theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2020

Κατερίνα Αγγελάκη - Ρούκ

Γράφω πάντα πρωί. Γράφω πάντα λυπημένη.
Αισθάνομαι ένα κενό και αυτόματα έρχεται το ποίημα σαν φάρμακο.
Ποτέ δε με παίδεψαν οι λέξεις.
Είχα απόλυτη πίστη σε αυτές, και τώρα ακόμη περισσότερη.
Καμιά συνταγή δεν υπάρχει στην ποίηση. Κάποια στάδια μόνο.
Στάδιο πρώτο: Πρέπει να έχεις κάτι ποιητικό μέσα σου,
το οποίο μπορεί να γεννηθεί από κάτι που συνέβη στη ζωή σου.
Δεύτερον και πολύ σημαντικό να έχεις ένα περιβάλλον που βοηθάει.
Εγώ είχα την τύχη να μεγαλώσω με έναν πατέρα
που ήταν πολύ μορφωμένος, μια μητέρα που λάτρευε την ποίηση,
και φυσικά τον νονό μου τον Νίκο Καζαντζάκη.
Κάτω από τη σκιά του έζησα.
Είμαι γέννημα ενός λάθους.
Τρεις εβδομάδες αφού γεννήθηκα προσβλήθηκα από σταφυλόκοκκο.
Αν είχα γεννηθεί έξι μήνες μετά,
θα είχε ανακαλύψει ο Φλέμινγκ την πενικιλίνη, που θα με έσωνε,
και δε θα είχα ταλαιπωρηθεί στη ζωή μου.
Για έξι μήνες...
Πλήρωσα ακριβά το εισιτήριο στη ζωή με την αναπηρία που έχω.
Από εκεί και πέρα όμως, πήγαν όλα καλά.
Είχα τους ιδανικούς γονείς,
τον ιδανικό σύντροφο, τον Βρετανό Ρόντνεη Ρούκ,
το ιδανικό σπίτι στην Αίγινα.
Δεν αισθάνθηκα ότι κάτι μου οφειλόταν και δεν μου δόθηκε.
Ο Καβάφης με σημάδεψε από πολύ νωρίς.
Αυτό που με τρέλαινε στον θαυμασμό
ήταν ότι κάθε λέξη είχε σοφία και ουσιαστική ποίηση.
Δεν πρόδιδε η μία την άλλη. Σαν δίδυμες αδερφές.
Η σοφία και η ποίηση.
Δεν ξέρω πως θα είχα χειριστεί την αναπηρία μου
αν δεν έγραφα ποιήματα.
Υποσυνείδητα χρησιμοποίησα την ποίηση για φάρμακο.
Για να αντέξω την αναπηρία μου.
Άλλοι έχουν τη θρησκεία, άλλοι έχουν τα παιδιά τους,
εγώ έχω την ποίηση.
Έχω μια αόριστη θεματική στο μυαλό μου,
πιάνω το μολύβι και ξαφνικά
η μία λέξη βγάζει άλλη μία λέξη και η επόμενη βγάζει άλλη,
και στο τέλος βγαίνει το ποίημα.
Έτσι γράφω.
Δεν ξέρω τι θα πει ματαιοδοξία.
Δε θυμάμαι ποτέ να έχω γράψει κάτι για να τυπωθεί.
Κι έπειτα ήμουν τυχερή με επιτυχίες από την πρώτη εμφάνιση,
στα δεκαεφτά μου χρόνια.
Οπότε, δεν υπήρχε λιβάδι για να φυτρώσει η ματαιοδοξία.
Όμως, τώρα τελευταία,
με ενοχλεί αφόρητα η λύσσα για προβολή των νέων.
Εγώ ήξερα ότι,
όταν γράφεις ποίηση δεν περιμένεις τίποτα.
Δίνω τα πάντα, τα ποιήματά μου, τις διακρίσεις μου,
Όλα,
προκειμένου να ξαναπάρω τα νιάτα μου πίσω.
Τα γηρατειά δεν καταπίνονται εύκολα.
Με πληγώνουν.
Όσο καλές και να είναι οι συνθήκες, πλησιάζεις στο τέλος.
Η ιδέα του μέλλοντος σε εμπνέει, σε σπρώχνει μπροστά.
Η ηλικία μειώνει την ιδέα του μέλλοντος.
Είμαι 80 ετών. Έχει τελειώσει το τρίπτυχο.
Η ιδέα του θανάτου με δηλητηριάζει.
Όπως είπε κάποιος μεγάλος,
δύο πράγματα δε μπορείς να κοιτάξεις κατάματα.
Τον ήλιο και τον θάνατο.
========================

Να σε λένε Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Του Κώστα Καναβούρη/ ΑΥΓΗ
Λέξη προς λέξη έδειξε την ελπίδα. Για όλα. Αυτό το κουράγιο για όλα, που κάνει τον Γολγοθά αίτημα λυγρής φιλοσοφίας και ποίημα σιωπής μέσα σε ποίημα που θέλει να σιωπήσει κι άλλοτε το καταφέρνει, άλλοτε όχι

Να ξέρετε: Η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ υπήρξε ένας μεγάλος άνθρωπος. Τόσο μεγάλος που δεν της πρέπει αποχαιρετισμός. Τώρα, ακριβώς την στιγμή που της συνέβη ο θάνατος, θα πρέπει όλοι να αρθούμε στο ύψος αυτής της στιγμής. Και να μην αποχαιρετήσουμε, αλλά με σεβασμό και απέραντη αγάπη να πούμε ξανά τα λόγια μιας οδυνηρής ποίησης όπως εκείνη που εγκατέλειψε πίσω της.
Η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ. Ένα παιδί που έσκυβε ξεθάβοντας αγγέλους. Και ύστερα τους έκανε να πετάνε. Ένα παιδί που αναμασούσε τις κλωστές από το όνειρο κι όλο ανέβαινε, όλο ανέβαινε προς τη σιωπή. Τώρα έφτασε στο «εκεί» της σιωπής κι όλο μας αποχαιρετάει. Με το σκυμμένο της κεφάλι γράφοντας έναν κόσμο που τον έβλεπε εκκωφαντικά και διασταλτικά από την έλλειψη: το ελλείπον σώμα. Και με τη λύπη χείμαρρο να πλημμυρίζει το σπίτι, το βάδισμα, τον δρόμο όπου θα συναντήσει τους άλλους. Μέχρι τώρα, από τώρα και ύστερα, η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ πήρε τα ποιήματά της, χαμήλωσε κι άλλο τη σιωπή της και βούλιαξε σε όλους τους βυθούς όπου λυπούνται οι λυπημένοι άνθρωποι. Δεν είχε άλλο κόκκινο κραγιόν να βάψει τα χείλη της, δεν είχε άλλη κόκκινη σιωπή να βάψει τον χαμό της: η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ.
Με μια λέξη τραυματισμένη να γράφεις μια τεράστια ποίηση. Με μια ποίηση τραυματισμένη να γράφεις το λυπημένο και τεράστιο πρόσωπο του κόσμου. Με μια κραυγάζουσα σιωπή να γράφεις τον λυγμό. Να βυθίζεσαι στον σταυρό. Να φεύγεις. Να χορεύεις τον κόσμο. Όχι σαν θεός. Σαν ένα μεγάλος άνθρωπος που εκποιεί τον θάνατο κουβαλώντας την ανάσταση σαν σταυρό. Ξανά και ξανά. Κάθε μέρα. Κάθε βράδυ. Κάθε στιγμή που οι άλλοι ονειρεύονται προσδοκίες κι εσύ ονειρεύεσαι το ανέφικτο κορμί σου. Έτσι, με τέτοια καρφιά να φτιάχνεις ποίηση. Πάει να πει, με τέτοια καρφιά να σταυρώνεσαι, κι όλο περισσότερο να σε λένε Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ.
Και να σωριάζονται τα ποιήματα το ένα πάνω στο άλλο όπως τα βράδια του χειμώνα πάνω στα καλοκαίρια που πέρασαν στην άκρη του κορμιού. Στην άκρη της ανάστασης. Σε μιαν ελπίδα. Λέξη προς λέξη αυτή η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ έδειξε την ελπίδα. Για όλα. Αυτό το κουράγιο για όλα, που κάνει τον Γολγοθά αίτημα λυγρής φιλοσοφίας και ποίημα σιωπής μέσα σε ποίημα που θέλει να σιωπήσει κι άλλοτε το καταφέρνει, άλλοτε όχι.
Δεν το καταφέρνει πάντοτε αυτό το ποίημα η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ. Της ξέφευγε ο πόνος και γινόταν έρωτας. Της ξέφευγε το βήμα και γινότανε χορός. Της ξέφευγε το μέτρο και γινότανε ελευθερία. Ένα μεγάλο ποίημα της σιωπής κι ακόμα ένα που περιμένει στο σκοτάδι ήταν η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ. Ένα μεγάλο υπομονετικό ποίημα της πλησμονής σ’ ένα σκοτάδι που μονάχα εκείνη ήξερε. Και το ήξερε τόσο καλά ώστε μπορούσε να το φανταστεί ακόμα περισσότερο. Πέρα από τον θάνατο.
Να το γράψει δηλαδή. Θέλει κουράγιο και βαθύτατη ανθρωπιά για να το κάνεις. Η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ το έκανε: έσπασε τον εαυτό της για να μπορέσει να βρει τις λέξεις της. Έσπασε τον εαυτό της για να μπορέσει να βρει το ποίημα. Έσπασε ακόμα και τη γενναιότητα της εγκατάλειψης, με το βαρύ σφυρί της ποίησης. Αμόνι και δάκρυ. Χάλυβας και χαμόγελο. Χορός και εικόνισμα. Εξάρθρωση και λόγος. Συμπληγάδες και Ερινύες. Α, ναι. Από πολλές Συμπληγάδες πέρασε η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ ώσπου να φύγει. Χρόνια και χρόνια χαμηλώνοντας τις λέξεις, χρόνια και χρόνια χαμηλώνοντας τη σιωπή μέσα στα ζήτω των άλλων. Αυτή τη χοάνη που καταπίνει τους ποιητές. Και τους ξεβράζει σε ασήμαντες ημερομηνίες. Σε μια σιωπή ασήμαντη. Αυτό είναι το θηρίο: Η ασήμαντη σιωπή. Λες και δεν έγινε τίποτα που πέθανε η ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ που τίμησε τη σιωπή, τον έρωτα, τον θάνατο, το πολεμικό κορμί, το άλλο βλέμμα, τον παλμό, την υστέρηση που λέγεται στυγνότητα όταν το δάκρυ καθυστερεί για λίγα δευτερόλεπτα κι ο κόσμος για αιώνες.
Γι’ αυτό θα πω πως είναι μεγάλο πράγμα να έχεις υπάρξει η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ. Γιατί μαζί σου, για όλα αυτά, υπήρξαμε κι εμείς.
Δεν γίνεται λοιπόν να σε αφήσουμε από τα χέρια μας, να πούμε ότι πέθανες και να τελειώσει έτσι η κατάσταση. Δεν γίνεται να σε αφήσουμε να μας αφήσεις. Συνεχίζουμε. Θα γράψουμε τα ποιήματα που δεν πρόλαβες να γράψεις.
Αύριο πάλι, Κατερίνα. Αύριο, στον αιώνα τον άπαντα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου