theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2018

ΤΑΔΕ ΕΦΗ ΝΤΟΚ.....


Είναι δυνατόν πολλοί να έχετε διαβάσει τα παρακάτω τρια κείμενα στο FB που δημοσιεύθηκαν από τον Ζαχαραίο φίλο μας Δημητράκη Γεωργακόπουλο. Ναι είναι ο γνωστός μας Ντοκ, που ζει και "εφημερεύει" στη Χαλκίδα. Τα δύο πρώτα είναι πολύ καλές λογοτεχνικές ψηφίδες, το δε τρίτο είναι ένα πολιτικό, "μανιφέστο", στο οποίο θα απαντήσει  άλλος φίλος, Δημητράκης κι αυτός, Κουκουλάς από το Πυργάκι Μεσσηνίας που είναι και συγγραφέας  του πολυφημισμένου βιβλίου "ΟΙ ΑΡΙΣΤΕΡΙΣΤΕΣ".  
 Α]  ΣΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ ΤΟΥ ΘΩΜΑ 

Χώθηκα απόψε στην ταβέρνα «ΤΑ ΠΙΑΤΟΚΑΜΏΜΑΤΑ» του φίλου μου του Τάσου του Θωμά στ΄ Αλάτσατα.

Το κρασί ροζέ τοπικό, κυλούσε ευχάριστα στον ουρανίσκο κι οι μεζέδες νόστιμοι κι ακόμα νοστιμότεροι με τις πενιές του μπουζουκιού και το ακόρντο της κιθάρας.
Τα πίναμε, τα λέγαμε, κάναμε και το χάζι μας επί των διερχομένων καθότι τύχη καλή μας έστρωσε κοντά στους καθρέφτες που γίνονται οι ψιλοδιορθώσεις των κοριτσιών συχνά, πυκνά.
Η νύχτα τραβούσε το χαβά της με τραγούδια και χορούς κυκλωτικούς, με ζεμπεκιές κι ολίγα τσιφτετέλια ώσπου…
…σκάσαν οι πρώτες πενιές από την «πριγκηπέσσα» του Μάλαμα.
Πετάχτηκε σαν βέλος πάνω απ΄ τα τραπέζια, πάνω απ΄ τα κεφάλια μας ίσως, πάνω από τ΄ ανθρώπινα σίγουρα και τον χρόνο.
Βρέθηκε στην μέση της πίστας άνοιξε τα χέρια της, όχι, τα φτερά της κι έγινε ένα με το πάτωμα και το ταβάνι, με το τραγούδι που της μιλούσε στην ψυχή, στα κύτταρα της όλα και χόρεψαν τα πρόσωπά μας, τα μάτια μας, οι καρέκλες και τα τραπεζομάντηλα και τα ποτήρια.
Πώς να δώσεις ετούτη την εικόνα της έκστασης;
Ποιες λέξεις, ποιοι πίνακες ζωγραφικής, ποιοι στίχοι;
Χόρευε το είναι της όλο και τραγουδούσε «το φως σου και το φως μου χορεύουν γύρω μας, απίστευτος ο κόσμος κι ο χαρακτήρας μας»
Η γυναίκα που ήταν ίσως, η πριγκηπέσσα Ιζαμπώ του Τερζάκη, μυστήριο και περιπέτεια μιας άλλης εποχής.
Γιατί είναι μιας άλλης εποχής αυτή η γυναίκα πούχει μακριά κοτσίδα τα λευκά μαλλιά της και τα πόδια της- που ζωγράφιζαν όλη την μαγκιά της ζεμπεκιάς- σ΄ ένα φθαρμένο τζην κολλημένα. 
Εβδομήντα πλας είπε η κουτσομπόλα του μαγαζιού λες κι έχει ηλικία το πάθος για ζωή, λες και χωράει σε ληξιαρχικά βιβλία ετούτη μέθεξη.
Χόρευε κι άφηνε στο χρόνο, την περιφρόνηση της σε στροφές κι ανέβαινε κι υψωνόταν και τον χλεύαζε.
Μια γυναίκα απόψε, ένα αερικό, μια ορειάδα, μια νύμφη των δασών, μια ΓΥΝΑΙΚΑ.
Β]  Με έχει κλείσει ένα αυτοκίνητο Με έχει κλείσει ένα αυτοκίνητο στο πάρκινγκ πίσω από την Περικλεως Σταύρου.Περιμένω πέντε λεπτά, ανάβω τσιγάρο, δέκα, τριάντα λεπτά, πουθενά!

Ρωτάω γύρω στα μαγαζιά κανένας δεν ήξερε τον αυθαίρετο οδηγό. 

Στέλνω την κόρη μου στο σπίτι με ταξί και περιμένω.
Ξεφουσκώνω το ένα λάστιχο, περιμένω άλλα δέκα λεπτά ξεφουσκώνω και το άλλο.
Ανάβω δεύτερο τσιγάρο και περιμένω. 
Τα νεύρα μου σμπαράλια.
Έχουν περάσει πενήντα λεπτά και δεν φαίνεται κανένας.
Ξεφουσκώνω και τα άλλα δύο λάστιχα.
Τα νεύρα μου αρχίζουν να ηρεμούν.
Κάθομαι σε μια σκάλα, κάπως μακριά και χαζεύω στο ιντερνετ.
Μετά από λίγη ώρα, τι λίγη δηλαδή, μια και παραπάνω συνολικά, κατεβαίνει ωραιοτάτη και ευτυχής με τσάντες γεμάτες ψώνια η κάτοχος του αυτοκινήτου.
Μπαίνει μέσα, βάζει μπροστά και ξεκινάει.
Θα πήγε δυό τρία μέτρα με τις ζάντες και σταμάτησε. 
Ακριβώς όσο χρειαζόμουν για να φύγω, σκέφτηκα.
Ο θόρυβος εκκωφαντικος από τα άδεια λάστιχα.
Πετάχτηκε έξω και άρχισε να βρίζει θεούς και δαίμονες.
Ηρέμησα τελείως, μπήκα στο αυτοκινητό μου κι έφυγα.
Το ραδιόφωνο έπαιζε το " ο Γιάννης, ο φονιάς, παιδί μιας Πατρινιάς κι ενός Μεσολογγίτη¨ Χτζιδάκις σε στίχους Γκάτσου.
------------------------------------------------
Γ] Κύριον Μάκην
Ενταύθα.

Έργα στον Καϊάφα εξήγγειλε με πομπώδη ανακοίνωση ο κυβερνητικός βουλευτής, ο Μάκης, που είχε φάει ξύλο καντάρια όταν ήταν νέος στο Πολυτεχνείο και φάνταζε ήρωας
στα μάτια μας.
Όχι δεν λέει ακριβώς, δι ενεργειών μας, το υπονοεί όμως σαφώς ο Μάκης κι ο Βάρναλης ,αυτός ο παλιόγερος, ψιθυρίζει στ΄ αυτί μου «που ήσουν νιότη πούλεγες πως θα γινόμουν άλλος»

Μπήκε λοιπόν κι ο Μάκης το λεβεντόπαιδο - που τις έτρωγε στην Χούντα και γελούσε- στον σπαστήρα βράχος και βγήκε χαλίκι.
Πούλησε την δική μας την πραμάτεια και πήρε ένα γραφείο όλο καρυδιά και καρέκλες άβολες για να μην θρονιάζονται οι πρώτοι, τις μέρες που δέχεται ο βουλευτής εις Πύργον Ηλείας τους πολιτικούς του φίλους.
Πήρε και φρουρό ο Μάκης, όχι από κείνους που τον έδειραν, αυτό έλειπε, νεώτερης γενιάς, αστυφύλακα πάντως και κάθε που τον βλέπει του διορθώνει μ΄ επιμέλεια τον μπερέ του Λαϊκού πολιτοφύλακα με το κόκκινο αστέρι της επανάστασης στο κέντρο.
Στο πολυτελές αυτοκίνητο των περιοδειών η μουσική στην διαπασών παίζει την Διεθνή και το επέσατε θύματα αδέλφια εσείς. ασταμάτητα.
Χαμηλώνει μόνον άμα τον καλέσει ο κομματάρχης από το χωρίον Φασκομηλιά – Ζαχάρως ή κάποια ιδιαιτέρα για το ηδονικό «ετελείωσε».
Έτσι πορεύεται ο τόπος αιώνες τώρα άλλοτε με ρεντικότες, άλλοτε με γραβάτες κι άλλοτε χωρίς, μα πάντα με τις ίδιες δοκιμασμένες συνταγές, διάβαζε ελπίδες, προσδοκίες, όνειρα.
Είπα λοιπόν για τον Μάκη και πλάτιασα, με τους θυμούς και τις γκρίνιες μου, η έγνοια μου ήταν άλλη κι είχε να κάνει με τα έργα στον τόπο που δεν έχει ταίρι στην ομορφιά.
Εκεί λοιπόν, κύριε Μάκη, έζησα τα παιδικά και τα εφηβικά μου χρόνια.
Τα δέντρα, η λίμνη, η θάλασσα, το σπήλαιο των Ανιγρίδων νυμφών, το νησί, οι αμμόλοφοι με ξέρουν με το μικρό μου όνομα και το παρατσούκλι μου, με φωνάζουν από μακριά στις επισκέψεις μου, δεκαετίες τώρα.
Αυτές οι επισκέψεις, προσκύνημα είναι ξέρεις,από τότε που έσφυζε από ζωή η περιοχή, που περνούσε τους παραθεριστές η βενζινάκατος από το νησί στα λουτρά αγκομαχώντας.
Από τότε που καθίσαμε με την Ελένη, την Χριστίνα, την Άννα, τα πυρωμένα καλοκαίρια κάτω από του Σεληνιάρη την πεύκα που την είχε βαφτίσει ο φίλος μου ο Νίκος έτσι κι έμεινε, σκιά και λούφα της ταραχής και του πόθου.
Αν πας κοντά θα σου φέρει η όστρια τις μικρές κραυγές των κοριτσιών, τα μη και τα όχι, τα αχ, τα γλυκερά λόγια και τις απατηλές υποσχέσεις.
Εκεί που ξαποσταίνουν τα πουλιά πριν το μεγάλο ταξίδι, που χώνεται στο μελτέμι το πέλαγος στης λίμνης τ΄ απόκρυφα.
Στα λέω κύριε Μάκη για νάχεις έγνοια, να σεβαστείς τον τόπο, το αριστούργημα της φύσης που δεν το άγγιξαν μήτε ζωγράφοι, μήτε ποιητές από φόβο μην το αδικήσουν.
Διακριτικά, με κατεβασμένα μάτια, όπως μιλάς σε μια γυναίκα που την αγαπάς πολύ.
Υ.Γ. Να ξέρεις, τα μάτια μας θα είναι καρφωμένα εκεί, νύχτα και μέρα.

4 σχόλια:

  1. Τι να πω και γω που του έδωσα χρόνια από τα νιάτα μου και με αντάμειψε με σονάτες του σεληνόφωτος. Εκεί και στην παραλία που είναι έργα του θεού, ξεχνώ τις πράξεις των ανθρώπων. Αριστείδης.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αριστείδη για πια παραλία μιλάς και πια τα έργα του θεού; Πιστεύω να μην αναφέρεσαι στην παραλία του Αγίου Νικολάου, που οι πράξεις των ανθρώπων σκέπασαν τα έργα του θεού.

      Διαγραφή
  2. Δημήτρης Γεωργακόπουλος6 Νοε 2018, 7:07:00 μ.μ.

    Αριστείδη, μιλάς για τον Καϊάφα ή για τον Μάκη;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. ΣΕ συνδυασμό. στις μεγάλες χαρές πας στα όργανα όπου κι αν βροντάνε. Στις μεγάλες απογοητεύσεις πας στους ναούς της φύσης,για να μην καταλήξεις έγκλειστος σε μοναστήρι η κλινική. Μήπως αυτό θέλουν οι σημερινοί εξουσιαστές ( υπηρέτες ) όμως του συστήματος με αριστερή ( μόνο ) ετικέτα? ΑΡΗΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή