Κ Α Λ Ω Σ Τ Ο 2 0 2 0
«Η λογοτεχνία είναι σοβαρή υπόθεση για μια χώρα. Είναι, πρώτα απ’ όλα, το πρόσωπό της»
Λουί Αραγκόν
Γράφουν
Θ. Γκόνης // Κώστας Ακρίβος // Χρίστος Κυθρεώτης //Ελένη Στελλάτου // Ούρσουλα Φωσκόλου
Το μεγάλο ποτάμι
Θ. Γκόνης
Η δυσκολία η πρώτη, η μεγάλη, ήταν να τον συλλάβει ζωντανό, να είναι μάλιστα αρσενικός, μεγάλος στο μέγεθος, πρεσβύτερος στην ηλικία και οργισμένος γιατί το κεντρί -ο ιός ο όξινος και διαφανής- ενός τέτοιου σκορπιού είναι το πλέον αψύ και φαρμακερό δηλητήριο και αλίμονό σου αν σε κεντήσει αυτός ο σκορπιός.
Είχε λάβει όμως τα μέτρα της, είχε δίπλα της και κοντά της το ύφασμα το βρεγμένο με την αμμωνία και ένα πυρακτωμένο σίδερο για να καυτηριάσει αμέσως την πληγή αν χρειαζόταν, αν και ποτέ όπως έλεγε δεν χρειάστηκε, πάντα τα κατάφερνε με μπαμπεσιά να τον συλλάβει γιατί αν ο σκορπιός καταλάβει πως κινδυνεύει, πως δεν έχει περιθώρια διαφυγής, σηκώνει την κυρτή δρεπανηφόρα ουρά του προς τα εμπρός, κεντρίζει τον εαυτό του και αυτοκτονεί, έτσι θα της ήταν άχρηστος, θα είχε χαθεί όλο το δηλητήριο που χρειαζόταν. Είχε λοιπόν τον τρόπο της, του έστρωνε τον δρόμο του με αράχνες και μυγάκια μικρά και αυτός πανευτυχής, βουλιμικός και ανυποψίαστος παγιδευότανε σε ένα γυάλινο δοχείο, ένα μπουκάλι σαν πάπια ούρησης, με στόμα φαρδύ, που όταν πια είχε μπει μέσα για τα καλά ο απερίσκεπτος επισκέπτης της, το βούλωνε, το καπάκωνε με έναν μεγάλο φελλό, αλλά στην άκρη άκρη του είχε ανοιγμένες δύο μικροσκοπικές τρυπούλες, σαν ματάκια, για να μπορεί να αναπνέει, γιατί έχει πνευμόνια και αυτό το ζωύφιο του Θεού, έτσι έλεγε.
Ολα αυτά έπρεπε να γίνουν νύχτα, όταν ο σκορπιός άφηνε τις χίλιες δυο απίθανες κρύπτες του και έβγαινε για τη θηρευτική του εκδρομή, νυκτόβιος, σκοτεινός και ιοβόλος όπως είναι.
Τον μήνα Αύγουστο, τη μέρα της εορτής του Αγίου Θεοδοσίου του νέου, είχε επιστρέψει από ολονυχτία και προσκύνημα έχοντας πάρει την ευλογία του Αγίου, το ίδιο εκείνο βράδυ έστρωσε το αυτοσχέδιο δίχτυ της για να συλλάβει, να αιχμαλωτίσει τον σκορπιό που είχε εντοπίσει κάτω από τις μεγάλες πέτρες της αυλής. Είχε τους λόγους της, τη χρονιά εκείνη είχε γεννηθεί ο πρώτος εγγονός της και το θέμα ήταν επείγον, θα έπρεπε να προετοιμαστεί να νοιαστεί για το πρώτο του γάλα, το γάλα της πρώτης του Πρωτοχρονιάς. Τα πράγματα έγιναν όπως τα είχε σχεδιάσει, φυλάκισε τον σκορπιό στη γυάλινη φυλακή του και τον κατέβασε με προσοχή στο υπόγειο του σπιτιού, με τον αργαλειό και τα δύο βαρέλια με το κρασί της Νεμέας. Καθημερινά μάζευε τις αράχνες με την ψηλή της σκούπα και τις έστελνε εξάδες εξάδες στον Μινώταυρο και Σκορπιό της, περιμένοντας να φτάσει ο χρόνος και ο καιρός, να έρθει το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, όταν θα μπει ο καινούργιος και πρώτος χρόνος του εγγονού της. Πρώτη Ιανουαρίου του 1957
Μεσάνυχτα ακριβώς κατέβηκε στο υπόγειο και έφερε τον σκορπιό μέσα στη γυάλινη φυλακή του, στο αναμμένο τζάκι, έβγαλε τον φελλό και τον άδειασε προσεχτικά μέσα σε μια πήλινη χύτρα και την ακούμπησε πάνω στα κάρβουνα, ο σκορπιός προσπαθούσε να ανέβει τα τοιχώματα της χύτρας, αλλά μάταια, σε λίγο έγινε ένα κάρβουνο. Αυτό ήταν, αυτό ήθελε, έφερε το μπρίκι με το γάλα, το ζέστανε στη φωτιά, πήρε στη χούφτα της τον καρβουνιασμένο σκορπιό και τον έριξε μέσα στο γάλα, τον διέλυσε με το κουταλάκι το μικρό και κατόπιν έφερε το ποτήρι το μπακιρένιο και άδειασε το γάλα. Το γάλα κύλησε μαύρο, κατάμαυρο, σαν το κάρβουνο και το κατράμι. Το γάλα της ζωής. Πήρε τον εγγονό της από την κούνια στην αγκαλιά της χωρίς να τη βλέπει κανείς και του έδωσε να πιει ολόκληρο το ποτήρι.
Η φωτιά με τη φωτιά είπε και το φαρμάκι με το φαρμάκι και έβαλε την κούνια με το παιδί στο μεγάλο ποτάμι.
Λίγη σοφία ποτέ δεν βλάπτει
Σʹ ένα χωριό στην Ανατολή ζούσε κάποτε ένας πατέρας με τρεις γιους. Μαζί μ' αυτούς όργωνε τα χωράφια, μ' αυτούς κλάδευε το αμπέλι και έκανε όλες τις άλλες δουλειές τις αγροτικές. Μάνα δεν είχαν, τους είχε αφήσει χρόνους, και έτσι τώρα μόνοι πορεύονταν στη ζωή, αυτοί με τα ζωντανά τους.
Λίγο προτού γυρίσει η χρονιά και μπει η καινούργια ο πατέρας πέθανε. Οταν κάποια στιγμή κόπασαν τα κλάματα, τα τρία αδέρφια άνοιξαν το κιτάπι που τους είχε αφήσει ο πατέρας και διάβασαν τι τους γράφει. Εδινε την ευχή να 'ναι πάντα αγαπημένοι και μονοιασμένοι, μοίραζε και στους τρεις εξίσου τη γη του, όμως παραξενεύτηκαν σαν είδαν το πώς τους παράγγελνε να μοιράσουν τα άλογα που είχαν στον στάβλο. Εγραφε ότι στον μεγάλο γιο αφήνει τα μισά, ο μεσαίος να πάρει το ένα τρίτο και το μερτικό για τον μικρότερο να είναι το ένα ένατο από τα άλογα.
Επεσαν σε μεγάλη έγνοια, σκοτούρα βαριά στο κεφάλι τους. Γιατί πώς να βρουν άκρη και πώς να μοιράσουν τα άλογα που, όσο και να τα μετρούσαν, αυτά έβγαιναν δεκαεφτά; Τρεις μέρες και τρεις νύχτες μπουκιά δεν έβαλαν στο στόμα τους. Το κοίταζαν αποδώ, το μελετούσαν αποκεί, κουβέντα κι άλλη κουβέντα, έσπαγαν το κεφάλι τους, λύση δεν έβρισκαν καμιά. Μα κόβεται το δεκαεφτά στη μέση; Φανερά δεν το μολογούσαν, όμως κρυφά μέσα τους ο καθένας κακολογούσε τον πατέρα που τους είχε βάλει σε μια τέτοια σκασίλα. Ούτε πάλι ήθελαν να παρακούσουν την εντολή του και να τα χωρίσουν παίρνοντας ο ένας περισσότερα και ο άλλος πιο λίγα. Για να το έχει πει έτσι ο πατέρας, κάποιο λόγο θα είχε. Ποιον; Δεν μπορούσε το μυαλό τους να σκεφτεί.
Κάποιο από κείνα τα δειλινά είδαν να φτάνει σπίτι τους ένας γέροντας. Τον έμπασαν μέσα, φρόντισαν την πραμάτεια και το ζώο του και ύστερα του έστρωσαν να περάσει τη νύχτα στην κάμαρα την καλή, μιας και ήταν άνθρωπος ξενομερίτης. Εκεί που έτρωγαν το βράδυ ψωμί, του εξομολογήθηκαν τη στεναχώρια που τους είχε βρει. Ο γέροντας έμεινε για ώρα σιωπηλός και δεν αποκρίθηκε. Αμίλητοι έπεσαν μετά στο στρώμα να κοιμηθούν.
Πρωί πρωί την άλλη μέρα, μόλις έφεξε το πρώτο φως, ο γέροντας ξύπνησε τα τρία αδέρφια και τους κατέβασε στον στάβλο.
Τα άλογα, που δεν νοούσαν τίποτα απ' τις σκοτούρες τις ανθρώπινες, μασούλαγαν ήρεμα τον σανό και σημασία δεν τους έδωσαν.
«Σιμώστε!» είπε ο γέροντας στα παιδιά.
Πλησίασαν και στάθηκαν δίπλα του.
«Πόσα άλογα βλέπετε εδώ;» τους είπε και έδειξε με το χέρι του προς το παχνί. «Για μετρήστε τα!»
Μέτρησαν τα τρία αδέρφια τα ζώα και βρήκαν πως, μαζί με το άλογο του γέροντα, ήταν δεκαοχτώ.
«Λοιπόν. Πάρε εσύ ο μεγαλύτερος τα μισά και εσείς οι άλλοι δύο έτσι καταπώς το παράγγειλε ο πατέρας σας».
Πήρε ο μεγάλος εννιά άλογα, ο μεσαίος, που του αναλογούσε το ένα τρίτο, άλλα έξι και ο μικρότερος το δικό του μεράδι, το ένα ένατο, δηλαδή δύο άλογα.
Προτού συνέρθουν, είδαν πως ο γέροντας είχε φορτωθεί το δισάκι, καβαλίκευε το άλογό του και απομακρυνόταν. Μονάχα τότε σκέφτηκαν να τον ρωτήσουν και να μάθουν το όνομά του.
Τους αποκρίθηκε από μακριά, δίχως να γυρίσει το κεφάλι:
«Βασίλης, παιδιά μου. Βασίλης…», και ύστερα χάθηκε μες στον καιρό.
Ολο αύριο
ΧΡΙΣΤΙΝΑ (μητέρα): Νίκο, νομίζω πως δεν έχεις φάει καθόλου σαλάτα.
ΝΙΚΟΣ (μεσαίος γιος): Εφαγα λίγη πιπεριά.
Χ: Να φας και μια ντομάτα. Θα σου καθαρίσω την τσούχτρα.
ΕΛΕΝΗ (μικρή κόρη): Μαμά, τι σημαίνει τσούχτρα;
ΝΑΣΟΣ (θείος): Εγώ πάντως νομίζω πως αυτή η κατάσταση με το Ιράκ δεν θα πρέπει να μας ανησυχεί ιδιαίτερα.
Ε: Μαμά, σε ρώτησα κάτι.
Χ: Δεν είναι ώρα για ερωτήσεις, Ελένη. Και μη μιλάς όταν τρως.
Να: Ουσιαστικά η Ελλάδα δεν θα αναμειχθεί καθόλου. Και δεν πρόκειται να κρατήσει και πολύ.
Νι: Θα μας κάνουν αντίποινα με χημικά; (γέλια)
Χ: Ελένη, αν τελείωσες με τα νύχια σου, μπορείς να φας και τα δικά μου, δεν τα θέλω. Θα φταίει που είμαι πολιτισμένη μάλλον. Αλλά νομίζω πως δεν πάνε με τα φιλετάκια έτσι κι αλλιώς.
ΤΑΣΟΣ (μεγάλος γιος): Δεν νομίζω πως σε κατάλαβε.
ΣΤΕΛΛΑ (θεία): Τι πλάκα που έχουν…
Ε: Κατάλαβα, δεν τρώω τα νύχια μου. Τα μυρίζω. (γέλια)
Σ: Τι πλάκα που έχουν όταν είναι μικρά, ε, Χριστίνα; Καμιά φορά σκέφτομαι πως η πιο ευτυχισμένη μου εποχή ήταν όταν ο Λάζαρος και ο Φίλιππος ήτανε μωρά.
Να: Πάντως, μετά από μια μεγάλη περίοδο ανωμαλίας, τον τελευταίο καιρό η κατάσταση στη χώρα βαίνει προς ομαλοποίηση.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ (πατέρας): Για να το λες εσύ που τους ψήφισες, Νάσο, κάτι θα ξέρεις.
Να: Δεν το λέω εγώ, έτσι είναι. Η δεκαετία του ενενήντα θα αλλάξει την Ελλάδα.
Σ: Που τα έχεις στα καροτσάκια τους, τα ντύνεις, τα κάνεις ό,τι θέλεις.
Δ: Ολες οι δεκαετίες άλλαξαν την Ελλάδα.
Να: Οχι με τον τρόπο που θα την αλλάξει αυτή εδώ.
Ε: Μαμά, τι σημαίνει δεκαετία;
Σ: Τα χτενίζεις, τα καθαρίζεις, τα έχεις σαν κούκλες.
Να: Ελα τώρα, Δημήτρη, πρέπει να το παραδεχτούμε. Γίνανε πολλά λάθη. Κι αυτή η κυβέρνηση πρέπει να τα διορθώσει. Και πολύ φοβάμαι πως είναι η μόνη που μπορεί.
Δ: Κανείς δεν θέλει να διορθώσει τίποτα.
Χ: Γιατί δεν ήρθαν τα παιδιά, Στέλλα;
Να: Δεν έχουμε άλλη επιλογή. Η χώρα πρέπει να προχωρήσει μπροστά.
Σ: Εχουν εξεταστική τα χρυσά μου. Πολύ διάβασμα στην Ιατρική.
Ε: Μαμά, τι θα γίνει αν δεν ξανανοίξει το σχολείο του Τάσου;
Χ: Ολες οι σχολές έχουν διάβασμα.
Σ: Οχι σαν τη Ιατρική. Η Ιατρική είναι το κάτι άλλο. Ετσι δεν είναι, Νάσο;
Να: Ναι, ναι.
Ε: Μαμά, ρώτησα κάτι.
Δ: Πώς πάει η μετακόμιση; Για πότε το βλέπετε;
Να: Μέχρι το τέλος Φλεβάρη. Εχουνε μείνει τα έπιπλα.
Σ: Είναι τόσο δύσκολο να συνεννοηθείς με τους διακοσμητές.
Δ: Πάντως, θα ξενιτευτείτε.
Σ: Δεν ακούνε ποτέ τι τους λες.
Να: Η Πεντέλη δεν είναι και τόσο μακριά.
Δ: Θα σας φάνε οι λύκοι.
Σ: Κακά τα ψέματα, Δημήτρη. Τα Πατήσια δεν είναι πια αυτά που ήτανε.
Χ: Μμμ.
Να: Και τα παιδιά γκρινιάζουν ότι θα πρέπει να κατεβαίνουν με τ’ αμάξι στη σχολή και δεν θα βρίσκουν να παρκάρουν.
Σ: Θα παίρνουν το μικρό, Νάσο.
Χ: Νίκο, δεν πιάνουμε το κεφάλι μας στο τραπέζι.
Να: Τόσο πολύ μας βαριέσαι;
Νι: Ε; Οχι.
Χ: Σςς. Κάντε λίγο ησυχία. Ακούτε αυτές τις γαλότσες; Πώς κάνουν πάνω στη λάσπη;
Δ: Τι λες, Χριστίνα;
Να: Ποια λάσπη;
Σ: Τι λέει;
Δ: Δεν ακούω τίποτα.
Χ: Α, όχι, συγγνώμη. Είναι απλά η Ελένη, που μασάει με ανοιχτό το στόμα. Ελένη, παιδί μου, τι έχουμε πει; Το τι μασάς είναι δικό σου θέμα. Δεν θέλουμε καμία ανάμειξη. (γέλια)
Να: Χριστίνα, είσαι λίγο υπερβολική μου φαίνεται;
Χ: Σου φαίνεται.
Σ: Εγώ συμφωνώ με τη Χριστίνα. Από τώρα πρέπει να γίνουν άνθρωποι.
Χ: Μμμ.
Σ: Και τι λέτε γι’ αυτό το θέμα με τις απεργίες; Δημήτρη, με συγχωρείς αλλά το έχετε παρακάνει στη ΔΕΗ.
Δ: Δεν αποφασίζω εγώ, Στέλλα.
Σ: Δεν είναι δυνατόν να μας κόβουν το ρεύμα. Δεν είμαστε Αφρική.
Σ: Ελπίζω να μη μας βρει και σήμερα τίποτα.
Δ: Δεν έχει απεργίες πρωτοχρονιάτικα.
Σ: Πάλι καλά.
… όλο αύριο θ’ αρχίσουμε
Ν: Τάσο, πήρατε βαθμούς;
Τ: Ναι, θείε Νάσο.
Δ: Βγάζει δεκαεννιά κι οχτώ.
Χ: Νίκο, δεν θα σηκωθείς αν δεν φας την ντομάτα σου.
Να: Περίφημα.
Σ: Πόσο χαίρομαι να βλέπω παιδιά που προσπαθούν για κάτι καλύτερο.
Χ: Μμμ.
…θα κοιτάξουμε τα νερά να ταράξουμε…
Χ: Ελένη, γιατί άνοιξες το στερεοφωνικό, παιδί μου; Αλλο κι αυτό. Κλείσ’ το σε παρακαλώ.
Δ: Και θα ήταν είκοσι στρογγυλό, αν δεν ήταν τα καλλιτεχνικά.
Σ: Να δούμε μόνο τι θα γίνει με τις καταλήψεις.
Ολο αύριο μου λες…
Χ: Λοιπόν, τέρμα, Ελένη. Κλείσε το στερεοφωνικό και έλα αμέσως στο τραπέζι. Δεν έχεις τελειώσει το φαγητό σου.
Σ: Ακου να κλείνουν τα σχολεία.
Χ: Λοιπόν, νομίζω πως φάγαμε.
Σ: Πολύ συμπαθητικά όλα, Χριστίνα.
Να: Τι συμπαθητικά; Θαυμάσια ήταν.
Χ: Ευχαριστώ, Νάσο. Να χωνέψουμε λίγο και θα φέρω τη βασιλόπιτα.
Χ: Ελένη, γιατί φοράς το μπουφάν σου, παιδί μου; (γέλια) Ελα Χριστέ και Παναγία, τώρα το πρόσεξα. Ο κόσμος δεν τρώει με το μπουφάν, Ελένη. Ελα να σε βοηθήσω.
Ε: Ασε με, ρε μαμά, θα το βγάλω μόνη μου.
Χ: Ορίστε μας, ορίστε μας. Οπως νομίζεις, κυρία μου. Πρέπει να το βγάλεις όμως τώρα, γιατί έχει πολλή ζέστη.
Ε: Θα πάω στην τουαλέτα πρώτα και μετά θα το βγάλω. Εντάξει;
Χ: Αντε, έλα να σε πάω.
Ε: Δεν θα μπεις μέσα όμως.
Χ: Ε, όχι, αφού τα είπαμε: Μεγάλωσες τώρα. (γέλια
Φρουί γλασέ πρωτοχρονιάτικα
Δεν μου αρέσουν τα φρουί γλασέ, ας ξεκινήσουμε από κει. Οποτε τύχει να βρεθώ μπροστά σε αυτήν τη λέξη την αφήνω να φύγει όσο πιο γρήγορα γίνεται, να ξεγλιστρήσει σαν το σιρόπι ανάμεσα στα δάχτυλα, σαν μέλι από καστανιά που είναι γλυκό και πικρό μαζί, ένα απροσδόκητο μίγμα που σε κάνει να χαίρεσαι και να θυμώνεις την ίδια στιγμή, όπως ακριβώς ένα φρουί γλασέ κερασμένο από μια θεία που γιόρταζε έκανε κάποτε ένα αγοράκι να βουρκώσει ώσπου να το καταπιεί, γιατί δεν ήταν καθόλου εύκολο να το φτύσεις αυτό το πράμα μέσα στο περιτύλιγμά του όπως έκανε ο μεγάλος αδελφός που έτσι κι αλλιώς δεν τον ένοιαζαν τα χαστούκια, δεν είναι καθόλου εύκολο αν σε κοιτάνε τα μάτια της θείας και τα μάτια των ξαδελφών και κυρίως, τα μάτια του πατέρα.
Τώρα όμως παίρνω τα τρία φρουί γλασέ που αφήνει πάνω στον πάγκο μου ο γέρος με το ναυτικό πηλήκιο και τα λευκά γένια και λέω ευχαριστώ πολύ, επειδή πρέπει να είμαι ευγενικός με τους πελάτες, ειδικά σε μια εφημερία ανήμερα την Πρωτοχρονιά και ο άγνωστος γέρος που μαζί με τη συνταγή με το φάρμακο χοληστερίνης μου αφήνει αμίλητος στον πάγκο τα τρία του φρουί γλασέ, ένα πράσινο και δύο πορτοκαλί, είναι επίσης ευγενικός κατά βάθος αν το καλοσκεφτείς κι ας περιμένει να του πω τη συμμετοχή με ανοιχτό πορτοφόλι χωρίς να μου μιλάει και χωρίς να με κοιτάει.
Τρία και σαράντα παρακαλώ, λέω και μου αφήνει στον πάγκο ένα πεντάευρω. Αλλά βάζοντας τα ρέστα του στο πορτοφόλι, ένα καφετί τριμμένο με κινέζικα ιδεογράμματα στη μια πλευρά, ρίχνει κάτω το πράσινο φρουί γλασέ και τότε λέω πάλι με όλη μου την ευγένεια και την ειλικρίνεια ότι δεν πειράζει, θα το σηκώσω εγώ, επειδή έτσι κι αλλιώς μόλις βγει έξω από την πόρτα της οποίας το φωτοκύτταρο έχει χαλάσει εδώ και μια εβδομάδα και αναγκάζομαι να την αφήνω ανοιχτή ώστε να μπαινοβγαίνουν άνετα οι λιγοστοί πελάτες και το κρύο, μόλις γυρίσει την πλάτη του και βγει έξω και εξαφανιστεί μέσα στο βραδινό ψιλόβροχο, εγώ θα πετάξω διακριτικά τα τρία φρουί γλασέ μέσα στο καλάθι των αχρήστων και θα τα σκεπάσω κιόλας με κάνα δυο τσαλακωμένα χαρτιά, για παν ενδεχόμενο. Αυτός όμως που δεν τα ξέρει όλα αυτά σκύβει, με το πηλήκιο αμετακίνητο στο κεφάλι, πιάνει το πράσινο φρουί γλασέ, το αφήνει πάλι στον πάγκο σαν να μου το χρωστάει και μετά γυρίζει την πλάτη του και φεύγει χωρίς λέξη.
Πηγαίνω τότε στον υπολογιστή και μπαίνω στην ομάδα των φαρμακοποιών της μικρής μας πόλης στην οποία, παρόλο που δεν συνηθίζουμε να αναφέρουμε περιστατικά που μας συμβαίνουν και παρόλο που τέτοιες μέρες όλοι γράφουν ευχές και βάζουν τραγούδια, πληκτρολογώ αναζητώντας λίγη συμπαράσταση, πληκτρολογώ με κάποια δυσκολία μιας και τα δάχτυλά μου έχουν παγώσει, ότι το δώρο στην πρωτοχρονιάτικη εφημερία μου ήταν τρία φρουί γλασέ από έναν γέρο ναυτικό.
Το πιθανότερο είναι ότι εάν άφηνε σοκολατάκια αντί για φρουί γλασέ, δεν θα θυμόμουν τον δεκάχρονο εαυτό μου που αποκόπηκε εξαιτίας τους κάποτε από μια γιορτινή ατμόσφαιρα και δεν θα άρχιζα να σκέφτομαι τα δικά μου μικρά αγόρια που θα παίζουν μέχρι τώρα με τα δώρα που ξετύλιξαν χωρίς εμένα και που θα τα ξαναδώ αύριο το μεσημέρι αν φυσικά είναι ξύπνια και δεν θα αναρωτιόμουν για την αληθινή αξία, πέρα από την τυποποιημένη σε αντιόξινα χάπια, του να μένω εδώ, έξω από κάθε γιορταστικό κύκλο, εγώ και κάμποσοι άλλοι για τους οποίους η μέρα αυτή δεν έχει καμία προσδοκία και κανένα δικαίωμα, μια που τα δικαιώματα υπάρχουν όσο δεν εμφανίζονται οι υποχρεώσεις που στέκονται ακριβώς απέναντί τους, σαν μια ιδιότυπη τραμπάλα που πότε γέρνει από τη μια μεριά και πότε από την άλλη, αν και συχνά αποκαλύπτεται ότι κανένα δικαίωμα δεν έχει δικό του βάρος τόσο, ώστε να μην υπερνικηθεί από το βάρος της αντιδιαμετρικής του υποχρέωσης.
«Μήπως τον λένε Βασίλη; Για δες», γράφει κάποια στιγμή μια φαρμακοποιός κάτω από την ανάρτησή μου.
Η συνταγή είναι ολομόναχη μες στο συρτάρι, είναι πολύ εύκολο να τη βρω, να διατρέξω τα στοιχεία του και να της απαντήσω ότι πράγματι τον λένε Βασίλη.
«Παλιός καπετάνιος, ζει μόνος, αφήνει και σε μένα φρουί γλασέ», ξαναγράφει. «Γι’ αυτό σου έφερε σήμερα τη συνταγή, για να ’χει κάτι να κάνει. Του είπες χρόνια πολλά;»
Και καταλαβαίνω αυτήν ακριβώς τη στιγμή ότι δεν υπάρχει θεραπεία για μένα γι' αυτήν την πρώτη μέρα του χρόνου που να έχει χρώμα διαφορετικό από πράσινο ή πορτοκαλί. Και ύστερα ψάχνω το καλάθι των αχρήστων, βρίσκω τα φρουί γλασέ και διαλέγω το πορτοκαλί επειδή τα ζεστά χρώματα είναι περισσότερο ευοίωνα, γεμίζω ένα ποτήρι νερό, ξετυλίγω τη ζελατίνα με προσοχή να μη γεμίσουν σιρόπι τα δάχτυλα, το βάζω στο στόμα και το μασάω γρήγορα κρατώντας τα μάτια μου ορθάνοιχτα, πίνω το νερό με μια ανάσα κι έπειτα, κρατώντας τη συνταγή που έχει τυπωμένο το τηλέφωνο του σπιτιού του, σηκώνω το ακουστικό και σκέφτομαι ότι έχω πολύ καιρό να νιώσω μια τέτοια επίγευση.
Ιταλικός Κόσμος
Στη βιτρίνα της βιοτεχνίας ετοίμων ενδυμάτων «Ιταλικός Κόσμος» καθρεφτίζεται ένα ζευγάρι πόδια. Το ένα είναι μαύρο και λεπτό και το άλλο πολύχρωμο: μπλε μέχρι το γόνατο και μοβ από την επιγονατίδα και κάτω, με πέλμα κατακόκκινο και λίγο κυρτωμένο. Αριστερά και τα δύο, όρθια μπροστά σε ένα ολόλευκο φόντο, αποτελούν τα μοναδικά εκθέματα στην προθήκη του εργαστηρίου κατασκευής τεχνητών μελών «Αλτις 2000». Εχουν ξεμείνει εκεί από τότε που έκλεισε η επιχείρηση, κοντά τέσσερα χρόνια τώρα. Η αλλοτινή τους γυαλάδα έχει πλέον αντικατασταθεί από μια θαμπή πατίνα που τα καθιστά πολύτιμα, όχι τόσο για τη λειτουργική τους αξία, αλλά πιο πολύ γιατί μοιάζουν με κομμάτια ενός αρχαίου αγάλματος που κάποιος ανέσυρε απ’ τον βυθό της θάλασσας.
Κανείς μας δεν πήρε είδηση πότε έκλεισαν το Αλτις. Ιδιοκτήτης ήταν κάποιος κύριος Κρόπκε, Αμερικάνος έλεγαν στη γειτονιά, που τον είχε δει μονάχα η θεία η Ελένη, τότε στις αρχές, φεύγοντας ένα βράδυ από τον «Ιταλικό Κόσμο», όπου δούλευε ως ταμίας. Φορούσε, είπε, ένα από αυτά «τα μικρά στρογγυλά καπέλα του Σαρλώ» κι αυτό που περισσότερο απ’ όλα της τράβηξε την προσοχή ήταν το πράσινο σακάκι του, κοντό και σφιχτό επάνω στο σώμα, «υπόδειγμα ιταλικού κοψίματος». Τον πέτυχε την ώρα που κατέβαζε τα ρολά του «Αλτις 2000». Ο ιδιόρρυθμος μεσήλικας τέντωσε το χέρι του και έσυρε προς τα κάτω το αλουμινένιο περιτύλιγμα που έκλεινε μέσα του το μαγαζί σαν κονσέρβα με γρίλιες. Επειτα μπήκε στο παρκάκι με τις κούνιες που ήταν ακριβώς δίπλα κι εκεί τον ανέλαβε το σκοτάδι.
Πάνω από τα δύο πόδια της βιτρίνας έφεγγε, τότε, ένας γαλάζιος λεπτός σωλήνας νέον, που ήταν έτσι φτιαγμένος ώστε να σχηματίζει, σαν σκουλήκι, τον αριθμό «2000». Χάριζε στο κατά τ’ άλλα ολόλευκο και σχεδόν άδειο δωμάτιο μια λάμψη απόκοσμη, στο μέσον της οποίας ξεπρόβαλλαν τα σιλικονούχα άκρα σαν αντικείμενα από άλλο πλανήτη. Το μαγαζί δεν είχε ποτέ κόσμο. Μαντεύαμε πως πρέπει να υπήρχε και κάποιο άλλο δωμάτιο στο βάθος του, κρυμμένο πίσω από μια λευκή κουρτίνα που δεν έφτανε ώς το πάτωμα, όπως αυτές που έχουν πολύ συχνά στα φαρμακεία. Εξέπεμπε πολλές φορές ένα άσπρο φως, που δραπέτευε παχύρρευστο από το άνοιγμα, σαν το γάλα από το στόμα των μωρών.
Μια νύχτα, έχουν περάσει δύο ή τρία χρόνια τώρα, ήταν η τελευταία μέρα του χρόνου και στην πόλη έπεφτε ψιλό χιόνι. Μόλις είχα μάθει ότι ήσουν έγκυος κι είχα πάρει την απόφαση να μείνω στο σπίτι, μακριά από πάρτι και γιορτές. Λίγο πριν κλείσει η κάβα, αγόρασα ένα ακριβό ουίσκι. Αναψα τα φωτάκια στο δέντρο και κάθισα οκλαδόν στο πάτωμα, μπροστά του. Χρειάστηκε ν’ αναποδογυρίσω το μπουκάλι δύο, τρεις, τέσσερις φορές, ώσπου ν’ ακουστεί το κελάρυσμα του υγρού και το παρήγορο κλικ-κλακ της μπίλιας. Μέχρι που άλλαξε ο χρόνος, ψάρευα φωτάκια στον πάτο του ποτηριού κι είχα υπολογίσει ίσαμε δώδεκα φορές πότε εσύ κι αυτός το κάνατε για να 'πιασες παιδί.
Το κινητό μου, κρυμμένο στην τσέπη του φούτερ, έκαιγε σαν θερμοφόρα. Ηθελα να σου στείλω μήνυμα, όμως τι λένε σε μια έγκυο; «Μου λείπεις»; «Ελπίζω τώρα που οι ορμόνες σου κάνουν χορό να με χαϊδέψεις»;
Πρέπει να 'χε περάσει ώρα απ’ την αλλαγή του χρόνου, όταν σηκώθηκα τρεκλίζοντας. Από το παράθυρο, ο δρόμος μας φαινόταν έρημος. Το χιόνι είχε καθίσει επάνω στα αυτοκίνητα κι έπεφτε τώρα σε παχιές νιφάδες. Ενα μικρό λοφάκι είχε αρχίσει να σχηματίζεται και πάνω από τη φωτεινή ταμπέλα του «Ιταλικού Κόσμου», από την οποία, εδώ και μερικά χρόνια, είχε χαθεί το «Τ».
Παρατηρώντας την κατά τ’ άλλα σκοτεινή βιτρίνα του, είδα να καθρεφτίζεται μέσα της κάτι που μου τράβηξε αμέσως την προσοχή. Η νέον επιγραφή του «Αλτις 2000», ζωντανή και πάλι έπειτα από τόσο καιρό, δέσποζε ανεστραμμένη μέσα σε ένα παλιομοδίτικο ιταλικό ταγέρ.
Κατέβηκα τα σκαλιά της πολυκατοικίας σχεδόν τρέχοντας. Πράγματι, στο εργαστήριο κατασκευής τεχνητών μελών «Αλτις 2000», το γαλάζιο σκουλήκι φώτιζε και πάλι, λούζοντας με το ψυχρό φως του τα δύο, θαμπά πλέον από τη σκόνη, πόδια. Γύρω τους, ο αέρας έμοιαζε πυκνός, κατοικημένος από εκατομμύρια σωματίδια που έπλεαν σαν αστροναύτες στο Διάστημα. Δεν υπήρχε ψυχή γύρω μου, παρ' όλα αυτά, με έκπληξη διαπίστωσα ότι στο πίσω μέρος του εργαστηρίου, εκείνο που πάντα έκρυβε η λευκή κουρτίνα, υπήρχε φως.
Γονάτισα στο πεζοδρόμιο, προσπαθώντας να διακρίνω τι γινόταν στο εσωτερικό του: ένα μεγάλο πλήθος μού φάνηκε πως στεκόταν εκεί μέσα. Εκαναν πάρτι τα παιδιά του Κρόπκε; Είχε παιδιά ο Κρόπκε; Δεν ακουγόταν μουσική, παρά μόνο ένας βόμβος, όπως αυτός που κάνουν τα παλιά ψυγεία. Ωστόσο, μπορούσα πολύ καλά να διακρίνω τουλάχιστον δέκα ζευγάρια λιγνά πόδια. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι ότι έβγαλα το κινητό από την τσέπη για να τραβήξω φωτογραφία.
Ξύπνησα την επόμενη μέρα ανάσκελα μπροστά στο αναμμένο δέντρο. Η μνήμη μου άρχισε να επανέρχεται μαζί με την πρώτη γουλιά καφέ. Αναζήτησα το κινητό με τρεμάμενα χέρια: PIN - Γκαλερί, Ιανουάριος – 1η – τίποτα. Γκαλερί – Διαγραμμένα – Πρόσφατα – τίποτα. Μηνύματα – Απεσταλμένα – Πρόσφατα – Ιανουάριος: «Θα με χαϊδέψεις;».
EFSYN
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου