το άλλο πόδι αλλά τίποτα[3]. Σπρώχνω το χέρι πιο
βαθιά, αλλά η πίεση από όλα τα παρακείμενα μόρια με εμποδίζει σφόδρα. Μετά από
μερικές αποτυχημένες προσπάθειες βγάζω
το χέρι μου. Αμάν τώρα τι κάνουμε,
σκέπτομαι. Από τη μια μεριά τα αίματα και τα άλλα υγρά μαζί με την βρώμικη
ατμόσφαιρα και από την άλλη ο ιδρώτας από την αγωνία χειροτέρευαν την όλη
κατάσταση.
-Μπάρμπα Κώστα
τρέξε και φέρε μια μεγάλη μπουκάλα λάδι.
Μέχρι να έρθει το λάδι κάνω μερικές
ενέσεις (οξυτοκίνη και διάλυμα ασβεστίου) για να τονώσω τον οργανισμό της
αγελάδας, αν και η Μαριώ στεκόταν ζωηρή
και αυτό βοηθούσε πολύ τα πράγματα. Φανταστείτε η επίτοκος να βρισκόταν
σε αδύνατη κατάσταση τότε θα είχα να
αντιμετωπίσω δυσκολότατες και οδυνηρότατες παραμέτρους.
Ανοίγω λοιπόν το μπουκάλι, τοποθετώ το στόμιο μέσα
στο κόλπο και ρίχνω γύρω στα τρία λίτρα
λάδι. Τοποθετώ το ένα μου χέρι βαθιά πάνω στο σώμα του μοσχαριού και με το άλλο στη χηλή του ποδιού και σπρώχνω με όλη
μου τη δύναμη. Πράγματι σε λίγο, λόγω της λίπανσης και της ολισθηρότητας όλης
της γεννητικής οδού (κόλπος και μήτρα) το μοσχαράκι άρχισε να κουνιέται και γλιστρά προς τα μέσα.
Έτσι μετά από
επίμονους και ήπιους χειρισμούς , τα δυο πόδια μαζί πήραν την κατάλληλη φορά
προς την έξοδο.[4]
Αμέσως μετά έδεσα τα δυο πόδια στις άκρες μ΄ ένα σχοινί και αρχίσαμε με τον
μπάρμπα Κώστα να τραβάμε αργά και
σταθερά με όλη μας τη δύναμη. Κι όμως το μοσχαράκι λόγω μεγάλου μεγέθους
δεν έβγαινε, είχε σφηνώσει. Ήταν η στιγμή του μοχλού, που γι αυτές τις
περιπτώσεις είναι εργαλείο πρώτης ανάγκης σε όλους τους στάβλους. Με το τρίτο
γερό τράβηγμα, κρακ το μοσχαράκι επιτέλους ξεκόλλησε και με μιας βγήκε
ολόκληρο. Ήταν ταλαιπωρημένο και μισολιπόθυμο. Αμέσως το σηκώνουμε από τα πίσω
πόδια κι αφού καθάρισα όσο μπορούσα τους ρώθωνες από τα υγρά που είχαν
εισχωρήσει, άρχισα να φυσώ όπως στο φιλί της ζωής και να κάνω μαλάξεις στην
καρδιακή χώρα. Τι απεριόριστη χαρά ένοιωσα όταν άρχισε να σαλεύει και να βγάζει
το πρώτο μου-ου. Ανακουφίσθηκα κι εγώ κι ο μπάρμπα Κώστας. Για άλλο λόγο ο
καθένας νοιώσαμε μια γλυκιά ικανοποίηση.
Κατάκοπος πλέον, γεμάτος αίματα, υγρά,
λάδια ανακατωμένα με άχυρα και σβουνιές, απόθησα επάνω σε μια μπάλα σανό κι
άναψα ένα τσιγαράκι.
Η Μαριώ, γεμάτη μητρική στοργή,
έγλειφε το νεογέννητο που σε λίγο κιόλας έπιασε τη ρώγα κι άρχισε να βυζαίνει.
Χαράμι κι ο κόπος κι όπως έγινα. Όλα ξεχνιούνται και μηδενίζονται μπροστά στο
αποτέλεσμα. Αλλιώς όλα φταίνε, άστα να πάνε.
Ύστερα από λίγη ώρα, ξανάβαλα το χέρι
μου στη μήτρα για να ρίξω μερικές κάψουλες με αντιβιοτικό ( ΄΄πεσσοί μήτρας΄΄
είναι η ιατρική ορολογία) για να μην έχουμε καμιά μόλυνση, μητρίτιδα (φλεγμονή
της μήτρας ) ή κατακράτηση του πλακούντα.[5]
Δεν πρόλαβα να βάλω το χέρι μέσα και ξεφώνησα από την έκπληξη και τη χαρά που ένοιωσα. Με
τη πρώτη είχα πιάσει δυο ποδαράκια κι ένα κεφαλάκι ενός άλλου μοσχαριού.
-
Μπάρμπα Κώστα, φώναξα, τρέξε, έχουμε κι άλλα γεννητούρια και μ΄
ένα ελαφρό τράβηγμα βγαίνει και η δεύτερη δίδυμη.
Ήταν η πρώτη φορά που ξεγένναγα διπλάρια μοσχαράκια και
τόσο πολύ το χάρηκα.
Εν τω μεταξύ, η ώρα είχε πάει δύο μετά τα μεσάνυχτα και με
χίλια ευχαριστήρια επήρα το δρόμο για το γυρισμό με το ραδιόφωνο του
αυτοκινήτου να παίζει δυνατά «δυο πόρτες
έχει η ζωή άνοιξα μια και μπήκα...».
Ο μπάρμπα Κώστας κράτησε για ζωή και τις δυο μοσχίδες μια
και ήσαν από καλό σόι. Η μάνα τους έδινε τριάντα λίτρα γάλα στην κάθε αρμεξιά.
Όποτε περνούσα από το στάβλο, πήγαινα και χτύπαγα
χαϊδευτικά το λαιμό της Ρούλας και της Κούλας
κι αυτές μου έγλειφαν το χέρι λες και είχε καταγραφεί στο υποσυνείδητό
τους ότι εγώ είχα βοηθήσει να έρθουν στη
ζωή. Τα ζώα πάντοτε ανταποδίδουν την
ευγνωμοσύνη
τους.
[1] Οι αγελάδες, τα μοσχάρια, τα βουβάλια, που όλα καλούνται
βοοειδή, οι γίδες και
τα πρόβατα λέγονται όλα μαζί μηρυκαστικά
επειδή μηρυκάζουν την τροφή τους- αναχαράζουν κατά το κοινώς λεγόμενο- . Όλοι
οι οργανισμοί του ζωικού βασιλείου έχουν
έναν στόμαχο. Τα μηρυκαστικά όμως
έχουν τέσσερις: Μεγάλη κοιλία, Κεκρύφαλο,
Εχίνο και Ήνυστρο. Οι τρεις πρώτοι
αποτελούν τους προ-στομάχους. Μετεωρισμό
καλούμε τη πεπτική ανωμαλία της μεγάλης κοιλίας, τη βαρυστομαχιά που λένε οι
κτηνοτρόφοι, όπου οι τροφές στουμπώνουν και ούτε προωθούνται αλλά και ούτε
επανέρχονται στο στόμα δια του μηρυκασμού, με τελικό αποτέλεσμα την
υπερδιόγκωση της μεγάλης κοιλίας - παρ’ όλο το μεγάλο όγκο που έχει - πράγμα
που φαίνεται εμφανέστατα περίπου στη μέση της αριστερής πλευράς του ζώου. Αυτή η ιστορία έχει πολλά
και διάφορα αίτια και αρκετές μορφές. Η πιο κρίσιμη μορφή και πιο συνηθισμένη
είναι όταν μαζί με το περιεχόμενο(τροφές, γαστρικά υγρά ) συγκεντρώνονται και
μεγάλες ποσότητες αερίων. Στις περιπτώσεις του μετεωριμού χρησιμοποιούνται τα
ευστόμαχα. Οι κτηνοτρόφοι όμως και τι δεν έχουν δοκιμάσει, από ήπια υγρά -
λάδι, κόκα κόλα μέχρι μαύρα ορυκτέλαια από συνεργεία αυτοκινήτων. Στις επείγουσες περιπτώσεις που η αγελάδα παρουσιάζει έντονα προβλήματα
αναπνοής και είναι επικίνδυνο να σκάσει, τότε αμέσως με ένα ειδικό καρφί, το
ονομαζόμενο τροκάρ, τρυπάμε τη
μεγάλη κοιλία, στο πιο διογκωμένο σημείο, για να βγούνε τα αέρια και να
ξεφουσκώσει το ζώο, να ξελαφρώσει.
[2] Το άκρο του ποδιού των μονόνυχων ζώων όπως τα άλογα, καλείται οπλή, ενώ των μη μονόνυχων όπως τα βοοειδή, αιγοπρόβατα
καλείται χηλή.
[3] Σε φυσιολογικό τοκετό η θέση και
το σχήμα του νεογέννητου συνήθως είναι ορισμένη. Πρόσθιο και παράλληλο. Στις
αγελάδες το μοσχαράκι έρχεται μπρούμυτα με το κεφαλάκι του ανάμεσα στα
μπροστινά πόδια, οπότε το πρώτο που αρχίζει να εξέρχεται στη γέννα είναι τα δυο
πόδια.
[4] Συμβαίνουν πολλές ανώμαλες
στάσεις και θέσεις των μελών του σώματος (πόδια, κεφάλι) του νεογέννητου, που
καθιστούν την έξοδο - γέννηση αδύνατη, εάν πριν δεν επαναδιαταχθούν κανονικά.
Οποιαδήποτε κάμψη του ποδιού στον αγκώνα ή στον ώμο σφηνώνει το νεογγέννητο,
οπότε μαζί με την έντονη ξηρότητα της περιοχής λόγω της πρώιμης αποβολής των
εμβρυϊκών υγρών (έσπασαν τα υγρά έλεγαν
οι πρακτικές μαμές στα χωριά) ο τοκετός καθίσταται δύσκολος αν όχι αδύνατος.
Μια συχνή δυστοκία είναι να έρχεται το μασχαράκι με το ένα πόδι και το άλλο να
έχει κάμψη στον αγκώνα κι έτσι να μη χωράει να βγει από τη λεκάνη της μητέρας.
Σ΄ αυτή την περίπτωση συλλαμβάνουμε το
μη ορατό πόδι και το επανακάμπτουμε απαλά - απαλά, ή, σε αποτυχία αυτού του
εγχειρήματος, σπρώχνουμε ολόκληρο το σώμα πιο βαθιά στη μήτρα και σιγά - σιγά
το γυρίζουμε ώστε να έρθει κανονικά, με
τα δυο πόδια μπροστά και το καφαλάκι ανάμεσα. Αυτή η δυστοκία έτυχε στη
προκειμένη περίπτωση της Μαριώς.
[5] Ο πλακούντας εξέρχεται φυσιολογικά μέσα στο πρώτο οχτάωρο από τη
γέννα και πέφτει. Πολλές φορές όμως συμβαίνει λόγω τοπικής μόλυνσης να μην
πέφτει. Σε αυτές τις περιπτώσεις επεμβαίνουμε εμείς οι κτηνίατροι, οπότε με το
ένα χέρι ξεκολλάμε τον πλακούντα από τις κοτυληδόνες της μήτρας.(Κοτυληδόνες: σφαιρικοί σχηματισμοί του
τοιχώματος της μήτρας, μαλθακής σύστασης και υφής, όπως ακριβώς ένα κομμάτι
τυρί φέτας με τρύπες.) και με το άλλο τον τραβάμε προς τα έξω. Δια των
κοτυληδόνων αφενός επιτελείται μέρος της θρέψης του εμβρύου και αφετέρου συγκρατείται
περίπου σταθερός ο πλακούντας με όλο του το περιεχόμενο (έμβρυο και
υγρά).Αρκετές φορές ο πλακούντας πέφτει κι ο κτηνοτρόφος δεν τον παίρνει
χαμπάρι γιατί τον τρώει η αγελάδα, οπότε ψάχνουμε και δεν βρίσκουμε τίποτα.
Καμιά
φορά συμβαίνει και το εξής περιστατικό, στο οποίο οι κτηνοτρόφοι έχουν δώσει
τραγελαφικές διαστάσεις.
Ολόκληρη
η μήτρα, κυρίως μετά το τοκετό, για διάφορους λόγους που δεν είναι του
παρόντος, εξέρχεται αντεστραμμένη από το
αιδοίο και τεράστια όπως είναι (κατά την εγκυμοσύνη αυξάνεται σε όγκο περίπου
εβδομήντα φορές) φθάνει λίγο πάνω από το χώμα. Η εκστροφή γίνεται όπως περίπου
το μανίκι του σακακιού από τον ώμο. Οι κτηνοτρόφοι, αντικρίζοντας την εκστροφή της μήτρας με τις κοτυληδόνες
να μοιάζουν σαν τις βεντούζες στα πλοκάμια του χταποδιού, καλούν τον κτηνίατρο
λέγοντας ότι η αγελάδα ή η γίδα ή η
προβατίνα τους έχει χταπόδι (δες τη
σχετική φωτογραφία). Άλλοι ισχυρίζονται ότι το ζώο το έφαγε φίδι και άλλοι ότι
πρόκειται για έργο του εωσφόρου. (και δώσε μάγια, αναμμένα κάρβουνα κι άλλες
δεισιδαιμονίες)
Η επανόρθωση της εκστρεφομένης μήτρας για έναν
κτηνίατρο είναι από τα πιο κοπιαστικά περιστατικά που συμβαίνουν όμως αρκετά
συχνά. Αρχικά κάνουμε μια τοπική αναισθησία (στη κυριολεξία πρόκειται για
ραχιαία αναισθησία, όπου με μια βελόνα εκχύνουμε μια ποσότητα τοπικού αναισθητικού,
κυρίως ξυλοκαϊνη, εντός του σωλήνα της Σπονδυλικής Στήλης, οπότε για μια ώρα
περίπου επέρχεται πλήρης μυοχαλάρωση ολόκληρου του οπισθίου σώματος ,
συμπεριλαμβανομένης της γεννητικής οδού και όλης της περινεϊκής χώρας , όπως
καλείται η περιοχή γύρω από το αιδοίο. Έτσι γίνεται και ο ανώδυνος τοκετός των
γυναικών. Στη συνέχεια καθαρίζουμε και πλένουμε επισταμένως όλη τη μήτρα -εάν
έχουμε φυσιολογικό ορρό έχει καλώς, αλλιώς με νεράκι του θεού- και με ήπιες
κινήσεις, με τη γροθιά ή με τη βοήθεια ενός μπουκαλιού, την ανατάσσουμε στη
προηγούμενη, φυσιολογική της θέση. Η μεγάλη ατυχία είναι, που ενώ με χίλια
βάσανα έχεις επαναφέρει τη μήτρα, ξαφνικά να τανιέται η αγελάδα και να πετάει πάλι τη μήτρα έξω. Άντε πάλι
από την αρχή. Και αυτό να επαναλαμβάνεται
και δύο και τρεις φορές. Καταλαβαίνετε λοιπόν το δράμα του πράγματος. Να
είσαι από μια μεριά να δεις τι αγίους του εσωτερικού και του εξωτερικού
κατεβάζει ο κτηνίατρος άμα συμπέσει και είναι βλάσφημος. Στο τέλος για να
σταθεροποιήσουμε τη μήτρα στη θέση της και να αποτρέψουμε τυχόν υποτροπή της
ίδιας ιστορίας ράβουμε τα χείλη του αιδοίου με χοντρό ράμμα «δίκην βαλαντίου»
κι έτσι μένουμε ήσυχοι.
Σε μια τέτοια περίπτωση, ένας γέρος μου είπε μια
φορά : τι σκοτώνεσαι ορέ γιατρέ, εδώ από
καταβολής του κόσμου δεν σταθεροποιήθηκε το πράμα της γυναίκας κι ο ψαράς έπαψε
να τρώει ψάρια κι εσύ δένεις τη χαμογελάιδα; Κι εννοούσε αυτό της αγελάδας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου